ΣτΕ 1664/2015 Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και επιβολή προστίμων για διασπορά ανακριβών πληροφοριών στο ενημερωτικό δελτίο εταιρίας.

ΣτΕ 1664/2015 Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και επιβολή προστίμων για διασπορά ανακριβών πληροφοριών στο ενημερωτικό δελτίο εταιρίας.



Περίληψη
Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και επιβολή προστίμων για παράβαση των άρθρων 72 παρ. 2 του ν.  1969/1991 και 24 του Π.Δ. 348/1985.
Στην περίπτωση που οι πληροφορίες περιέχονται στο  ενημερωτικό δελτίο (ΕΔ) εταιρείας, η εν λόγω διάταξη (του άρθρου 72 παρ. 2 εδ. α΄) του ν.  1969/1991 εφαρμόζεται όχι μόνον όταν η εταιρεία εισέρχεται το πρώτον στο χρηματιστήριο, αλλά  και όταν εισηγμένη ήδη εταιρεία προβαίνει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, κρίσιμο δε  χρονικό σημείο για την ανακρίβεια της πληροφορίας είναι όχι το χρονικό σημείο σύνταξης του ΕΔ,  αλλά το χρονικό σημείο θέσης αυτού στη διάθεση του κοινού ή δημοσίευσής του στον τύπο,  δηλαδή μετά την έγκρισή του από την Ε.Κ., σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα άρθρα 4 και 21 του  π.δ. 348/1985, αφού από τα παραπάνω χρονικά σημεία οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να  επηρεάσουν τη διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεων του κοινού (ΣτΕ 954, 2800/2013 κ.α.).

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. έκρινε ότι οι εκτιμήσεις της αιτούσας εταιρείας ως προς τις  προοπτικές των αποτελεσμάτων χρήσης 2000, οι οποίες περιέχονταν στο ενημερωτικό δελτίο που  είχε κατατεθεί προς έγκριση στο Χ.Α.Α. στις 13.12.2000 ενόψει αυξήσεως του μετοχικού της  κεφαλαίου, είχαν καταστεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης του εν λόγω δελτίου, ανακριβείς,  δεδομένου ότι οι πραγματικές προϋποθέσεις, στις οποίες είχαν βασισθεί οι εκτιμήσεις αυτές, είχαν ήδη, κατά τον χρόνο δημοσίευσης του δελτίου, οριστικά ματαιωθεί.
Η επιχείρηση υπέπεσε στο αδίκημα της  παράβασης της διασποράς ανακριβών πληροφοριών, διότι το ΕΔ, στο οποίο περιέχονται  συγκεντρωμένες όλες οι απαιτούμενες από το νόμο πληροφορίες (ώστε, σύμφωνα με το π.δ.  348/1985, οι ενδιαφερόμενοι να δύνανται να εκτιμούν την περιουσία, τα αποτελέσματα και τις  προοπτικές του εκδότη), αποτελεί τον μόνο προβλεπόμενο, κατά τις ισχύουσες διατάξεις της  νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς, τρόπο πλήρους ενημερώσεως του επενδυτικού κοινού, με  αποτέλεσμα η δημοσίευση Ε.Δ., στο οποίο περιλαμβάνονται ανακριβή στοιχεία, να συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση, την πρόκληση κινδύνου  παραπλανήσεως του επενδυτικού κοινού και να συνιστά διάδοση ανακριβών ή παραπλανητικών  πληροφοριών, κατά την έννοια του άρθρου 72 παρ. 2 του ν. 1969/1991 (πρβ. ΣτΕ 954/2013).



ΣτΕ   1664/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2015, με την εξής σύνθεση: E. Σαρπ,  Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα,  Αικ. Χριστοφορίδου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Χρ. Μπολόφη, Πάρεδροι.  Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.

 Για να δικάσει την από 27ης Ιανουαρίου 2003 αίτηση:

 της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ............... και τον διακριτικό τίτλο .............., που  εδρεύει στον Δήμο Αχαρνών Αττικής ...................... η οποία παρέστη με τους δικηγόρους α) Φωτεινή  Λαδά (Α.Μ. 18053) και β) Αντώνιο Αλεξανδρή (Α.Μ. 18835), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,

 κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ»,  που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Ευάγγελο Νισυραίο (Α.Μ. 7546), που  τον διόρισε με απόφαση της Εκτελεστικής του Επιτροπής.

 Στη δίκη παρέστη ο Υπουργός Οικονομικών με την Νικολέτα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού  Συμβουλίου του Κράτους.

 Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 10/247/27.6.2002  απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου.

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους της αιτούσας εταιρείας, οι οποίοι ανέπτυξαν  και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τον  πληρεξούσιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν  την απόρριψή της.

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

 κ α ι

 Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

 Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (έντυπα  παραβόλου 654768, 696734/2003).

 2. Επειδή, ζητείται η ακύρωση της απόφασης 10/247/27.6.2002 του Διοικητικού Συμβουλίου  (Δ.Σ.) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Ε.Κ.), με την οποία επεβλήθησαν στην αιτούσα εταιρεία δύο  πρόστιμα, ύψους 60.000 ευρώ, για παράβαση του άρθρου 72 παρ. 2 του ν. 1969/1991, και  30.000 ευρώ, για παράβαση του άρθρου 24 του π.δ. 348/1985.

 3. Επειδή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παρέστη Πάρεδρος του Νομικού  Συμβουλίου του Κράτους, η οποία δήλωσε ότι εκπροσωπεί τον Υπουργό Οικονομικών, αλλά ότι  δεν ασκεί παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με το άρθρο 21  παρ. 2 περ. β εδ. τελευταίο του π.δ. 18/1989 (ΣτΕ 1517/2014, ΣτΕ 2609/2009 κ.α.). Δεδομένου, όμως,  ότι στην κρινόμενη υπόθεση νομιμοποιείται παθητικώς μόνον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πράξη  οργάνου της οποίας προσβάλλεται, απαραδέκτως παρέστη ως κύριος διάδικος το Δημόσιο και  πρέπει να αποβληθεί από τη δίκη.

