ΑΠ 273/2015 Αν με την αρχική σύμβαση εργασίας ή με μεταγενέστερη αυτής συμφωνηθεί η λύση της σύμβασης των μισθωτών με ευνοϊκότερους όρους ως προς τις προϋποθέσεις και την αποζημίωση, από τους προβλεπόμενους στις διατάξεις (άρθρο 8 του Ν. 3198/1955,  5 του

ΑΠ 273/2015 Αν με την αρχική σύμβαση εργασίας ή με μεταγενέστερη αυτής συμφωνηθεί η λύση της σύμβασης των μισθωτών με ευνοϊκότερους όρους ως προς τις προϋποθέσεις και την αποζημίωση, από τους προβλεπόμενους στις διατάξεις (άρθρο 8 του Ν. 3198/1955, 5 του

ΑΠ 273/2015 Αν με την αρχική σύμβαση εργασίας ή με μεταγενέστερη αυτής συμφωνηθεί η λύση της σύμβασης των μισθωτών με ευνοϊκότερους όρους ως προς τις προϋποθέσεις και την αποζημίωση, από τους προβλεπόμενους στις διατάξεις (άρθρο 8 του Ν. 3198/1955,  5 του ν.435/1976, παρ. 1 ν.2112/1920) τότε ισχύουν οι όροι, αυτοί, ο δε μισθωτός στην περίπτωση αυτή δεν δικαιούται ν' αξιώσει εφ' όσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο αθροιστικώς και την αποζημίωση του άρθρου 8 του νόμου 3198/1955 και την αποζημίωση που προβλέπει η συμβατική ρύθμιση, ενώ, εάν η προβλεπόμενη από την τελευταία αποζημίωση ή παροχή είναι μικρότερη και καταβλήθηκε, ο μισθωτός δικαιούται, υπό την επιφύλαξη πάντοτε αντίθετης, ρητώς ή σιωπηρώς συναγόμενης συμφωνίας, να αξιώσει τη διαφορά.


ΑΠ  273/2015



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Νικολάου Λεοντή, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Κ. Τ. του Ι., 2.Σ. Μ. του Π.,3.Α. Τ. του Δ., ο οποίος δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4. Δ. Κ. του Ε.,5.Γ. Κ. του Χ., 6.Ι. Ρ. του Μ., 7. Ε. Σ. του Κ., 8. Ά. Δ. του Α., κατοίκων ..., όλοι οι ανωτέρω εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Ασημώρη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σέργιο Σακαλή με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την υπ'αριθ.115/31-7-2000 αγωγή τους των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 67/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 412/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-5-2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Μιχαήλ Αυγουλέας, ανέγνωσε την από 9-2-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως της υπ' αρ.412/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά άρθρο 8 του Ν. 3198/1955 "περί τροποποιήσεως των περί καταγγελίας των σχέσεων εργασίας διατάξεων".
"Μισθωτοί συνδεόμενοι δια σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσία παρά τω αυτώ εργοδότη υπό την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2112 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ημίσεος της υπό του νόμου 2112 ή του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920 οριζομένης αποζημιώσεως δια την περίπτωσην απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, υπολογιζομένης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος".
Κατά το άρθρο 5 του ν.435/1976 (παρ.1)
"το δεύτερον εδάφ. του άρθρου 8 του ν.3198/1955 το προστεθέν δια της παρ.4 του άρθρ. 8 του ΝΔ 3789/1957 αντικαθίσταται ως ακολούθως: "Μισθωτοί εν γένει, υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού δια την χορήγησιν συντάξεως, συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς χορήγηση πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις δύνανται εάν έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου να αποχωρήσουν της εργασίας ή να απομακρύνονται ταύτης παρά του εργοδότου των λαμβάνοντες εις τας περιπτώσεις ταύτας, οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι το 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς το 50% της υπό του νόμου 2112/1920 οριζομένης απροειδοποιήτου αποζημιώσεως".
Κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου "Τυχόν ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι περιεχόμενοι σε άλλες διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κανονισμούς ή ατομικές συμβάσεις εργασίας, κατισχύουν των διατάξεων της παρ.1 του παρόντος".

