ΑΠ 290/2015 Συγκετάθεση εργοδότη για αποχώρηση λόγο συνταξιοδότησης. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι

ΑΠ 290/2015 Συγκετάθεση εργοδότη για αποχώρηση λόγο συνταξιοδότησης. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι


Περίληψη
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρ. 6§1 του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65° έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από τον Ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω Β.Δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρ. 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρ. 8 εδ. β' και γ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρ. 8§4 του ΝΔ 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 5§1 του Ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους.

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν το 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι το 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, από μέρους του εργοδότη.

Για τη χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του Ν. 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18-7-1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση.

Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου και τη θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα:

α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διάταξης προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων, που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση, όμως, που με τον κανονισμό έχει παράλληλα, προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία, εφόσον πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αόριστου χρόνου (Ολ. ΑΠ 1110/1986).

β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού.

γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού.

Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη.

Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σε αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού.

Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά, έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί.




ΑΠ  290/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Μερσίνη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Δραγασάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την 16-1-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:393/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4649/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-5-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 22-1-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρ. 6§1 του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65° έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από τον Ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω Β.Δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρ. 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρ. 8 εδ. β' και γ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρ. 8§4 του ΝΔ 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 5§1 του Ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους.

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν το 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι το 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, από μέρους του εργοδότη.

Για τη χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του Ν. 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18-7-1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση.

Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου και τη θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα:

α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διάταξης προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων, που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση, όμως, που με τον κανονισμό έχει παράλληλα, προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία, εφόσον πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αόριστου χρόνου (Ολ. ΑΠ 1110/1986).

β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού.

γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού.

Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη.

Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σε αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού.

Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά, έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί.

Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων Χ. Κ. (ήδη αναιρεσίβλητος), προσλήφθηκε από την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως φύλακας, στις 12-10-1979 και ακολούθως εξελίχθηκε βαθμολογικά μέχρι το βαθμό του Επόπτη Ασφαλείας Α'-Προϊσταμένου. Γεννήθηκε στις 3-1-1956 και αποχώρησε από την υπηρεσία στις 4-8-2008 πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, δηλαδή του 60ου έτους, που προβλεπόταν, όσον αφορά τους Προϊσταμένους, από το άρθρο 19 του συμβατικής ισχύος Γενικού Κανονισμού Κατάστασης Υπαλλήλων της εναγομένης, στο οποίο είχε προσχωρήσει κατά την πρόσληψή του. Η αποχώρηση του έγινε μετά τη συμπλήρωση πραγματικής υπηρεσίας 28 ετών 9 μηνών και 22 ημερών από την αρχική τοποθέτησή του στην Τράπεζα και κατόπιν υποβολής, εκ μέρους του, εγγράφως, της παραίτησής του από την υπηρεσία του, από 4-8-2008. Η από 7-7-2008 αίτηση του, με την οποία υπέβαλε την παραίτησή του, από τις 4-8-2008, έγινε αποδεκτή με την 857/11-7-2008 πράξη Διοικητή, από το αρμόδιο όργανο της Τράπεζας, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 18 του άνω Γενικού Κανονισμού Κατάστασης των υπαλλήλων της, δηλαδή εντός μηνός από την υποβολή της δήλωσης παραίτησης και διαγράφηκε από τη δύναμη του προσωπικού της Τράπεζας από 4-8-2008. Η σύμβαση εργασίας του διεπόταν από τον, συμβατικής ισχύος, Κανονισμό που προέβλεπε τη λύση της σύμβασης εργασίας του με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας (άρθρο 19 αυτού) και επομένως ήταν ορισμένου χρόνου. Με τον ίδιο Κανονισμό, οι όροι του οποίου αποτελούσαν και περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας του, προβλεπόταν και περίπτωση πρόωρης λύσης της σύμβασης, με μονομερή δήλωση παραίτησης του μισθωτού, η αποδοχή της οποίας ορίζεται ότι είναι υποχρεωτική, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία που υποβλήθηκε (άρθρ.18).
Συνεπώς, υπήρχε διαλυτική αίρεση στην ως άνω σύμβαση εργασίας του, κατά τα άρθρα 669 και 202 του ΑΚ, η οποία πληρώθηκε με τη δήλωση παραίτησης που υποβλήθηκε από αυτόν και έτσι η σύμβαση εργασίας του κατέστη εξ υπαρχής αορίστου χρόνου και λύθηκε με τη συγκατάθεση της εργοδότριάς του, που αποδέχτηκε την παραίτησή του από τότε που ο ενάγων ζήτησε να ισχύσει αυτή, με συνέπεια να δικαιούται την προβλεπόμενη από το άρθρο 8 εδάφιο α' του Ν. 3198/1955 αποζημίωση και ειδικότερα το 50% των 24 μηνιαίων μισθών, πλέον προσαύξησης 1/6 για αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας. Οι μηνιαίες αποδοχές του, κατά τον τελευταίο πριν από την παραίτησή του μήνα, ανερχόταν σε 3.191,86 ευρώ. Ως υπάλληλος της εναγομένης, που παραιτήθηκε από την υπηρεσία, έχοντας συμπληρώσει υπερδεκαπενταετή υπηρεσία σ' αυτήν και χωρίς να έχει συμπληρώσει το προβλεπόμενο από τις άνω διατάξεις του Γενικού Κανονισμού όριο ηλικίας(60ο για τους προϊσταμένους, το οποίο συπληρωνόταν την 31-12-2016), γενοµένης δεκτής από την εναγοµένη της αίτησης παραίτησής του, υπαγόταν στους µισθωτούς του εδαφίου α' του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, που δικαιούνταν, λόγω της αποχώρησης του µε τη συγκατάθεση της εργοδότριάς του, ως αποζηµίωση, το 50% της αποζηµίωσης που θα ελάµβανε σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύµβασης εργασίας του, από την Τράπεζα και όχι το 40% του εδαφίου β' του ίδιου άρθρου(8 Ν. 3198/1955) λόγω του ότι συμπλήρωνε τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος και ήταν ασφαλισµένος στο Ταµείο Συντάξεων Προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος και το Μετοχικό Ταµείο Υπαλλήλων της Τράπεζας Ελλάδος και τούτο διότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 435/1976, η οποία έχει ανάλογη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, δικαίωμα λήψης του 50% της αποζημίωσης έχουν όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, όπως στην ένδικη περίπτωση ο ενάγων, ανεξαρτήτως του αν δικαιούται πλήρους σύνταξης και είναι επικουρικώς ασφαλισμένος, αφού η ρύθμιση του εδαφίου α' του άνω άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, του οποίου πληροί τις προϋποθέσεις, είναι ευνοϊκότερη γι' αυτόν, εκείνης του εδαφίου β' του ιδίου άρθρου.
Συνεπώς, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης που έπρεπε να λάβει ενάγων ανερχόταν σε 44.686,04 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε τους σχετικούς λόγους έφεσης της εναγομένης, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε δεχθεί τα ίδια. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρ. 8 παρ. 1α του Ν. 3198/1955 και 202 και 669 του ΑΚ. Ειδικότερα, η έλλειψη ανάλογης πρόβλεψης, με τη μορφή διαλυτικής αίρεσης, στον Κανονισμό της αναιρεσείουσας, ως προς τη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης του μισθωτού και εκ μέρους της με καταγγελία, δεν επηρεάζει τη μετατροπή της σύμβασης του τελευταίου σε σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που πληρωθεί η υπέρ αυτού προβλεπόμενη διαλυτική αίρεση, δηλαδή η προβλεπόμενη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης με παραίτησή του από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, η συγκατάθεση δε αυτή εγκύρως παρέχεται δια της εκ των προτέρων, κατά την κατάρτιση του Κανονισμού, συμβατικής προς τούτο αυτοδέσμευσης της Τράπεζας, με συνακόλουθη συνέπεια την υποχρέωσή της να καταβάλει την αποζημίωση του άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, αφού συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, δηλαδή η ύπαρξη σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου και η συμπλήρωση 15ετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Επομένως, οι περί του αντιθέτου, από τον αρ.1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος, λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι.