 4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα εταιρεία, η οποία είναι  εισηγμένη στην παράλληλη αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), προέβη, κατά το  χρονικό διάστημα από 20.2.2001 έως 20.3.2001, σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Προς  τούτο υπέβαλε, με το από 4.12.2000 έγγραφο (Α.Π. 60252/13.12.2000), αίτηση προς το Δ.Σ. του  Χ.Α.Α. για την έγκριση της αύξησης αυτής, καθώς και του σχετικού ενημερωτικού δελτίου. Το Δ.Σ.  του Χ.Α.Α. ενέκρινε, με απόφασή του της 8.2.2001, την αύξηση και το ενημερωτικό δελτίο. Η  Διεύθυνση Εποπτείας και Ελέγχου της Ε.Κ. διενήργησε έλεγχο στις προβλέψεις που είχαν παρατεθεί  στο εν λόγω δελτίο και διεπίστωσε σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των εκτιμώμενων στοιχείων της  κατάστασης αποτελεσμάτων που είχαν περιληφθεί σε αυτό και των στοιχείων της κατάστασης  αποτελεσμάτων που περιελήφθησαν στις δημοσιευθείσες την 28.2.2001 στον τύπο συνοπτικές  ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της χρήσης 1.1. - 31.12.2000. Οι αποκλίσεις αυτές  επιβεβαιώθηκαν και από τα οριστικά στοιχεία των αποτελεσμάτων χρήσης 2000 που  δημοσιεύθηκαν στις 12.5.2001. Κληθείσα προς παροχή διευκρινίσεων, η αιτούσα ισχυρίσθηκε ότι οι  εν λόγω αποκλίσεις οφείλονται στη μη έγκαιρη παράδοση προς αυτήν των συσκευών «PLAY  STATION 2» από την εταιρεία ......................., για τις οποίες όμως είχε δεχθεί μεγάλες προπαραγγελίες,  καθώς και στη διενέργεια εσωτερικού ελέγχου στο υποκατάστημά της στη Θεσσαλονίκη για μη  έγκαιρη κωδικοποίηση εμπορευμάτων (αποθεμάτων), που είχαν αγορασθεί από την εταιρεία  ...............................επισύναψε δε αντίγραφο των πρακτικών της από 9.2.2001 συνεδρίασης του Δ.Σ.  της, κατά την οποία ο Διευθύνων Σύμβουλος ενημέρωσε τα μέλη του Δ.Σ. ότι, εξαιτίας των  γεγονότων αυτών, καθίσταται πιθανή μείωση των κερδών προ φόρων κατά 50% περίπου σε  σχέση με τα προϋπολογισθέντα στο ενημερωτικό δελτίο. Ο ανωτέρω Διευθύνων Σύμβουλος,  καθώς και ο πρόεδρος του Δ.Σ. προσδιορίζονται ονομαστικά, στη σελίδα 10 του εν λόγω δελτίου,  ως τα όργανα εκείνα της εταιρείας, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη σύνταξη και την ακρίβεια των  στοιχείων που περιέχονται σε αυτό. Στο ίδιο πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρείας αναφέρεται επίσης ότι  αποφασίσθηκε να σταλεί σχετική επιστολή σε όσο το δυνατόν περισσότερους μετόχους της  εταιρείας, καθώς και στον Πανελλήνιο Σύλλογο Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΠΑ.Σ.Ε.Χ.Α.).  Ενόψει αυτών, η Ε.Κ. θεώρησε ότι η εταιρεία έχει ενδεχομένως παραβεί τις διατάξεις των άρθρων  72 του ν. 1969/1991 και 24 του π.δ. 348/1985 και την κάλεσε να διατυπώσει τις απόψεις της. Η  αιτούσα, αφού επανέλαβε τα προαναφερθέντα, περί της μη έγκαιρης παραδόσεως των συσκευών  «PLAY STATION 2», ανέφερε επιπλέον ότι, ευρισκόμενη για πρώτη φορά ενώπιον τέτοιου  προβλήματος, δεν έλαβε από τους οικονομοτεχνικούς της συμβούλους την απαιτούμενη  πληροφόρηση και κάλυψη και δεν προέβη στη διαδικασία την οποία προβλέπει το γράμμα του  νόμου, αλλά αρκέσθηκε στην ενημέρωση που εσφαλμένως της υπεδείχθη ως σύννομη, δηλαδή,  στη δημοσίευση, στις 28.2.2001, της συνοπτικής λογιστικής κατάστασης της χρήσης 2000, στις  εφημερίδες ........ ...... , και στην έγγραφη ενημέρωση, αφενός, του ΠΑ.Σ.Ε.Χ.Α., του οποίου μέλη  είναι μέτοχοι της εταιρείας, και, αφετέρου, αριθμού μετόχων που κάλυπτε τη συντριπτική  πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου. Στην ίδια επιστολή η αιτούσα ανέφερε ότι η πρώτη  κατάθεση για την κάλυψη της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου έγινε στις 2.3.2001, μετά τη  δημοσίευση των αποτελεσμάτων δια του τύπου, η δε αύξηση καλύφθηκε ολοκληρωτικά χωρίς να  διατυπωθούν διαμαρτυρίες εκ μέρους μετόχων ή επενδυτών. Ακολούθησε η έκδοση της  προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία η Ε.Κ. δέχθηκε τα εξής: α. ότι το επίμαχο ενημερωτικό  δελτίο, που αποτελεί πηγή πληροφόρησης για κάθε ενδιαφερόμενο επενδυτή και όχι μόνο για τους  μετόχους της εταιρείας, περιείχε ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες, αναφερόμενες στα  στοιχεία της κατάστασης αποτελεσμάτων και ιδιαίτερα στα καθαρά αποτελέσματα σε ενοποιημένη  και μη βάση, β. ότι οι επιπτώσεις της μη έγκαιρης παράδοσης στην αιτούσα των συσκευών «PLAY  STATION 2» και η διενέργεια εσωτερικού ελέγχου στο υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης οδήγησαν  σε υστέρηση των κερδών της εταιρείας σε σχέση με τα αρχικώς εκτιμηθέντα, με αποτέλεσμα οι  προβλέψεις για τα κέρδη προ φόρων σε μη ενοποιημένη βάση (336 εκ. δρχ.) και για τα κέρδη προ  φόρων μετά τα δικαιώματα της μειοψηφίας σε ενοποιημένη βάση (294,8 εκ. δρχ.) να μην  ανταποκρίνονται πλέον στα νέα δεδομένα, γ. ότι, όπως προκύπτει από τις συνοπτικές οικονομικές  καταστάσεις της 31.12.2000, που δημοσιεύθηκαν στις 28.2.2001, τα κέρδη διαμορφώθηκαν σε  153,5 εκ. δρχ. (απόκλιση -54,3%) και σε 189,8 εκ. δρχ. (απόκλιση -35,6%), αντίστοιχα, το γεγονός  δε αυτό επιβεβαιώνεται και από τα οριστικά στοιχεία αποτελεσμάτων της χρήσης 2000 που  δημοσιεύθηκαν στις 12.5.2001, τα οποία διαμορφώθηκαν για τα κέρδη προ φόρων σε μη  ενοποιημένη βάση σε 155,2 εκ. δρχ. (απόκλιση - 53,8%) και για τα κέρδη προ φόρων μετά τα  δικαιώματα της μειοψηφίας σε ενοποιημένη βάση σε 187,2 εκ. δρχ. (απόκλιση -41,6%), δ. ότι οι  πληροφορίες αυτές αποτελούν σημαντικές παραμέτρους για την αξιολόγηση της μετοχής της  εταιρείας και συνεπώς ήταν, από τη φύση τους, ικανές να επηρεάσουν τις αποφάσεις του  επενδυτικού κοινού για την αγορά ή πώληση των μετοχών της εταιρείας, κατ’ αυτό δε τον τρόπο  να επηρεάσουν την τιμή και την εμπορευσιμότητά τους, ε. ότι η αιτούσα, κατά τη δημοσίευση του  ενημερωτικού δελτίου, γνώριζε ήδη ότι τα εκτιμώμενα αποτελέσματα χρήσης 2000 παρουσίαζαν  σημαντικές αποκλίσεις από τα τελικώς πραγματοποιηθέντα, αφού η καθυστέρηση στην παράδοση  σημαντικής αξίας εμπορευμάτων, καθώς και τα προβλήματα που οδήγησαν στη διενέργεια  εσωτερικού ελέγχου στο υποκατάστημα Θεσσαλονίκης, προκάλεσαν σημαντική απόκλιση στην  κερδοφορία της σε σχέση με τις εκτιμήσεις, στ. ότι η δημοσίευση από την εταιρεία των  προσωρινών οικονομικών καταστάσεων και η ενημέρωση των επενδυτών, μέσω του ΠΑ.Σ.Ε.Χ.Α.,  και μετόχων της δεν πληροί τους όρους του νόμου, ο οποίος, στο άρθρο 24 του π.δ. 348/1985,  προβλέπει, σε περίπτωση νέων σημαντικών γεγονότων που είναι ικανά να επηρεάσουν την  εκτίμηση των κινητών αξιών, τη δημοσίευση συμπληρώματος του ενημερωτικού δελτίου και ζ.  ότι, συνεπώς, η εταιρεία δεν προέβη, ως όφειλε, σε διόρθωση των εκτιμώμενων αυτών  αποτελεσμάτων, με αποτέλεσμα στο ενημερωτικό δελτίο να δημοσιευθούν ανακριβείς και  παραπλανητικές πληροφορίες ως προς τα αποτελέσματα της εταιρικής χρήσης 2000. Ενόψει  αυτών, η Ε.Κ. θεώρησε ότι το επίμαχο ενημερωτικό δελτίο περιείχε ανακριβείς και παραπλανητικές  πληροφορίες που ήταν, από τη φύση τους, ικανές να επηρεάσουν τη τιμή ή τις συναλλαγές επί των  κινητών αξιών της αιτούσας εταιρείας και ότι η αιτούσα, μετά τη δημοσίευση του ενημερωτικού  δελτίου, και παρά τις ανακριβείς πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτό, δεν προέβη, μέχρι την  έναρξη της διαπραγμάτευσης των νέων μετοχών, σε δημοσίευση συμπληρωματικού ενημερωτικού  δελτίου και της επέβαλε, σύμφωνα με τα άρθρα 72 παρ. 2 του ν. 1969/1991 και 24 του π.δ.  348/1985, τα επίδικα πρόστιμα, κατά την επιμέτρηση των οποίων συνεκτιμήθηκε, υπέρ αυτής, το  γεγονός ότι στις 28.2.2001 δημοσίευσε την προσωρινή λογιστική κατάσταση της χρήσης 2000.