Η τελευταία διάταξη, η οποία απηχεί τη γενικότερη αρχή του εργατικού δικαίου (άρθρ. 680 ΑΚ, 3 παρ.1 Ν.3239/1955, 7 παρ.2 ν. 1876/1990, 8 παρ. 1 ν.2112/1920) της εύνοιας υπέρ του μισθωτού, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου έχει ανάλογη εφαρμογή και στη περίπτωση του εδαφ. α' του παραπάνω άρθρου 8 του Ν.3198/1955, το οποίο, όπως και το ανωτέρω άρθρο 5 (παρ.1) του ν.435/1976, έχει ως σκοπό να διευκολύνει την αποχώρηση και ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων.

Εν όψει τούτων και του άρθρου 361 του Α.Κ., αν με την αρχική σύμβαση εργασίας ή με μεταγενέστερη αυτής συμφωνηθεί η λύση της σύμβασης των μισθωτών με ευνοϊκότερους όρους ως προς τις προϋποθέσεις και την αποζημίωση, από τους προβλεπόμενους στην παραπάνω διάταξη, τότε ισχύουν οι όροι, αυτοί, ο δε μισθωτός στην περίπτωση αυτή δεν δικαιούται ν' αξιώσει εφ' όσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο αθροιστικώς και την αποζημίωση του άρθρου 8 του νόμου 3198/1955 και την αποζημίωση που προβλέπει η συμβατική ρύθμιση, ενώ, εάν η προβλεπόμενη από την τελευταία αποζημίωση ή παροχή είναι μικρότερη και καταβλήθηκε, ο μισθωτός δικαιούται, υπό την επιφύλαξη πάντοτε αντίθετης, ρητώς ή σιωπηρώς συναγόμενης συμφωνίας, να αξιώσει τη διαφορά.

