ΑΠ 440/2015 ΑΠ 440/2015 Καταγγελία σύμβασης συνδικαλιστικών στελεχών

ΑΠ 440/2015 ΑΠ 440/2015 Καταγγελία σύμβασης συνδικαλιστικών στελεχών

ΑΠ 440/2015 Καταγγελία σύμβασης συνδικαλιστικών στελεχών


Περίληψη
Κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του Ν. 1264/1982 "Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων", είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας:
α) Των μελών της Διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 92 Α.Κ., της Συνδικαλιστικής Οργάνωσης,
β) Των μελών της προσωρινής, σύμφωνα με το άρθρο 79 Α.Κ., συνδικαλιστικής διοίκησης που διορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 69 του Α.Κ.
Και γ) Των μελών της Διοίκησης που εκλέγονται προσωρινά κατά την ίδρυση Συνδικαλιστικής Οργάνωσης.

Η απαγόρευση ισχύει κατά τη διάρκεια της θητείας και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους της παρ. 10 και διαπιστωθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 15.

Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ' αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί, κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 Α.Κ.) και ο εργοδότης, αρνούμενος μετά την άκυρη αυτή καταγγελία να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού (συνδικαλιστικού στελέχους) περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας.
Για την προστασία αυτή απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις, οι οποίες αποτελούν και ουσιώδη στοιχεία της αγωγής, που πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της:
α) Έγκυρη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου,
β) Ο μισθωτός να είναι νόμιμα εκλεγμένο μέλος της διοίκησης νομίμως συσταθέντος συνδικαλιστικού σωματείου, ή νόμιμα διορισμένο μέλος της προσωρινής διοικήσεως του ή μέλος της προσωρινώς εκλεγείσας διοίκησης υπό ίδρυση σωματείου,
γ) Ο εργοδότης να τελεί σε γνώσει της ιδιότητας αυτής του μισθωτού του και
δ) Δυνατότητα απασχόλησης του συνδικαλιστικού στελέχους στην επιχείρηση του εργοδότη.

Η πιο πάνω γνώση του εργοδότη ως προς τη συνδικαλιστική ιδιότητα του απολυόμενου εργαζομένου, η οποία μπορεί να λάβει χώρα με οποιονδήποτε τρόπο, πρέπει, προκειμένου περί νομικού προσώπου, να υπάρχει στον νόμιμο εκπρόσωπο του, δηλαδή από εκείνον που έχει οριστεί από το νόμο ή το καταστατικό να τον εκπροσωπεί, καθώς και από εκείνον ο οποίος έχει οριστεί κατά τους κανόνες της πρόστησης για να το εκπροσωπεί στο τομέα εργασίας ή τις διοικητικές υπηρεσίες του, με δικαίωμα πρόσληψης και απόλυσης του προσωπικού, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό του.