 5. Επειδή, η πρώτη συζήτηση της υπόθεσης απέληξε στην έκδοση της απόφασης 2634/2005 του  Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση αυτή απερρίφθη οριστικώς ο  λόγος περί μη νόμιμης σύνθεσης του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (βλ. σκ. 4 της απόφασης  2634/2005), κρίθηκε, ομοίως οριστικώς, ότι η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται νομίμως και  επαρκώς αιτιολογημένη, κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκε το πρόστιμο ύψους 30.000  ευρώ, λόγω παράβασης του άρθρου 24 του π.δ. 348/1985, και απερρίφθησαν οι περί του  αντιθέτου λόγοι, καθώς και οι λόγοι που έπλησσαν τη νομιμότητα της επιμέτρησης του εν λόγω  προστίμου (σκ. 9 - 10 της ίδιας απόφασης). Κατά το μέρος, όμως, που προσβαλλόταν το κεφάλαιο  της πράξης περί επιβολής προστίμου 60.000 ευρώ, για παράβαση του άρθρου 72 παρ. 2 του ν.  1969/1991, το Τμήμα ανέβαλε την περαιτέρω οριστική κρίση της υπόθεσης έως ότου το  Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που  αφορούσε τη συμβατότητα προς το άρθρο 21 της οδηγίας 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, «Σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών και τις πληροφορίες  επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται» (L 184 - βλ. κατωτέρω, σκ. 7), εθνικής  ρύθμισης με την οποία προβλέπεται, για την περίπτωση που τα αναγραφόμενα σε ενημερωτικό  δελτίο στοιχεία αποδειχθούν ανακριβή ή παραπλανητικά, η επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε  βάρος όχι μόνο των προσώπων που ρητά αναφέρονται στο δελτίο αυτό ως υπεύθυνα, αλλά και  του εκδότη των υπό εισαγωγή στο χρηματιστήριο κινητών αξιών, καθώς και, αδιακρίτως, των  μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου, αδιαφόρως αν αυτά έχουν ορισθεί ως υπεύθυνα υπό την  ανωτέρω έννοια.