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, που δίκασε επί της αγωγής των αναιρεσειόντων με την οποία ζήτησαν να τους καταβληθεί η από το άρθρο 8 του ν. 3198/1955 αποζημίωση, λόγω της αποχωρήσεώς τους από την υπηρεσία της αναιρεσίβλητης, ανερχομένη στο ποσό των 1.500.000 δρχ. με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως απ' αυτή προκύπτει, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) προσελήφθησαν, ως υπάλληλοι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ο πρώτος στις 16-7-1973, ο δεύτερος στις 4-1-1971, ο τρίτος στις 17-5-1965, ο τέταρτος στις 16-7-1973, ο πέμπτος στις 16-¬7-1973, ο έκτος στις 15-7-1966, ο έβδομος την 1-10-1970 και ο όγδοος στις 29-10-1981. Περαιτέρω, όπως απεδείχθη, με την από 15-12-1999 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εφεσίβλητου και του Συλλόγου Υπαλλήλων της Ε.Τ.Ε (ΣΥΕΤΕ), η οποία αποσκοπούσε στην διευκόλυνση της αποχωρήσεως όσων υπαλλήλων το επιθυμούσαν, με την παροχή κινήτρων προς αυτούς, αλλά και στην αναδιάρθρωση της Ε.Τ.Ε και στην αποσυμφόρηση των θέσεων στους ανωτέρους κυρίως βαθμούς της ιεραρχίας, συμφωνήθηκαν τα εξής: "Η Τράπεζα, με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν τα κατωτέρω (παρ. 4) οριζόμενα, σε όσους εκ των υπαλλήλων της θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31-1-2000, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα παραιτηθούν από την Τράπεζα και η παραίτηση τους θα γίνει αποδεκτή, θα καταβάλει: Την διαφορά μεταξύ του ποσού που θα λάβουν, αποχωρώντας, ως "εφ' άπαξ αποζημίωση" από το Ταμείο Αυτασφαλείας Προσωπικού Ε.Τ.Ε και εκείνου που θα ελάμβαναν εάν δεν ίσχυε το προβλεπόμενο από τις σχετικές διατάξεις ανώτατο όριο (πλαφόν) "εφ' άπαξ αποζημίωσης". Το ποσό αυτό, που θα αντιστοιχεί στην παραπάνω διαφορά, θα καταβληθεί από την Τράπεζα ως άτοκο δάνειο, που θα καταστεί απαιτητό αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση που το προβλεπόμενο ανώτατο όριο "εφ' άπαξ αποζημίωσης" (πλαφόν) καταργηθεί ή δεν εφαρμοσθεί καθ' οιονδήποτε, είτε με διάταξη νόμου, είτε δια της νομολογίας, εφ' όσον κριθούν αντισυνταγματικές οι διατάξεις που το καθορίζουν, είτε με απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου Αυτασφαλείας Προσωπικού Ε.Τ.Ε. Στην περίπτωση που το εν λόγω δάνειο καταστεί απαιτητό, όπως παραπάνω, τότε θα εξοφληθεί μόνο για όσο τμήμα του είναι ισόποσο, από την συμπληρωματική "εφ' άπαξ αποζημίωση" που θα δικαιούται ο αποχωρήσας υπάλληλος να λάβει από το Ταμείο Αυτασφαλείας μετά την κατάργηση ή τη μη εφαρμογή του ανωτάτου ορίου. Οι εκ των υπαλλήλων δικαιούμενοι και επιθυμούντες να υπαχθούν στην εν λόγω ρύθμιση θα πρέπει να υποβάλουν σχετική δήλωση παραίτησης το αργότερο μέχρι 30 Δεκεμβρίου 1999, συμπληρώνοντας τα προβλεπόμενα, συμφωνούμενα και προσαρτώμενα στην παρούσα δύο έντυπα. Η Τράπεζα θα πρέπει να αποφασίσει περί της αποδοχής ή μη των υποβαλλομένων παραιτήσεων μέχρι και 10 Ιανουαρίου 2000, η δε σύμβαση εργασίας των υπαλλήλων των οποίων η παραίτηση θα γίνει αποδεκτή, θα λύεται την 2 Φεβρουαρίου 2000, οπότε και θα καταβληθεί το προβλεπόμενο παραπάνω χρηματικό ποσό. Ρητά συμφωνείται ότι οι αποχωρούντες κατ' εφαρμογή της παρούσας: δεν θα δικαιούνται, εκτός της προβλεπομένης στην παρ. 2 παροχή, καμία άλλη αποζημίωση από την Τράπεζα ως συνέπεια της αποχώρησης τους. Μεταξύ εκείνων που υπέβαλαν σχετική δήλωση για οικειοθελή αποχώρηση από την υπηρεσία τους ήσαν και οι ενάγοντες ήδη εκκαλούντες οι οποίοι συγκέντρωναν τις τυπικές προϋποθέσεις που καθορίζονταν στην ως άνω επιχειρησιακή σ.σ.ε. Η εφεσίβλητη αποδέχθηκε ρητώς τις δηλώσεις παραιτήσεως των εκκαλούντων και έτσι την 2.2.2000 έληξαν οι εργασιακές τους συμβάσεις, μετατραπείσες, σύμφωνα με όσα σχετικώς προεξετέθησαν, σε αορίστου χρόνου.
Συνεπώς, εφόσον συνέτρεχαν στο πρόσωπο των εκκαλούντων οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 (ήτοι: σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, δεκαπενταετής και πλέον υπηρεσία τους στην εφεσίβλητη και αποχώρηση από την υπηρεσία με την συγκατάθεση της) δικαιούντο αυτοί τα ποσά της αποζημιώσεως του Ν. 2112/1920.