Με το άρθρ. 2§2 του ΑΝ 173/1967 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις που εργοδότης είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή Τράπεζες κ.λπ., η από τον Ν. 2112/1920, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, οφειλόμενη αποζημίωση δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να υπερβαίνει το ποσό των 240.000 δρχ. Το ανώτατο αυτό όριο αυξήθηκε σε 600.000 δρχ. με το άρθρ. 1 του ΝΔ 207/1974, σε 1.000.000 δρχ. με το άρθρ. 24 του Ν. 1082/1980, σε 1.150.000 δρχ. με το άρθρ. 24 του Ν. 1545/1985, σε 1.500.000 δρχ. με το άρθρ. 33 του Ν. 1876/1990 και σε 15.000 ευρώ με το άρθρ. 21§13 του Ν. 3144/2003. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρ. 103§§7 και 8 του Συντ., όπως ισχύουν μετά την αναθεώρηση του έτους 2001, προκύπτει ότι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας καθορίζεται κάθε φορά από το νόμο. Από τις διατάξεις των άρθρ. 9§1 του Ν. 1232/1982, 1§6 του Ν. 1256/1982 και 51 του Ν. 1892/1990 συνάγεται ότι η αναιρεσείουσα δεν περιλαμβάνεται στο δημόσιο τομέα, αφού δεν ανήκει στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, στο σύνολό της ή κατά πλειοψηφία, έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία και συνιστά από τη φύση της νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο το Δημόσιο και οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να κατέχουν αμέσως ή εμμέσως μετοχές αυτής κατά ποσό που υπερβαίνει στο σύνολο το 1/10 του ονομαστικού κεφαλαίου της, σύμφωνα με τα άρθρ. 1§1 και 8§4 του καταστατικού της, που κυρώθηκε με τον Ν. 3427/1927 και έχει ισχύ νόμου (το παραπάνω ποσοστό αυξήθηκε μεταγενεστέρως με το άρθρ. 34 του Ν. 2778/1999 στο 35% του ονομαστικού κεφαλαίου της). Ενόψει όμως και των αναφερομένων στα άρθρ. 2§1 εδ. α' έως ζ' και 4§1 του καταστατικού της αρμοδιοτήτων, που της έχουν ανατεθεί και των προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί από τη σύστασή της και μεταγενεστέρως και ιδιαίτερα του εκδοτικού προνομίου της και της διαχείρισης του εξωτερικού συναλλάγματος, η αναιρεσείουσα έχει ιδιότυπο διφυή χαρακτήρα, νομικού μεν προσώπου ιδιωτικού δικαίου ως προς την άσκηση από μέρους της των τραπεζικών εργασιών και τις σχέσεις της με το προσωπικό της και τους πελάτες της, δημοσίου δε δικαίου ως προς τη διαχείριση του εξωτερικού συναλλάγματος ή την άσκηση του εκδοτικού προνομίου της, ως προς τις οποίες ασκεί δημόσια εξουσία. Επομένως, ο υπάλληλος της, ο οποίος αποχωρεί από την υπηρεσία του, δικαιούται την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 και 5§1 του Ν. 435/1978 αποζημίωση χωρίς τους περιορισμούς των διατάξεων των άρθρ. 2§2 και 3 του ΑΝ 173/1967 και 1 §§ 1 και 2 του ΝΔ 618/1970, όπως αυτές συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν, αφού η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΑΠ (Ολ) 1/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, δέχθηκε, επί πλέον, ότι ο ενάγων δικαιούται την προβλεπόμενη ως άνω αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/1955, χωρίς τους περιορισμούς των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 και 3 του ΑΝ 173/1967 και άρθρου 1 παρ. 1 και 3 Ν.Δ 618/1970, αφού η εναγόμενη δεν υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όσον αφορά τις, ως άνω, σχέσεις της, με το υπαλληλικό προσωπικό της. Ότι έναντι του ποσού των 44.686,04 ευρώ, κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 15.000 ευρώ (κατά το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003) και ο τελευταίος δικαιούται την προκύπτουσα διαφορά των 29.686,04 ευρώ, από το οποίο ζήτησε το ποσό των 29.457,04 ευρώ, το οποίο και επιδικάστηκε πρωτοδίκως. Με τις παραδοχές δε αυτές απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο, περί του αντιθέτου, τρίτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, γιατί τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε με ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, στον οποίο και θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί ευλόγως η πεποίθηση από τη συμπεριφορά του δικαιούχου ότι αυτός δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του στο μέλλον. Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη πρότεινε, παραδεκτά, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, την οποία επανέφερε και ενώπιον του εφετείου, για τη θεμελίωση της οποίας επικαλείται ότι ο ενάγων έσπευσε και παραιτήθηκε ελάχιστο χρόνο πριν την υποχρεωτική του αποχώρηση από την υπηρεσία, λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας των 60 ετών, που προβλέπεται από τον Κανονισμό της, χωρίς να αναμένει τη συμπλήρωση αυτού, με σκοπό να λάβει την ένδικη αποζημίωση, καθόσον γνώριζε ότι εάν παρέμενε στην υπηρεσία και ανέμενε την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εργασίας του δεν θα ελάμβανε την αποζημίωση αυτή, διότι η σύμβασή του θα παρέμενε μέχρι τέλους ορισμένου χρόνου, και ότι η παραίτησή του αυτή σκοπό είχε αποκλειστικά και μόνο την είσπραξη της ένδικης αποζημίωσης. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν τον παραπάνω ισχυρισμό και να καταστήσουν την άσκηση της αξίωσης του αναιρεσίβλητου αντίθετη προς την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, δεδομένου ότι η παραίτησή του πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας αποτελούσε δικαίωμα, το οποίο, κατά τον Κανονισμό της εναγομένης, μπορούσε να ασκήσει οποτεδήποτε, μετά τη συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας, η συμπεριφορά του δε αυτή δεν μπορούσε να δημιουργήσει και μάλιστα εύλογα στην αναιρεσείουσα την πεποίθηση, ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το σχετικό δικαίωμά του. Επομένως, το εφετείο που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως μη νόμιμο, δεν παραβίασε την παραπάνω διάταξη και ο, περί του αντιθέτου, τέταρτος λόγος αναίρεσης, 1)κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και 2) κατά το δεύτερο μέρος του από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, είναι απαράδεκτος, ενόψει του ότι ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη νόμιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, (άρθρο 183 ΚΠολΔ), όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό.

Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την, από 2-5-2013, αίτηση αναίρεσης της 4649/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven