ΣτΕ 1875/2015 Ζήτημα αν κατ’ άρθρο 66 ΚΔΔ η άκυρη επίδοση στον υπόχρεο της καταλογιστικής πράξεως δεν δύναται να αποτελέσει αρχή αποδείξεως πλήρους γνώσεως της πράξεως αυτής από εκείνον και, επομένως, από την εν λόγω άκυρη επίδοση δεν αρχίζει η προθεσμία

ΣτΕ 1875/2015 Ζήτημα αν κατ’ άρθρο 66 ΚΔΔ η άκυρη επίδοση στον υπόχρεο της καταλογιστικής πράξεως δεν δύναται να αποτελέσει αρχή αποδείξεως πλήρους γνώσεως της πράξεως αυτής από εκείνον και, επομένως, από την εν λόγω άκυρη επίδοση δεν αρχίζει η προθεσμία

Περίληψη

Η προθεσμία προς άσκηση προσφυγής κατά ρητής ατομικής εκτελεστής διοικητικής πράξεως, όπως οι καταλογιστικές πράξεις φόρων, δασμών και λοιπών προστίμων και δικαιωμάτων, από το πρόσωπο στο οποίο αφορούν, άρχεται είτε από την επίδοση αυτών είτε (δηλαδή ακόμη και αν προβλέπεται επίδοση και αυτή δεν έχει διενεργηθεί ή διενεργήθηκε άκυρα) από την πλήρη γνώση του περιεχομένου της πράξεως από εκείνον στον οποίο αφορά. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 1 Α περ. i και ii του Κ.Δ.Δ., ερμηνευομένων σε συνδυασμό προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η άκυρη επίδοση στον υπόχρεο της καταλογιστικής πράξεως, ήτοι πράξεως κοινοποιητέας κατά το νόμο, δεν δύναται να αποτελέσει αρχή αποδείξεως πλήρους γνώσεως της πράξεως αυτής από εκείνον, περί ης προβλέπει η ως άνω περ. ii, και, επομένως, από την εν λόγω άκυρη επίδοση δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής από τον υπόχρεο ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση καταλογισθείσης φορολογικής επιβαρύνσεως εις βάρος του. Τούτων έπεται ότι, εν προκειμένω, η κατά τα ανωτέρω ακυρότητα της εκθέσεως επιδόσεως λόγω μη αναγραφής σ’ αυτήν της ιδιότητας του επιδόσαντος οργάνου συνεπάγεται το μη νόμιμον της προς την αναιρεσίβλητη εταιρεία γενομένης επιδόσεως της καταλογιστικής πράξεως και, ως εκ τούτου, η επίδοση αυτή, εφόσον δεν είναι έγκυρη, δεν κίνησε την εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση προσφυγής κατά της εν λόγω πράξεως και, επομένως, ορθώς τα δικαστήρια της ουσίας ακύρωσαν την ένδικη πράξη ταμειακής βεβαιώσεως, λόγω μη οριστικοποιήσεως της σχετικής οφειλής, και θα έπρεπε να απορριφθούν τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Παραπομπή σε επταμελή σύνθεση.

 


ΣτΕ  1875/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Μαρτίου 2015, με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Αραβαντινός, Αντ. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Φρ. Γιαννακού, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Δ. Λαγός.

Για να δικάσει την από 20 Ιανουαρίου 2010 αίτηση: του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Σπυριδούλα Ραυτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία .........., που εδρεύει στο .................., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ............................, που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 3171/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Φρ. Γιαννακού.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.




1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά το νόμο, καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3171/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα ΙΒ΄, Μεταβατική Εδρα Κατερίνης), με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 1383/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Α΄, Μεταβατική Εδρα Κατερίνης). Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή η από 17.4.2006 ανακοπή της αναιρεσίβλητης εταιρείας και είχε ακυρωθεί η 1062/24.2.2006 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της Β΄ Δ.Ο.Υ. Κατερίνης, με την οποία είχε βεβαιωθεί σε βάρος της ποσό 212.397,95 ευρώ, ως χρέος προερχόμενο από οριστικό προσδιορισμό Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, διαχειριστικής περιόδου από 1.1. - 31.12.1998.

2. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 63 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή», στο δε άρθρο 66 ορίζεται ότι: «1. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει: Α. Σε περίπτωση ρητής πράξης: α) Για εκείνους τους οποίους αφορά: i. από την κατά νόμο επίδοσή της σε αυτούς, ή ii. σε κάθε άλλη περίπτωση από τότε που αυτοί έλαβαν αποδεδειγμένως πλήρη γνώση του περιεχομένου της…». Εξάλλου, στο άρθρο 69 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: «1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ’ εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου … ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ …». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 217 του ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) ...», ενώ στο άρθρο 224 αυτού ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. … 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. ..». Τέλος, στο άρθρο 225 του Κώδικα ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής».

3. Επειδή, ενόψει των δικονομικών ρυθμίσεων των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευομένων σε συνδυασμό προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση καταλογισθείσης φορολογικής επιβαρύνσεως, εάν προηγουμένως δεν έχει κοινοποιηθεί εγκύρως στον υπόχρεο η καταλογιστική πράξη (ενδεικτικώς, ΣτΕ 3661/2011, Στε 179/2010).

4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 56 παρ. 1 και 2 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Για κάθε επίδοση, το όργανο που τη διενεργεί συντάσσει έκθεση. 2. Η έκθεση, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 44 πρέπει να μνημονεύει…». Στην εν λόγω δε διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 44 του ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «3. Με την επιφύλαξη όσων ορίζουν ειδικότερες διατάξεις, η έκθεση πρέπει να μνημονεύει α) τον τόπο και τον χρόνο που διενεργήθηκε η πράξη και β) το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του οργάνου που διενήργησε την πράξη, εκείνων που συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διενέργειά της, καθώς και εκείνου που συνέταξε την έκθεση».

5. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η μνεία στην έκθεση επιδόσεως της ιδιότητας του οργάνου που την διενεργεί αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για το κύρος της επιδόσεως. Κατ’ ακολουθία, αν η εν λόγω ιδιότητα δεν προκύπτει από την έκθεση επιδόσεως, η επίδοση είναι άκυρη και δεν κινεί την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής κατά της ούτως επιδοθείσης πράξεως (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2325/2014, πρβλ. ΣτΕ 1357/1993, ΣτΕ 2323/1989), η έλλειψη δε αυτή δεν δύναται να αναπληρωθεί, προς άρση της ακυρότητας, με άλλα αποδεικτικά μέσα περί της ιδιότητας του επιδόσαντος (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2325/2014, πρβλ. ΣτΕ 1357/1993, ΣτΕ 2323/1989).