Όπως όμως απεδείχθη, οι εκκαλούντες κατά την αποχώρηση τους, εισέπραξαν ο πρώτος Κ. Τ. εφάπαξ αποζημίωση 12.354.365 δραχμές και λόγω εξόδου κατ' εφαρμογή της Επιχειρησιακής ΣΣΕ ποσό δραχμών 6.769.209 δραχμές. Ο δεύτερος Σ. Μ. εφάπαξ αποζημίωση 3.236.819 και αποζημίωση εξόδου κατ' εφαρμογή της Επιχ. ΣΣΕ 4.571.848 δραχμές. Ο τρίτος Α. Τ. 15.884.183 δραχμές ως εφάπαξ αποζημίωση και 8.869.618 δραχμές ως αποζημίωση εξόδου. Ο τέταρτος Δ. Κ. 12.795.592 δραχμές ως εφάπαξ αποζημίωση και 5.465.818 δραχμές ως αποζημίωση λόγω εξόδου. Ο πέμπτος Γ. Κ. εφάπαξ αποζημίωση 12.795.592 δραχμές και ως αποζημίωση λόγω εξόδου 4.930.536 Ο έκτος Ι. Ρ. 15.001.729 δραχμές ως εφάπαξ αποζημίωση και 9.174.866 δραχμές λόγω εξόδου. Ο έβδομος Ε. Σ. 12.795.592 δραχμές ως εφάπαξ αποζημίωση και 5.968.626 δραχμές λόγω εξόδου κατ εφαρμογή της Επιχ.ΣΣΕ. Και ο όγδοος Ά. Δ. εφάπαξ αποζημίωση 12.354.365 δραχμές και 2.289.040 δραχμές. Τα ανωτέρω ποσά που έλαβαν οι εκκαλούντες, γεγονός που συνομολογούν αφού δεν αποκρούουν ρητά, κατ' εφαρμογή της άνω επιχειρησιακής σ.σ.ε, ως κίνητρο για την οικειοθελή αποχώρηση τους, υπερβαίνουν κατά πολύ την με την αγωγή αιτουμένη αποζημίωση. Και οι ανωτέρω παροχές συνιστούν καθεστώς αποζημιώσεως κατά πολύ ευνοϊκότερο από το αξιούμενο με την αγωγή, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 435/1976.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μαζί με την παραίτηση τους οι εκκαλούντες, υπέβαλαν στην εφεσίβλητη και δήλωση ότι δέχονται να υπαχθούν στην από 15-12-1999 επιχειρησιακή σσε, η οποία ήτο καταφανώς ευνοϊκότερη του άρθρου 8 άνω Ν. 3198/ 55, χωρίς, παραλλήλως, να διατηρήσουν και το δικαίωμα για την αποζημίωση του άρθρου αυτού, την οποία (αποζημίωση), δεν δικαιούνται να αξιώσουν αθροιστικώς". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο κατέληξε ότι η αγωγή των αναιρεσειόντων είναι κατ' ουσία αβάσιμη. Στη συνέχεια δε, απέρριψε την εκ μέρους των τελευταίων ασκηθείσα έφεση επικυρώνοντας τη πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε αποφανθεί ομοίως. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τις προδιαληφθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Τούτο διότι, εφόσον, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, οι αναιρεσείοντες συμφώνησαν να αποχωρήσουν με τους όρους της από 15-12-1999, έχουσας ισχύ νόμου, Επιχ. Σ.Σ.Ε, που περιέχει ευνοϊκότερους όρους αποζημίωσης από τους προβλεπόμενους στις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, δεν δικαιούνται, εφόσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, να λάβουν αθροιστικώς και την προβλεπόμενη από τις τελευταίες πιο πάνω διατάξεις αποζημίωση.

Εξάλλου, από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της μη συνδρομής των όρων για την απόληψη, εκ μέρους των αναιρεσειόντων, αθροιστικώς και της αποζημίωσης του άρθρου 8 του ν. 398/1955, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις, με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ πιο πάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων.

Κατά συνέπεια, οι συναφείς από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Τέλος η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των ηττηθέντων αναιρεσίβλητων (άρθρο 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-5-2010 αίτηση αναιρέσεως της υπ' αρ. 412/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2015.Πηγή: Taxheaven