ΑΠ  440/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Δ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Πετρόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Χ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Σδούκο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-10-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:268/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 57/2014 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23-4-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Μιχαήλ Αυγουλέας, ανέγνωσε την από 10-11-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Στην κρινόμενη υπόθεση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 11-10-2011 αγωγή (αρ. κατ.1328/2011), προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, ιστορούσε ο ενάγων ήδη αναιρεσείων ότι την 07-02-1997, όντας κάτοχος νόμιμης επαγγελματικής άδειας ικανότητας οδήγησης, προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εναγόμενο, ιδιοκτήτη του με αριθμό κυκλοφορίας ΙΝΤ 8510 λεωφορείου, ενταγμένου στη δύναμη του ......................................, που λειτουργεί από το έτος 2001 υπό τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ".............................................", προκειμένου να απασχοληθεί σ' αυτό ως οδηγός, επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα και οκτώ (8) ώρες ημερησίως, αμειβόμενος σύμφωνα με τις εκάστοτε εδικές κλαδικές ΣΣΕ προσωπικού διοίκησης - διαχείρισης ΚΤΕΛ όλης της χώρας. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασής του απασχολήθηκε με την ιδιότητα αυτή συνεχώς και αδιαλείπτως, με επιμέλεια και συνέπεια, μέχρι την 12-09-2011, οπότε ο εναγόμενος, με πρόσχημα την οικονομική κρίση και πραγματικό σκοπό την απόλυσή του και τη στη θέση του πρόσληψη νέου προσώπου με μικρότερες αποδοχές, κατήγγειλε τη μεταξύ τους εργασιακή σύμβαση, χωρίς ωστόσο να του καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση.
Ότι η ως άνω καταγγελία είναι άκυρη, αφενός μεν διότι έγινε
α) κατά παράβαση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού των ΚΤΕΛ, δεδομένου ότι δεν έγινε για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους σ' αυτόν (κανονισμό) λόγους, αφετέρου δε χωρίς να καταβληθεί στον ίδιο η προβλεπόμενη από το νόμο (Ν. 2112/1920 και Ν. 3198/1955) αποζημίωση απόλυσης,
β) κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 1264/1982 "Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθέριων των εργαζομένων", δεδομένου ότι δεν έγινε για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στην παρ. 10 του άρθρου 14 του εν λόγου νόμου λόγους, παρότι ο ίδιος (ενάγων) ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο εκλεγμένο μέλος του 7 μέλους ΔΣ της Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "Σωματείο Οδηγών και Εισπρακτόρων Ν. Ιωαννίνων" από το Νοέμβριο του 2009 έως το Νοέμβριο του 2012, ιδιότητα την οποία γνώριζε ο εναγόμενος,
γ) για το λόγο ότι αυτός κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα είχε αναπτύξει έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα και
δ) προσέτι δε είναι καταχρηστική καθώς υπαγορεύθηκε από κίνητρα αντικατάστασής του από άλλο πρόσωπο με μικρότερες αποδοχές, άλλα και λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης, παρά την ομαλή και αποδοτική δεκατετραετή άσκηση της εργασίας του, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος να έχει καταστεί υπερήμερος στην αποδοχή των υπηρεσιών του.

Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων επικαλούμενος έγκυρη σύμβαση εργασίας και επικουρικά για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι είναι άκυρη η σύμβαση εργασίας του, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διατεινόμενος ότι κατά τα κάτωθι αναφερόμενα ποσά κατέστη πλουσιότερος ο εναγόμενος σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία, αφού θα κατέβαλε αυτά σε οποιονδήποτε τρίτο απασχολούσαν στη θέση του με έγκυρη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της αντίστοιχης κατηγορίας και οικογενειακής κατάστασης, με τις ίδιες συνθήκες και όρους με αυτόν, ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημά του με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά:
Α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της εκ μέρους του εναγομένου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του για τους ως άνω αναφερόμενους λόγους και να υποχρεωθεί αυτός να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του υπό την προαναφερθείσα ειδικότητα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, αμείβοντας τον με τις νόμιμες αποδοχές, δεδομένου ότι η εκ μέρους του άρνηση των παρεχόμενων από αυτόν υπηρεσιών προσβάλλει το δικαίωμά του στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 500 ευρώ και προσωπικής κράτησης ενός μηνός για κάθε ήμερα άρνησης της αποδοχής των υπηρεσιών του,
Β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 12-09-2011 έως 18-5-2012, κατά τους ειδικότερους περιεχόμενους στην αγωγή υπολογισμούς, συνολικά το ποσό των 15.584 ευρώ, νομιμοτόκως από της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξόφλησης. Άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθεί έγκυρη η γενόμενη καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σ' αυτόν,
α) το ποσό των 9.773,14 ευρώ, ως νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και
β) το ποσό των 1.035,83 ευρώ, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2011, με βάση τις οικείες για το κάθε επιμέρους κονδύλιο διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και επικουρικά άπαντα τα κονδύλια κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, και συνολικά το ποσό των 10.808,97 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 268/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή για την κύρια και επικουρική της βάση, στη συνέχεια την δέχτηκε ως κατ' ουσία βάσιμη για την κύρια βάση της, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του εναγόμενου αναιρεσίβλητου περί ακυρότητας της σύμβασης, λόγω του ότι ο ενάγων, τόσο κατά την πρόσληψή του όσο και μεταγενέστερα δεν προσκόμισε το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. δ' ΠΔ 229/1994 και άρθρου 5 παρ.2 περ. β' ΠΔ 246/2006, ιατρικό πιστοποιητικό καταλληλότητάς, για την εργασία που ασκούσε. Κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησε έφεση, ο εναγόμενος εργοδότης (αναιρεσίβλητος).

Το Εφετείο Ιωαννίνων, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση. Εξαφάνισε, την πρωτοβάθμια απόφαση και απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, αφού δέχθηκε ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν άκυρη, για την πιο πάνω έλλειψη. Στη συνέχεια κράτησε και δίκασε την επικουρική, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση της αγωγής, την οποία δέχτηκε ωε εν μέρει κατ' ουσίαν βάσιμη.

2. Κατά την διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται (α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, (β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και (γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη.
3. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση ην πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο.
4. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως. Το γεγονός εξάλλου ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νομίμως από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεως του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και εκείνοι με τους αριθμούς 8 και 11 περ. α'. Ειδικότερα όσον αφορά τους λόγους αυτούς σημειώνονται τα εξής: Α) ο από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος ιδρύεται, και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει (πρβ. ΑΠ 373/2012), όπως είναι και οι βεβαιώσεις τρίτων μαρτύρων που έγιναν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν για την εξέταση αυτών οι από το νόμο τασσόμενες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 671 παρ. ΚΠολΔ "το δικαστήριο δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά τη δικάσιμο.
Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει κατά τη δικάσιμο, αν το κρίνει αναγκαίο, άλλη ημέρα και ώρα για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, χωρίς να απαιτείται κλήση των διαδίκων και των μαρτύρων να εμφανιστούν κατά την εξέταση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι σε υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι μαρτυρίες τρίτων δίδονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο, είτε με ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου πριν από εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες.
Μαρτυρία που δόθηκε με άλλο τρόπο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ήτοι ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. (Ολ ΑΠ 8/1987). Και Β) ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ. ΑΠ 2/1989), θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισμούς που δεν λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα. Ειδικότερα αν προσβάλλεται με τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός, που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα ή με τις προτάσεις από τον εφεσίβλητο) και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο.

Συνεπώς για να ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης πρέπει σε κάθε περίπτωση ο κρίσιμος ισχυρισμός, που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, να προτάθηκε εκεί ευθέως ως ισχυρισμός του ίδιου του αναιρεσείοντος. Συνακόλουθα δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ούτε η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου.
Ο ίδιος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν το δικαστήριο έλαβε μεν υπόψη του τον κρίσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, όμως τον απέρριψε, ρητά ή και σιωπηρά, για οποιονδήποτε τυπική ή ουσιαστική αιτία.

Στην προκειμένη περίπτωση:
Α) με τον 1ο λόγο της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια από τον αρ. 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το δικαστήριο της ουσίας την περί πραγμάτων κρίση του στήριξε και στα μη επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα στις με αρ, πρωτ. Φ22/1406/2012 και ΦΠ 1097/ α4.2/2013 βεβαιώσεις προερχόμενες από το ΚΤΕΛ Ιωαννίνων, οι οποίες δεν δόθηκαν με νόμιμο τρόπο.
Και Β) με το 2ο λόγο της κρινόμενης αίτησης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αληθώς η πλημμέλεια από τον αρ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό του που ήταν ουσιώδης για την έκβαση της δίκης.
Συγκεκριμένα υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη τον νομίμως προταθέντα ισχυρισμό του για το ότι η μη υποβολή του προβλεπόμενου από το νόμο πιστοποιητικού καταλληλότητάς του, οφείλεται στην έλλειψη σύμπραξης εκ μέρους του εργοδότη-αναιρεσίβλητου, ο οποίος αν και ήταν υποχρεωμένος δεν διέθεσε τα κατάλληλα μέσα ούτε του έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες για την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε υπερημερία εργοδότη, που δικαιολογεί την αδυναμία του (αναιρεσείοντος) για την υποβολή του, ενώ δεν τον ειδοποίησε 20 ημέρες προηγουμένως, για ενεργήσει αναλόγως. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, ως απαράδεκτοι.

Ειδικότερα όσον αφορά τον 1ο, διότι στο αναιρετήριο δεν διαλαμβάνεται ότι προβλήθηκε ο λόγος αυτός, από τον αναιρεσείοντα-εφεσίβλητο, με τις προτάσεις του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ούτε άλλωστε από την επισκόπηση των προτάσεών του στο δευτεροβάθμιο προκύπτει ότι προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και κατ' ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι, από το περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι αυτές (βεβαιώσεις) δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παρά ταύτα λήφθηκαν υπόψη, περίπτωση κατά την οποία συντρέχει το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 562 παρ.2β ΚΠολΔ και συνακόλουθα ορθώς λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις. Όσον αφορά το 2ο λόγο διότι, από την επισκόπηση, των προτάσεων του αναιρεσείοντος, που υπέβαλε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως εφεσίβλητος προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως του αντιδίκου του προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός, όσον αφορά τον αναιρεσίβλητο, δεν προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας.


3. Κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του Ν. 1264/1982 "Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων", είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας:
α) Των μελών της Διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 92 Α.Κ., της Συνδικαλιστικής Οργάνωσης,
β) Των μελών της προσωρινής, σύμφωνα με το άρθρο 79 Α.Κ., συνδικαλιστικής διοίκησης που διορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 69 του Α.Κ.
Και γ) Των μελών της Διοίκησης που εκλέγονται προσωρινά κατά την ίδρυση Συνδικαλιστικής Οργάνωσης.

Η απαγόρευση ισχύει κατά τη διάρκεια της θητείας και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους της παρ. 10 και διαπιστωθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 15.

Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ' αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί, κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 Α.Κ.) και ο εργοδότης, αρνούμενος μετά την άκυρη αυτή καταγγελία να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού (συνδικαλιστικού στελέχους) περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας.
Για την προστασία αυτή απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις, οι οποίες αποτελούν και ουσιώδη στοιχεία της αγωγής, που πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της:
α) Έγκυρη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου,
β) Ο μισθωτός να είναι νόμιμα εκλεγμένο μέλος της διοίκησης νομίμως συσταθέντος συνδικαλιστικού σωματείου, ή νόμιμα διορισμένο μέλος της προσωρινής διοικήσεως του ή μέλος της προσωρινώς εκλεγείσας διοίκησης υπό ίδρυση σωματείου,
γ) Ο εργοδότης να τελεί σε γνώσει της ιδιότητας αυτής του μισθωτού του και
δ) Δυνατότητα απασχόλησης του συνδικαλιστικού στελέχους στην επιχείρηση του εργοδότη.

Η πιο πάνω γνώση του εργοδότη ως προς τη συνδικαλιστική ιδιότητα του απολυόμενου εργαζομένου, η οποία μπορεί να λάβει χώρα με οποιονδήποτε τρόπο, πρέπει, προκειμένου περί νομικού προσώπου, να υπάρχει στον νόμιμο εκπρόσωπο του, δηλαδή από εκείνον που έχει οριστεί από το νόμο ή το καταστατικό να τον εκπροσωπεί, καθώς και από εκείνον ο οποίος έχει οριστεί κατά τους κανόνες της πρόστησης για να το εκπροσωπεί στο τομέα εργασίας ή τις διοικητικές υπηρεσίες του, με δικαίωμα πρόσληψης και απόλυσης του προσωπικού, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό του.

Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη σκέψη, δεν ιδρύεται όταν, το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή (Ολ. ΑΠ 2/1989,14/2004) ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουσμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Με 3ο λόγο της κρινόμενης αίτησης, ο αναιρεσείων αποδίδει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο την από τον αρ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, διότι δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό του ότι αυτός ήταν εν ενέργεια μέλος της διοίκησης του "Σωματείου Οδηγών και Εισπρακτόρων Ν. Ιωαννίνων" και υπό την ιδιότητά του αυτή, δεν μπορούσε να απολυθεί από τον εργοδότη του. Ο ισχυρισμός του αυτός ήταν μη νόμιμος, διότι εφόσον, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η σύμβαση εργασίας δεν ήταν έγκυρη, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 1264/1982 για την ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη. Κατά συνέπεια με το μη λάβει υπόψη το δικαστήριο της ουσίας τον πιο πάνω ισχυρισμό, δεν υπέπεσε στην από τον αρ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδιδόμενη πλημμέλεια και ο συναφής 3ος λόγος της αίτησης πρέπει να απορριφθεί.