 6. Επειδή, στη συνέχεια, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της  5.7.2007 (βλ. κατωτέρω, σκ. 8), η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δ΄ Τμήματος του  Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη δικάσιμο της 12ης Απριλίου 2011, χωρίς, όμως, να  ολοκληρωθεί η διάσκεψη επ΄ αυτής μέχρι την αποχώρηση από την υπηρεσία ενός Συμβούλου της  Επικρατείας που είχε λάβει μέρος στη σύνθεση του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης  στο ακροατήριο. Ενόψει αυτού, με την από 20.10.2014 πράξη του Προέδρου του Δ΄ Τμήματος  του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσα κατ΄ επίκληση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 11 παρ. 8  του ν. 2145/1993, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2207/1994 (Α΄ 65) [που  ορίζει ότι «Σε περίπτωση … παραίτησης ή εξόδου από την υπηρεσία κατά οποιονδήποτε τρόπο  δικαστικού λειτουργού που είχε μετάσχει σε σύνθεση δικαστηρίου, η συζήτηση της υπόθεσης δεν  ματαιώνεται αν η διάσκεψη είχε ολοκληρωθεί και η δημοσίευση της απόφασης μπορεί να γίνει μετά  την αποχώρησή του»], ορίσθηκε νέα δικάσιμος της υπόθεσης και εισηγητής. Υπό τα δεδομένα  αυτά, νομίμως η υπόθεση συζητείται κατά την παρούσα δικάσιμο.

 7. Επειδή, στο άρθρο 72 παρ. 2 του ν. 1969/1991 (Α΄ 167), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 96  παρ. 1 του ν. 2533/1997 (Α΄ 228), ορίζονται τα εξής: «Πρόστιμο μέχρι πεντακοσίων  εκατομμυρίων (500.000.000) δρχ. επιβάλλεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε φυσικά ή  νομικά πρόσωπα που δημοσιεύουν ή διαδίδουν με οποιονδήποτε τρόπο ανακριβείς ή  παραπλανητικές πληροφορίες ως προς κινητές αξίες εισαγόμενες ή εισηγμένες σε οργανωμένη  χρηματιστηριακή αγορά, οι οποίες ως εκ της φύσης τους μπορούν να επηρεάσουν την τιμή ή τις  συναλλαγές των αξιών αυτών (εδ. α). ... Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και κατά των μελών του Δ.Σ.  εταιριών που αιτούνται την εισαγωγή των μετοχών τους σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο, όταν  οι ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο που απαιτείται  για την ανωτέρω εισαγωγή ή δημοσιεύονται ή διασπείρονται καθ` οιονδήποτε τρόπο (εδ. γ)».  Εξάλλου, με την οδηγία 80/390/ΕΟΚ του Συμβουλίου (L. 100) θεσπίσθηκαν διατάξεις σχετικά με  τον συντονισμό «των όρων καταρτίσεως, ελέγχου και διαδόσεως του ενημερωτικού δελτίου που  πρέπει να δημοσιεύεται για την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών». Η οδηγία δε  αυτή, η οποία, εν συνεχεία, κωδικοποιήθηκε, μαζί με άλλες σχετικές οδηγίες του Συμβουλίου, σε  ενιαίο κείμενο, με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του  Συμβουλίου «Σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών  που πρέπει να δημοσιεύονται» (ΕΕ L 184), μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το π.δ.  348/1985 (Α΄ 125). Στο άρθρο 2 παρ. 1 του ως άνω π.δ. ορίζεται ότι «Το παρόν Διάταγμα αφορά  τις κινητές αξίες για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση εισαγωγής στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών»,  στο άρθρο 4 παρ. 1, όπως η παρ. αυτή αριθμήθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2324/1995 (Α’ 146), ότι  «Η δημοσίευση του «ενημερωτικού δελτίου» (PROSPECTUS) αποτελεί προϋπόθεση εισαγωγής  κινητών αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, κατόπιν εγκρίσεώς του από τη Διοικούσα  Επιτροπή του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών», στο άρθρο 5 ότι «1. Το ενημερωτικό δελτίο  περιέχει τα στοιχεία τα οποία, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εκδότου και των κινητών αξιών  των οποίων ζητείται η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο είναι απαραίτητα, ώστε όσοι προβαίνουν σε  επενδύσεις και οι σύμβουλοί τους επί των επενδύσεων να δύνανται να εκτιμούν την περιουσία, τη  χρηματοοικονομική κατάσταση, τα αποτελέσματα και τις προοπτικές του εκδότου, όπως και τα  δικαιώματα που είναι ενσωματωμένα σ` αυτές τις κινητές αξίες. 2. Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται  στην παράγραφο 1 θα βαρύνουν τους υπεύθυνους για το ενημερωτικό δελτίο, οι οποίοι  αναφέρονται στο σημείο 1.1. των παραρτημάτων Α και Β», στο άρθρο 6 παρ. 1 ότι «… το  ενημερωτικό δελτίο περιέχει κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται όσο το δυνατόν η ανάλυση και η  κατανόηση, τα στοιχεία τουλάχιστον τα οποία προβλέπονται από τα παραρτήματα Α, Β και Γ,  ανάλογα με το αν πρόκειται αντίστοιχα για μετοχές, ομολογίες ή τίτλους παραστατικούς μετοχών»,  στο άρθρο 21 παρ. 1 ότι «Το ενημερωτικό δελτίο πρέπει να δημοσιεύεται: - είτε διά καταχωρίσεως  σε ... εφημερίδα ... - είτε με τη μορφή εντύπου που τίθεται στη διάθεση του κοινού δωρεάν στο  Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ...», στο άρθρο 24 ότι «Κάθε νέο σημαντικό γεγονός που δύναται να  επηρεάσει την εκτίμηση των κινητών αξιών και που επέρχεται από τη στιγμή που καθορίζεται το  περιεχόμενο του δελτίου και μέχρι να αρχίσει η επίσημη διαπραγμάτευση τιμών στο Χρηματιστήριο,  πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συμπληρώματος του δελτίου, να ελεγχθεί με τον ίδιο τρόπο και  να δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος» και στο άρθρο  26 ότι «Στο παρόν προσαρτώνται τρία παραρτήματα (Α, Β και Γ) τα οποία αποτελούν  αναπόσπαστο μέρος και έχουν ως εξής: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΤΟΧΩΝ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Πληροφορίες  σχετικά με τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για το ενημερωτικό δελτίο και τον έλεγχο των  λογαριασμών. 1.1. Ονομα και ιδιότητα των φυσικών προσώπων ή επωνυμία και έδρα των νομικών  προσώπων που είναι υπεύθυνα για το δελτίο ή ενδεχομένως για ορισμένα τμήματά του και, στην  περίπτωση αυτή, αναφορά των τμημάτων αυτών. 1.2. ... Κεφάλαιο 7. Πληροφορίες σχετικές με την  πρόσφατη εξέλιξη και τις προοπτικές του εκδότου. 7.1. Γενικά στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη των  υποθέσεων του εκδότου από το κλείσιμο της χρήσεως, στην οποία αναφέρονται οι τελευταίοι  δημοσιευμένοι ετήσιοι λογαριασμοί … 7.2. Στοιχεία σχετικά με τις προοπτικές του εκδότου  τουλάχιστον για την τρέχουσα χρήση».

 8. Επειδή, με την απόφαση της 5.7.2007 (υπόθεση C- 430/2005), που εκδόθηκε επί του  προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την προαναφερθείσα  2634/2005 απόφασή του, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε τα εξής (βλ. σκ. 44 -  56 της απόφασης): «Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι από την πέμπτη, ενδέκατη και  τριακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/34 προκύπτει ότι σκοπός της είναι μεταξύ  άλλων να εξασφαλίσει κατάλληλη ενημέρωση των επενδυτών στον τομέα των κινητών αξιών,  προκειμένου να βελτιώσει την προστασία τους, να ενισχύσει την εμπιστοσύνη τους στις αγορές  αυτών των αξιών και να εξασφαλίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την καλή λειτουργία τους, χωρίς  ωστόσο να είναι αναγκαία η πλήρης εναρμόνιση των εθνικών ρυθμίσεων. Επομένως, … η οδηγία  2001/34 δεν αποβλέπει σε υψηλό βαθμό εναρμονίσεως των εθνικών ρυθμίσεων στον οικείο τομέα.  Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θέτουν πρόσθετους ή αυστηρότερους όρους για  την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών, υπό την προϋπόθεση ότι το θεσπιζόμενο  σύστημα είναι σύμφωνο με τους στόχους της εν λόγω οδηγίας. Συνεπώς, ο εθνικός νομοθέτης  μπορεί να προβλέψει σύστημα απόδοσης ευθύνης για τα πρόσωπα που αναφέρονται ρητώς στο  ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται για την εισαγωγή αξιών, καθώς και για άλλες κατηγορίες  προσώπων, ακόμη και στην περίπτωση που τα τελευταία δεν μνημονεύονται ρητώς στο δελτίο  αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω σύστημα είναι σύμφωνο προς τους στόχους της  οδηγίας 2001/34. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας  αυτής προβλέπει ότι το ενημερωτικό δελτίο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία τα οποία είναι  απαραίτητα ώστε όσοι προβαίνουν σε επενδύσεις να δύνανται να εκτιμούν την περιουσία, τη  χρηματοοικονομική κατάσταση, τα αποτελέσματα και τις προοπτικές του εκδότη, όπως και τα  δικαιώματα που είναι ενσωματωμένα σ’ αυτές τις κινητές αξίες. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου  διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η υποχρέωση αυτή θα βαρύνει τα  πρόσωπα που μνημονεύονται στο σημείο 1.1 των σχεδίων A και B του παραρτήματος I της εν  λόγω οδηγίας. Τα εν λόγω σχέδια προβλέπουν μόνον τη μνεία των φυσικών ή νομικών προσώπων  που έχουν την ευθύνη για το ενημερωτικό δελτίο ή για τμήμα αυτού. Λαμβανομένου υπόψη του  σκοπού της οδηγίας 2001/34 που συνίσταται στο να εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, η κατάλληλη  ενημέρωση των επενδυτών, ο προσδιορισμός των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τα  πληροφοριακά στοιχεία του ενημερωτικού δελτίου τα οποία είναι αναγκαία για τους επενδυτές,  όπως αυτός προβλέπεται από το άρθρο 21 σε συνδυασμό με τα σχέδια A και B του παραρτήματος  I της οδηγίας αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί εξαντλητικός, υπό την έννοια ότι η ευθύνη ως προς  την ακρίβεια των πληροφοριακών στοιχείων που περιέχονται στο δελτίο αυτό δεν μπορεί να  βαρύνει μόνον τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που μνημονεύονται σ’ αυτό, χωρίς να λαμβάνεται  υπόψη η οικονομική και οργανωτική πραγματικότητα της εκδόσεως. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να  αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην αναφέρεται στο ενημερωτικό δελτίο, που δημοσιεύεται για την  εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών, η ταυτότητα ορισμένων φυσικών ή νομικών  προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις εργασίες διαχείρισης του εκδότη ή είναι ικανά να  προσκομίσουν και να αξιολογήσουν τα στοιχεία που αφορούν την περιουσία, την οικονομική  κατάσταση, τα αποτελέσματα και τις προοπτικές του εκδότη αυτού, καθώς και να καθορίσουν τα  δικαιώματα που συνδέονται με τις αξίες αυτές. Συνεπώς, δεν μπορεί να παρακωλυθεί η βούληση  των αρμόδιων εθνικών αρχών να προβλέψουν την ευθύνη των προσώπων αυτών για τα ανακριβή  ή παραπλανητικά στοιχεία που περιέχονται στο εν λόγω δελτίο. Πρέπει να προστεθεί ότι η οδηγία  2001/34 δεν προβλέπει ρητώς σύστημα κυρώσεων για τα πρόσωπα που φέρουν την ευθύνη για το  ενημερωτικό δελτίο. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν διοικητικές  κυρώσεις κατά των εκδοτών και των λοιπών υπευθύνων για το ενημερωτικό δελτίο επιβλήθηκε  μόλις με το άρθρο 25 της οδηγίας 2003/71, η οποία είναι μεταγενέστερη των πραγματικών  περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης και, κατά συνέπεια, δεν ισχύει εν προκειμένω. Υπό  τις συνθήκες αυτές, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι, ελλείψει εναρμονίσεως της κοινοτικής  νομοθεσίας στον τομέα των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση μη τηρήσεως των  προϋποθέσεων που προβλέπει σύστημα το οποίο έχει θεσπιστεί με τη νομοθεσία αυτή, τα κράτη  μέλη είναι αρμόδια να επιλέγουν τις κυρώσεις που θεωρούν κατάλληλες. Οφείλουν πάντως να  ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο και τις γενικές αρχές του και, κατά  συνέπεια, την αρχή της αναλογικότητας (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης  Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψη 23, της 16ης  Δεκεμβρίου 1992, C-210/91, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1992, σ. I-6735, σκέψη 19, και της  26ης Οκτωβρίου 1995, C-36/94, Siesse, Συλλογή 1995, σ. I-3573, σκέψη 21). Ιδίως, οι διοικητικές  ή ποινικές κυρώσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του αυστηρώς αναγκαίου για την επίτευξη  των επιδιωκομένων σκοπών και μια κύρωση δεν πρέπει να είναι τόσο δυσανάλογη προς τη  σοβαρότητα της παραβάσεως ώστε να συνιστά περιορισμό των ελευθεριών τις οποίες καθιερώνει η  Συνθήκη ΕΚ (προπαρατεθείσα απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, Επιτροπή κατά Ελλάδας,  σκέψη 20). Εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των  προεκτεθέντων, αν οι κυρώσεις που προβλέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία συνάδουν προς την  αρχή της αναλογικότητας. Οσον αφορά την υποχρέωση που απορρέει από την οδηγία 2001/34 για  την παροχή κατάλληλων και αληθών πληροφοριακών στοιχείων προς τους επενδυτές, επιβάλλεται  η διαπίστωση ότι ένα σύστημα αστικών, ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων που καθιερώνεται σε  εθνικό επίπεδο κατά προσώπων που αναφέρονται ρητώς στο ενημερωτικό δελτίο, του εκδότη  καθώς και των μελών του διοικητικού του συμβουλίου, ανεξαρτήτως του αν τα τελευταία έχουν  οριστεί ως υπεύθυνα στο ενημερωτικό δελτίο, δεν έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό της εν λόγω  οδηγίας, εφόσον είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η οποία συνίσταται στην  παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών στοιχείων με το εν λόγω δελτίο. Κατόπιν του συνόλου των  προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 της  οδηγίας 2001/34 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει στον εθνικό νομοθέτη  να επιβάλει, σε περιπτώσεις στις οποίες τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στο  ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται για την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών  αποδεικνύονται ανακριβή ή παραπλανητικά, διοικητικές κυρώσεις όχι μόνο στα πρόσωπα που  μνημονεύονται ρητώς ως υπεύθυνα στο εν λόγω ενημερωτικό δελτίο, αλλά και στον εκδότη των  εν λόγω αξιών και, αδιακρίτως, στα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου, ανεξαρτήτως του αν  αυτά έχουν οριστεί ως υπεύθυνα με το εν λόγω δελτίο».