6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, σε βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρίας, που εκμεταλλεύεται πρατήριο υγρών καυσίμων, εκδόθηκε, κατόπιν τακτικού ελέγχου, η 10014/13.12.2005 οριστική πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Β΄ Κατερίνης, χρονικής περιόδου 1.1.1998 έως 31.12.1998, με την οποία της καταλογίστηκε διαφορά κυρίου φόρου ύψους 18.093.651 δρχ. και πρόσθετος φόρος (300%) ύψους 54.280.953 δρχ., συνολικώς δε 72.374.604 δρχ. ή 212.397,95 ευρώ. Για την επίδοση της ανωτέρω καταλογιστικής πράξεως, η φορολογική αρχή επικαλέσθηκε και προσκόμισε πρωτοδίκως σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως, στο οποίο αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του επιδόσαντος, όχι όμως και η ιδιότητα αυτού. Στη συνέχεια και εφόσον δεν είχε ασκηθεί προσφυγή κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξεως, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Β΄ Κατερίνης περιέλαβε το ποσό των καταλογισθέντων στη γραμμή 1 του 71/24.2.2006 χρηματικού καταλόγου και, ακολούθως, προχώρησε στην ταμειακή βεβαίωση του χρέους, καθώς και στην αποστολή της ατομικής ειδοποιήσεως για την πληρωμή του (υπ’ αριθμ. 590/13.3.2006). Η αναιρεσίβλητη εταιρία, αφού άσκησε στις 17.4.2006 προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξεως, ζήτησε στη συνέχεια με την ανακοπή της, που κατατέθηκε στις 18.4.2006, την ακύρωση της ως άνω ταμειακής βεβαιώσεως, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ακυρότητα της επιδόσεως, εξαιτίας της παραλείψεως αναφοράς στην οικεία έκθεση τόσο της ιδιότητας του προσώπου που την διενήργησε όσο και του παραλαβόντος αυτήν, με τον πρόσθετο ισχυρισμό ότι ο .................... τυγχάνει μεν διαχειριστής της, με συνδιαχειριστή, όμως, τον  ............... Πρωτοδίκως έγινε δεκτό ότι, ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη των ισχυρισμών που αφορούν στον παραλαβόντα, η έλλειψη της μνείας της ιδιότητας του οργάνου που διενήργησε την επίδοση στο οικείο αποδεικτικό καθιστά άκυρη την επίδοση, το ουσιώδες δε αυτό στοιχείο δεν δύναται να αναπληρωθεί από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Περαιτέρω, έγινε δεκτό, κατ’ αποδοχή της ανακοπής, ότι, εφόσον δεν οριστικοποιήθηκε η φορολογική εγγραφή και δεν συγκροτήθηκε νόμιμος τίτλος εισπράξεως, η ταμειακή βεβαίωση που δεν διενεργήθηκε νόμιμα τυγχάνει ακυρωτέα. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επί εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, δέχθηκε ότι, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., αν η νομοθεσία που διέπει την προσβαλλομένη με προσφυγή πράξη προβλέπει ρητώς την επίδοση της πράξεως, για να αρχίσει η προθεσμία για την προσβολή της πράξεως αυτής απαιτείται να έχει επιδοθεί η πράξη στον ενδιαφερόμενο και δεν αρκεί να έχει αυτός πλήρη γνώση του περιεχομένου της. Ακολούθως, το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Δημοσίου με την αιτιολογία ότι το αποδεικτικό επιδόσεως της ένδικης καταλογιστικής πράξεως, το οποίο επικαλείται η φορολογική αρχή, είναι άκυρο, διότι δεν αναγράφεται σ’ αυτό η ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο συντάκτης της εκθέσεως, ενώ η έλλειψη αυτή δεν δύναται να αναπληρωθεί από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ασχέτως του ότι από τα στοιχεία, των οποίων γίνεται επίκληση και τα οποία τυγχάνουν απλά διαβιβαστικά, δεν προκύπτει η ιδιότητα του παραπάνω ως δημοτικού υπαλλήλου. Με τις σκέψεις αυτές έγινε τελικώς δεκτό ότι, εφόσον δεν αποδεικνύεται νόμιμη επίδοση της καταλογιστικής πράξεως, ουδέποτε άρχισε η προθεσμία για την άσκηση κατ’ αυτής προσφυγής και, ως εκ τούτου, μη οριστικοποιηθείσης της οφειλής, η ένδικη ταμειακή βεβαίωση είναι ακυρωτέα, λόγω μη σύννομης συγκροτήσεως του νομίμου τίτλου.

7. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, διότι στο επίδικο αποδεικτικό επιδόσεως αναφέρονταν όλα τα, κατά τις οικείες διατάξεις, ουσιώδη και απαραίτητα για το κύρος του στοιχεία, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο του επιδόσαντος και η ιδιότητά του ως υπαλλήλου, η οποία προκύπτει από την ένδειξη «ο Υπάλληλος που έκανε την επίδοση», κάτω από την οποία τέθηκε η υπογραφή και το ονοματεπώνυμο αυτού. Η δε αναγραφή της λέξεως «δημοτικός» μπροστά από το «υπάλληλος», προβάλλεται ότι, όχι μόνο δεν ήταν απαραίτητη για το κύρος της επιδόσεως, αλλά θα ήταν και περιττή, αφού, όπως προκύπτει από το σώμα της εκθέσεως επιδόσεως, η επίδοση έγινε στο Λιτόχωρο Ν. Πιερίας και, συνεπώς, εφόσον η Δ.Ο.Υ. που εξέδωσε την καταλογιστική πράξη εδρεύει στην Κατερίνη, ο επιδόσας είναι προφανές, κατά τα διδάγματα της λογικής, ότι δεν θα μπορούσε να είναι παρά μόνο δημοτικός υπάλληλος. Προβάλλεται, επίσης, ότι από το σώμα της εκθέσεως προέκυπτε σαφώς ότι αυτή προερχόταν από δημόσιο όργανο, αφού πάνω από την υπογραφή και το ονοματεπώνυμο του διενεργήσαντος την επίδοση υπαλλήλου αναφερόταν η προαναφερθείσα ένδειξη «ο Υπάλληλος που έκανε την επίδοση» και συνεπώς, η έκθεση αυτή είχε σαφώς την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 169 παρ. 1 και 171 παρ. 1 για όσα βεβαιώνονται ότι ενήργησε ο συντάκτης του δημοσίου εγγράφου ή ότι έγιναν ενώπιόν του. Οι λόγοι αυτοί είναι, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, αβάσιμοι, διότι η ιδιότητα του οργάνου που διενήργησε την επίδοση είναι ουσιώδες στοιχείο για το κύρος της επιδόσεως και, συνεπώς, η παράλειψη αναγραφής του καθιστά την επίδοση άκυρη, μη δυναμένη η παράλειψη αυτή να αναπληρωθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα περί της ιδιότητας του επιδόσαντος. Μόνη δε η ένδειξη «υπάλληλος» δεν δηλώνει την ιδιότητα αυτού ως δημοτικού υπαλλήλου, αλλά ούτε και την ιδιότητα αυτού ως δημοσίου οργάνου, ώστε η συνταχθείσα από αυτόν έκθεση να έχει την αυξημένη αποδεικτική ισχύ που ο νόμος προσδίδει στα δημόσια έγγραφα, όπως ορθά κρίθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση (ΣτΕ 2325/2014). Προβάλλεται, επίσης, ότι η έλλειψη αναγραφής της ιδιότητας του επιδόσαντος υπαλλήλου ως δημοτικού υπαλλήλου ηδύνατο να αναπληρωθεί από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως το 23663/13.12.2005 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Β΄ Κατερίνης προς τον Δήμο Λιτόχωρου, με το οποίο διαβιβάσθηκε η επίδικη ταμειακή βεβαίωση για κοινοποίηση προς την αναιρεσίβλητη εταιρεία, και το 3575γ/23.2.2007 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Β΄ Κατερίνης, που είχε αποσταλεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 129 και 149 Κ.Δ.Δ., και, επομένως, η περί του αντιθέτου κρίση του δικάσαντος Δικαστηρίου έχει εκδοθεί κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των άρθρων 44 παρ. 1 και 3 και 56 παρ. 1 και 2 του Κ.Δ.Δ.. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι πάντως στηρίζεται στην εσφαλμένη περί της εννοίας του νόμου αντίληψη ότι είναι δυνατή η αναπλήρωση της σχετικής ελλείψεως της εκθέσεως επιδόσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα. Αλλωστε, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε σχετικά ότι από τα έγγραφα, των οποίων γίνεται επίκληση, που τυγχάνουν απλά διαβιβαστικά, δεν προκύπτει η ιδιότητα του επιδόσαντος ως δημοτικού υπαλλήλου (ΣτΕ 2325/2014).