4. Στο άρθρο 82 εδ. α' και γ' του ΚΠολΔ ορίζεται αντίστοιχα ότι "όποιος προσθέτως παρεμβαίνει έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη προς το συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχθεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασης του" και ότι: "Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 110 § 2 ΚΠολΔ, οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη κι όταν γίνονται κεκλεισμένων των θυρών και πρέπει, για το σκοπό αυτό, να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 81 § 3 του ιδίου Κώδικα, ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, σε περίπτωση δε πρόσθετης παρέμβασης έχει δικαίωμα να προτείνει την έλλειψη της κλήτευσης και ο διάδικος για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει, ότι κατ' αρχήν η έφεση δεν απευθύνεται κατ' αυτού ο οποίος παρενέβη προσθέτως στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος.
Ο προσθέτως παρεμβάς, όμως, πρέπει να καλείται στη συζήτηση της έφεσης, για να ενημερώνεται σχετικά με την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα δικαιώματα που αναγνωρίζει σ' αυτόν ο νόμος. Χωρίς την κλήτευση αυτού παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και δημιουργείται απαράδεκτο της συζήτησης, το οποίο, ως αναφερόμενο στη προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Από τα ως άνω συνάγεται ότι σε περίπτωση παραβίασης των ως άνω δικαιωμάτων του προσθέτως παρεμβαίνοντος (συζήτηση της έφεσης χωρίς να έχει κλητευθεί ο τελευταίος), βλάβη δημιουργείται σε βάρος αυτού και του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη οι οποίοι και μόνο μπορεί να την προτείνουν, υπό τους όρους των άρθρων 159 και 160 ΚΠολΔ. Εξάλλου κατ' άρθρο 577 ΚΠολΔ, ο Άρειος Πάγος εξετάζει το παραδεκτό της αίτησης αλλά και κάθε λόγου αναιρέσεως και στη συνέχεια εφόσον κρίνει ότι (οι λόγοι) είναι παραδεκτοί προβαίνει στην εξέταση της βασιμότητάς τους. Οι λόγοι αναιρέσεως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, πρωτίστως, όταν δεν υπάγονται σε ένα από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 559 αρ. 1 έως 20 ΚΠολΔ ή στο άρθρο 560 του ίδιου Κώδικα (αν πρόκειται για αποφάσεις Ειρηνοδικείων), λόγους αναιρέσεως, αλλά εκτός άλλων, και όταν προβάλλονται χωρίς τη συνδρομή έννομου συμφέροντος ή στηρίζονται σε δικαίωμα τρίτου και όχι του αναιρεσείοντος.

Έννομο συμφέρον συντρέχει όταν η πληττόμενη απόφαση, εξ αιτίας της επικαλούμενης αναιρετικής πλημμέλειας, βλάπτει ή εκθέτει σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένα (ιδιωτικά) δικαιώματα ή νόμιμα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, όταν δηλαδή αναπτύσσει δυσμενείς συνέπειες για τη νομική του κατάσταση (ουσιαστική ή δικονομική).

5. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 4ο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης αίτησης υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είχε παρέμβει προσθέτως, υπέρ του εναγομένου - αναιρεσίβλητου, η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "......................................."".

Ότι στο Εφετείο, δεν συμμετείχε η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ενώ το δικαστήριο προχώρησε στη συζήτηση και την έκδοση απόφασης χωρίς να ερευνήσει, αν η τελευταία είχε κλητευθεί. Με βάση αυτά ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα. Ο λόγος, όμως αυτός σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι στηρίζεται σε δικαίωμα τρίτου και όχι του αναιρεσείοντος και σε κάθε περίπτωση στερείται έννομου συμφέροντος, αφού από την πλημμέλεια αυτή δεν υπέστη βλάβη στα συμφέροντά του, όπως πιο πάνω εξειδικεύτηκαν. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθεί σε βάρος του αναιρεσείοντος, ως ηττώμενου διαδίκου, η δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (183 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-4-2014 αίτηση αναιρέσεως της υπ' αρ. 57/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: Taxheaven