 9. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 72 παρ. 2 του ν. 1969/91, η θεσπιζόμενη διοικητική  κύρωση αποσκοπεί στην αποτροπή δημοσίευσης ή διάδοσης ανακριβών ή παραπλανητικών  πληροφοριών οι οποίες είναι ικανές, ως εκ της φύσεώς τους, να επηρεάσουν την τιμή ή τις  συναλλαγές επί κινητών αξιών που εισάγονται ή έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη χρηματιστηριακή  αγορά, χωρίς να απαιτείται να αποδεικνύεται ότι επηρεάσθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι  συναλλαγές, ότι επήλθε ζημία σε συγκεκριμένα πρόσωπα, μετόχους ή μη της εταιρείας, οι οποίοι να  υπέβαλαν καταγγελία ή διαμαρτυρίες, ή ότι υπήρξε πρόθεση διάδοσης ανακριβούς πληροφορίας. Οι  πληροφορίες αυτές δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται αποκλειστικά σε κινητές αξίες, αλλά  μπορεί να αφορούν και τον εκδότη αυτών, αφού ανακριβής πληροφόρηση ως προς τον εκδότη  είναι ικανή να επηρεάσει, ομοίως, την τιμή ή την εμπορευσιμότητα των κινητών αξιών του. Και ναι  μεν δεν αποτελούν «πληροφορίες» εκτιμήσεις που αφορούν προοπτικές του εκδότη των κινητών  αξιών και στηρίζονται σε μελλοντικά γεγονότα ή εξελίξεις, η επέλευση των οποίων πιθανολογείται,  ενόψει των ειδικών κάθε φορά συνθηκών, και οι εκτιμήσεις, όμως, αυτές μπορεί να προσλάβουν  χαρακτήρα ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, όταν δημοσιεύονται ή διαδίδονται σε  χρονικό σημείο μεταγενέστερο των γεγονότων ή εξελίξεων, στην επέλευση των οποίων  στηρίζονται, και τα οποία έχουν, κατά το χρόνο της δημοσίευσης ή διάδοσης, ματαιωθεί οριστικά.  

Εξάλλου, προς δημοσίευση ή διάδοση ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών εξομοιώνεται  και η παράλειψη του υποχρέου να εμποδίσει την αρχική ή την περαιτέρω δημοσίευση ή διάδοση,  εφόσον έχει προκληθεί με δική του ενέργεια, των μη ανταποκρινόμενων πλέον στην  πραγματικότητα εκτιμήσεων. Ειδικώς στην περίπτωση που οι πληροφορίες περιέχονται στο  ενημερωτικό δελτίο (ΕΔ) εταιρείας, η εν λόγω διάταξη (του άρθρου 72 παρ. 2 εδ. α΄) του ν.  1969/1991 εφαρμόζεται όχι μόνον όταν η εταιρεία εισέρχεται το πρώτον στο χρηματιστήριο, αλλά  και όταν εισηγμένη ήδη εταιρεία προβαίνει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, κρίσιμο δε  χρονικό σημείο για την ανακρίβεια της πληροφορίας είναι όχι το χρονικό σημείο σύνταξης του ΕΔ,  αλλά το χρονικό σημείο θέσης αυτού στη διάθεση του κοινού ή δημοσίευσής του στον τύπο,  δηλαδή μετά την έγκρισή του από την Ε.Κ., σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα άρθρα 4 και 21 του  π.δ. 348/1985, αφού από τα παραπάνω χρονικά σημεία οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να  επηρεάσουν τη διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεων του κοινού (ΣτΕ 954/2013, ΣτΕ 2800/2013 κ.α.).  Τέλος, σύμφωνα με τα κριθέντα από το ΔΕΚ (βλ. ανωτέρω, σκ. 8), το άρθρο 21 της οδηγίας  2001/34 δεν απαγορεύει στον εθνικό νομοθέτη να επιβάλει, σε περίπτωση ανακρίβειας των  στοιχείων που περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο, διοικητικές κυρώσεις όχι μόνο στα πρόσωπα  που μνημονεύονται ρητώς ως υπεύθυνα στο εν λόγω ενημερωτικό δελτίο, αλλά και στον εκδότη  των εν λόγω αξιών, υπό την προϋπόθεση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας σε κάθε  συγκεκριμένη περίπτωση.

 10. Επειδή, εν προκειμένω, η Ε.Κ. έκρινε ότι οι εκτιμήσεις της αιτούσας εταιρείας ως προς τις  προοπτικές των αποτελεσμάτων χρήσης 2000, οι οποίες περιέχονταν στο ενημερωτικό δελτίο που  είχε κατατεθεί προς έγκριση στο Χ.Α.Α. στις 13.12.2000 ενόψει αυξήσεως του μετοχικού της  κεφαλαίου, είχαν καταστεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης του εν λόγω δελτίου, ανακριβείς,  δεδομένου ότι οι πραγματικές προϋποθέσεις, στις οποίες είχαν βασισθεί οι εκτιμήσεις αυτές, κυρίως  δε η πώληση από την αιτούσα των συσκευών «PLAY STATION 2» κατά το μήνα Δεκέμβριο 2000,  είχαν ήδη, κατά τον χρόνο δημοσίευσης του δελτίου, οριστικά ματαιωθεί, λόγω της μη έγκαιρης  παράδοσης των ανωτέρω συσκευών από την εταιρεία «...........». Είχε, εξάλλου, μεσολαβήσει και  ο εσωτερικός έλεγχος στο υποκατάστημα της εταιρείας, ο οποίος επίσης είχε προκαλέσει μείωση  των προεκτιμηθέντων κερδών της, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της από 9.2.2001  συνεδρίασης του Δ.Σ. αυτής. Οφειλε, επομένως, η εταιρεία, η οποία είχε ζητήσει την έγκριση και  κυκλοφορία του ενημερωτικού δελτίου, να μεριμνήσει ώστε να αποτρέψει τη δημοσίευση του ΕΔ  που περιείχε τις προαναφερθείσες πληροφορίες που είχαν καταστεί ανακριβείς, ενέργεια, όμως, στην  οποία δεν προέβη. Υπό τα δεδομένα αυτά, από τα οποία προκύπτει ότι οι περιεχόμενες στο  ενημερωτικό δελτίο εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα της χρήσης 2000, στηριζόμενες κυρίως στην  κυκλοφορία των συσκευών «PLAY STATION 2», είχαν διαψευσθεί ήδη κατά το χρόνο κυκλοφορίας  του εν λόγω δελτίου, το γεγονός δε αυτό ήταν σε γνώση των οργάνων της εταιρείας το αργότερο  από 9.2.2001, όταν ο Διευθύνων Σύμβουλος ενημέρωσε όλα τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας ότι,  εξαιτίας των γεγονότων αυτών, καθίσταται πιθανή μείωση των κερδών προ φόρων κατά 50%  περίπου σε σχέση με τα προϋπολογισθέντα στο ενημερωτικό δελτίο, νομίμως η Επιτροπή  Κεφαλαιαγοράς επέβαλε πρόστιμο στην αιτούσα κατ΄ επίκληση του άρθρου 72 παρ. 2 του ν.  1969/1991, λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς ισχυρισμούς της, τα δε περί αναιτιολογήτου  προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Υπό τα πραγματικά αυτά  δεδομένα της κρινόμενης υπόθεσης, δεν τίθεται, ως αβασίμως προβάλλεται, ζήτημα παράβασης της  αρχής της αναλογικότητας, σύμφωνα με τα κριθέντα από το ΔΕΚ στις σκ. 51 και 53-55 της  απόφασής του, λόγω επιβολής προστίμου εις βάρος της αιτούσας εταιρείας, ως εκδότριας των  τίτλων στους οποίους αφορούσε το ΕΔ, ο δε ειδικότερος λόγος, που αναπτύσσεται με υπόμνημα,  κατά τον οποίον παρίσταται δυσανάλογη η επιβολή περισσοτέρων προστίμων εις βάρος της  αιτούσας, των ορισθέντων ως υπευθύνων για την ακρίβεια του ΕΔ και όλων των μελών του Δ.Σ.  της, είναι ομοίως αβάσιμος. Και τούτο διότι η αιτούσα ευθύνεται αυτοτελώς για την παράβαση του  άρθρου 72 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 1969/1991, στερείται δε εννόμου συμφέροντος να πλήξει τη  νομιμότητα επιβολής προστίμων εις βάρος άλλων προσώπων. Εξάλλου, το γεγονός ότι η αιτούσα  προέβη σε ενημέρωση των ενδιαφερομένων με άλλο τρόπο (δημοσιεύσεις των λογιστικών  καταστάσεων στον τύπο στις 28.2.2001, ενημέρωση ΠΑ.Σ.Ε.Χ.Α. και των μετόχων των οποίων οι  διευθύνσεις ήταν γνωστές στην εταιρεία), κατά τρόπον ώστε να έχει ουσιαστικώς ενημερωθεί,  όπως ισχυρίζεται η ίδια, «μεγάλος αριθμός μετόχων» της, ελήφθη υπόψη από την Ε.Κ. κατά την  επιμέτρηση του ύψους του προστίμου, δεν αναιρεί, όμως, την εκ μέρους της διάπραξη της  παράβασης της διασποράς ανακριβών πληροφοριών, διότι το ΕΔ, στο οποίο περιέχονται  συγκεντρωμένες όλες οι απαιτούμενες από το νόμο πληροφορίες (ώστε, σύμφωνα με το π.δ.  348/85, οι ενδιαφερόμενοι να δύνανται να εκτιμούν την περιουσία, τα αποτελέσματα και τις  προοπτικές του εκδότη), αποτελεί τον μόνο προβλεπόμενο, κατά τις ισχύουσες διατάξεις της  νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς, τρόπο πλήρους ενημερώσεως του επενδυτικού κοινού, με  αποτέλεσμα η δημοσίευση Ε.Δ., στο οποίο περιλαμβάνονται ανακριβή, υπό την έννοια που έχει  εκτεθεί ανωτέρω, στοιχεία, να συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση, την πρόκληση κινδύνου  παραπλανήσεως του επενδυτικού κοινού και να συνιστά διάδοση ανακριβών ή παραπλανητικών  πληροφοριών, κατά την έννοια του άρθρου 72 παρ. 2 του ν. 1969/1991 (πρβ. ΣτΕ 954/2013).