8. Επειδή, τέλος, προβάλλεται, ότι η κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κατά την οποία ουδέποτε άρχισε η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξεως, η οποία (καταλογιστική πράξη) δεν είχε, ως εκ τούτου, οριστικοποιηθεί, έχει εκδοθεί κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 63 παρ. 1 και 66 παρ. Α περ. ιι του Κ.Δ.Δ., 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του ν. 1805/1988) και 73 του Κ.Δ.Δ.. Και τούτο, διότι από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, κατά το αναιρεσείον, ότι η προθεσμία προς άσκηση προσφυγής κατά ρητής ατομικής εκτελεστής διοικητικής πράξεως, όπως οι καταλογιστικές πράξεις φόρων, δασμών και λοιπών προστίμων και δικαιωμάτων, από το πρόσωπο στο οποίο αφορούν, άρχεται είτε από την επίδοση αυτών είτε (δηλαδή ακόμη και αν προβλέπεται επίδοση και αυτή δεν έχει διενεργηθεί ή διενεργήθηκε άκυρα) από την πλήρη γνώση του περιεχομένου της πράξεως από εκείνον στον οποίο αφορά. Εν προκειμένω δε (προβάλλεται ότι) από την επίδικη έκθεση επιδόσεως αποδεικνύεται ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία είχε λάβει πλήρη γνώση της επιδοθείσης σ’ αυτήν πράξεως καταλογισμού (10014/ 13.12.2005 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Β΄ Κατερίνης) από 16.12.2005, οπότε αυτή επιδόθηκε στον έχοντα την ιδιότητα του διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου αυτής ........................., γεγονός που η ίδια δεν αμφισβήτησε, και, συνεπώς, από την επομένη της ημερομηνίας αυτής (17.12.2005) άρχισε η 60ήμερη προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, η οποία ασκήθηκε εν τέλει, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ανακοπής, εκπροθέσμως στις 17.4.2006, με συνέπεια την οριστικοποίηση της οφειλής και, κατ’ επέκταση, τη νομότυπη ταμειακή βεβαίωση των καταλογισθέντων ποσών. Ομως, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 1 Α περ. i και ii του Κ.Δ.Δ., ερμηνευομένων σε συνδυασμό προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η άκυρη επίδοση στον υπόχρεο της καταλογιστικής πράξεως, ήτοι πράξεως κοινοποιητέας κατά το νόμο, δεν δύναται να αποτελέσει αρχή αποδείξεως πλήρους γνώσεως της πράξεως αυτής από εκείνον, περί ης προβλέπει η ως άνω περ. ii, και, επομένως, από την εν λόγω άκυρη επίδοση δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής από τον υπόχρεο ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση καταλογισθείσης φορολογικής επιβαρύνσεως εις βάρος του. Τούτων έπεται ότι, εν προκειμένω, η κατά τα ανωτέρω ακυρότητα της εκθέσεως επιδόσεως λόγω μη αναγραφής σ’ αυτήν της ιδιότητας του επιδόσαντος οργάνου συνεπάγεται το μη νόμιμον της προς την αναιρεσίβλητη εταιρεία γενομένης επιδόσεως της καταλογιστικής πράξεως και, ως εκ τούτου, η επίδοση αυτή, εφόσον δεν είναι έγκυρη, δεν κίνησε την εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση προσφυγής κατά της εν λόγω πράξεως και, επομένως, ορθώς τα δικαστήρια της ουσίας ακύρωσαν την ένδικη πράξη ταμειακής βεβαιώσεως, λόγω μη οριστικοποιήσεως της σχετικής οφειλής, και θα έπρεπε να απορριφθούν τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα (ΣτΕ 2325/2014, ΣτΕ 3661/2011, ΣτΕ 179/2010). Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητος του εν λόγω ζητήματος και ενόψει της αντίθετης νομολογίας επί των ως άνω διατάξεων (ΣτΕ 169/2015 7μ., πρβλ. και ΣτΕ 2436/2012 7μ., ΣτΕ 3575/2013), το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στην επταμελή σύνθεση, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), ορίζει δε εισηγητή ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως την Πάρεδρο Φρ. Γιαννακού και δικάσιμο την 21η Σεπτεμβρίου 2015.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.

Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Ορίζει δικάσιμο στην επταμελή σύνθεση την 21η Σεπτεμβρίου 2015 και εισηγητή την Πάρεδρο Φρ. Γιαννακού.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2015

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Ο Γραμματέας Μ. Καραμανώφ Δ. Λαγός

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2015.

Πηγή: Taxheaven