 11. Επειδή, ενόψει των γενομένων δεκτών στις δύο προηγούμενες σκέψεις, είναι απορριπτέοι ως  αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται: α/ ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι  μη νόμιμη και ακυρωτέα, διότι, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 72 παρ. 2 του ν.  1969/1991, οι προβλέψεις στις οποίες η αιτούσα είχε προβεί δεν συνιστούν «πληροφορία», β/ ότι,  σε κάθε περίπτωση, οι ανακριβείς πληροφορίες πρέπει να αφορούν τις κινητές αξίες καθ’ εαυτές και  όχι την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, όπως εν προκειμένω, γ/ ότι οι εν λόγω πληροφορίες  δεν δημιούργησαν κίνδυνο για το ευρύ επενδυτικό κοινό, όπως κατά την ορθή έννοιά της απαιτεί  η ανωτέρω διάταξη, αφού οι μετοχές που προήλθαν από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου  διατέθηκαν αποκλειστικά στους παλαιούς μετόχους και στους εργαζόμενους της αιτούσας, οι  οποίοι κάλυψαν ολοσχερώς την αύξηση του κεφαλαίου σε τιμές των νέων μετοχών υπέρ το άρτιο,  αλλά πάντως χαμηλότερες από τις αντίστοιχες χρηματιστηριακές, δ/ ότι, κατά το χρόνο σύνταξης  του ενημερωτικού δελτίου (4.12.2000) και υποβολής του στο Χ.Α.Α. (13.12.2000) προς έγκριση, οι  προβλέψεις είχαν γίνει με καλή πίστη, εφόσον δεν είχαν προκύψει ακόμη οι πραγματικές  περιστάσεις (μη παράδοση στην εταιρεία των συσκευών PLAY STATION 2 από την εταιρεία «.....  .......................», εσωτερικός έλεγχος στο υποκατάστημα της εταιρείας στη Θεσσαλονίκη), εξαιτίας  των οποίων διαψεύσθηκαν οι εκτιμήσεις της για τα κέρδη της χρήσης 2000, ούτε είχε υπάρξει -  κατά τον ίδιο κρίσιμο, κατά την άποψη της αιτούσας, χρόνο - πληροφόρηση της εταιρείας για τη  μη έγκαιρη παράδοση των συσκευών εντός του Δεκεμβρίου 2000 και ότι η εταιρεία έλαβε γνώση  των αποκλίσεων από τα προεκτιμηθέντα με το Ε.Δ. αποτελέσματα της χρήσης 2000 για πρώτη  φορά περί τα μέσα Φεβρουαρίου 2001, όταν συνετάγησαν οι σχετικές λογιστικές καταστάσεις, ε/  ότι, στη συνέχεια, η εταιρεία προέβη αμέσως σε κινήσεις ενημέρωσης των ενδιαφερομένων  (δημοσιεύσεις των λογιστικών καταστάσεων στον τύπο, ενημέρωση ΠΑ.Σ.Ε.Χ.Α. και μετόχων)  σχετικά με τα νέα δεδομένα και έλαβε, επομένως, όλα τα μέτρα που ήταν δυνατόν να λάβει για την  ειδοποίηση του επενδυτικού κοινού, στ/ ότι δεν υπήρχε υπαιτιότητά της, ούτε γνώση της  ανακρίβειας της πληροφορίας, ή πρόθεση δημοσίευσης παραπλανητικής πληροφορίας, ζ/ ότι δεν  υπήρξαν διαμαρτυρίες ή καταγγελίες επενδυτών και η/ ότι εσφαλμένως η Ε.Κ. έκρινε ότι οι μέτοχοι  συμβουλεύονται πρωτίστως το ΕΔ, παραβλέποντας τη σημασία των ισολογισμών και των  οικονομικών καταστάσεων που εξασφάλισαν ισότιμα τη δημόσια πληροφόρηση του κοινού.

 12. Επειδή, για την παράβαση του άρ. 72 του ν. 1969/1991, η Ε.Κ. μπορεί κατά νόμον να επιβάλει,  πρόστιμο ύψους μέχρι περίπου 1.500.000 ευρώ, το δε επιβληθέν εν προκειμένω πρόστιμο (60.000  ευρώ) απέχει κατά πολύ του ανωτάτου δυναμένου να επιβληθεί προστίμου, ενώ, άλλωστε, κατά  την επιμέτρηση αυτού, ελήφθησαν υπόψη, υπέρ της αιτούσας, ενέργειές της για την πληροφόρηση  του κοινού με τρόπο, όμως, διαφορετικό από τον οριζόμενο στο νόμο (βλ. τις παρατεθείσες στη  σκ. 7 διατάξεις του π.δ. 348/1985). Ως εκ τούτου, αβασίμως προβάλλεται ότι η επιμέτρηση του  προστίμου αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Ομοίως αβάσιμος είναι και ο συναφής λόγος  ακυρώσεως, κατά τον οποίο σε παρεμφερείς περιπτώσεις άλλων εταιρειών επεβλήθησαν μικρότερα  πρόστιμα, δεδομένου ότι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης κρίνεται αποκλειστικά με βάση  τα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης.

 13. Επειδή, οι αυτοτελείς λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με το υπόμνημα που κατέθεσε η  αιτούσα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και εντός της χορηγηθείσης από το  Δικαστήριο προθεσμίας, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση  πρέπει να απορριφθεί.

 Δ ι ά  τ α ύ τ α

 Αποβάλλει το Δημόσιο από τη δίκη.

 Απορρίπτει την αίτηση.

 Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 Απαλλάσσει την αιτούσα από τη δικαστική δαπάνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατ’ εκτίμηση  των περιστάσεων.

 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου και στις 16 Μαρτίου 2015 και η απόφαση  δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Μαΐου του ιδίου έτους.

 Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος                                                  Ο Γραμματέας

 Ε. Σαρπ                                                                                       Ν. Αθανασίου

Πηγή: Taxheaven