ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) υπόθεση C‑595/13 της 9ης Δεκεμβρίου 2015 (*) «Προδικαστική παραπομπή — Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Απαλλαγές — Άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6 — Αμοιβαία κεφάλαια — Έννοια — Επενδύσεις σε ακίνητα — Διαχείριση αμοιβαίων κεφα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) υπόθεση C‑595/13 της 9ης Δεκεμβρίου 2015 (*) «Προδικαστική παραπομπή — Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Απαλλαγές — Άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6 — Αμοιβαία κεφάλαια — Έννοια — Επενδύσεις σε ακίνητα — Διαχείριση αμοιβαίων κεφα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) υπόθεση C‑595/13 της 9ης Δεκεμβρίου 2015 (*) «Προδικαστική παραπομπή — Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Απαλλαγές — Άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6 — Αμοιβαία κεφάλαια — Έννοια — Επενδύσεις σε ακίνητα — Διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων — Έννοια — Τρέχουσα εκμετάλλευση ακινήτου»

Στην υπόθεση C‑595/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 1ης Νοεμβρίου 2013, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Νοεμβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Staatssecretaris van Financiën

κατά

Fiscale Eenheid X NV cs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο του τέταρτου τμήματος και προεδρεύοντα στο πέμπτο τμήμα, D. Šváby, A. Rosas (εισηγητή), E. Juhász και C. Vajda, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαρτίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Fiscale Eenheid X NV cs, εκπροσωπούμενη από τον T. Scheer, advocaat, και τους K. Bruins και M. Morawski, συμβούλους,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman, B. Koopman και H. Stergiou,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz και U. Persson, καθώς και από τους E. Karlsson, L. Swedenborg και C. Hagerman,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον L. Christie, επικουρούμενο από τον R. Hill, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον W. Roels και τη C. Soulay,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαΐου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί της εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991 (ΕΕ L 376, σ. 1, στο εξής: έκτη οδηγία).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργού Οικονομικών) και της Fiscale Eenheid X NV cs (στο εξής: X), με αντικείμενο την εκ των υστέρων βεβαίωση φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) η οποία εκδόθηκε εις βάρος της X για το 1996.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Οι ρυθμίσεις για τον ΦΠΑ

3        Το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας ορίζει ότι υπόκεινται σε ΦΠΑ, μεταξύ άλλων, οι «παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν».

4        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, «κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να θεωρεί ως έναν υποκείμενο στον φόρο τα εγκατεστημένα στο εσωτερικό της χώρας πρόσωπα, τα οποία είναι μεν ανεξάρτητα μεταξύ τους από νομικής απόψεως, συνδέονται όμως στενά από χρηματοδοτικής, οικονομικής και οργανωτικής απόψεως».

5        Το άρθρο 13, Β, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

[...]

δ)      τις ακόλουθες πράξεις:

[...]

6.      τη διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων, όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη.»

6        Η διάταξη του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν απαράλλακτη ως προς τη διατύπωσή της, στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1), η οποία κατάργησε και αντικατέστησε την έκτη οδηγία από 1ης Ιανουαρίου 2007.

 Οι ρυθμίσεις για την εποπτεία των επενδύσεων

7        Στην πρώτη και στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375, σ. 3, στο εξής: οδηγία ΟΣΕΚΑ), επισημαίνονται τα κάτωθι:

«[…] οι νομοθεσίες των κρατών μελών για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά τις υποχρεώσεις τις οποίες αυτοί υπέχουν και τους ελέγχους στους οποίους υπόκεινται· ότι οι διαφορές αυτές προξενούν διαταραχές στους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των οργανισμών αυτών και δεν εξασφαλίζουν ίση προστασία στους μεριδιούχους·

[…] ως εκ τούτου, ενδείκνυται ο συντονισμός των εθνικών νομοθεσιών που διέπουν τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων προκειμένου να γίνει σε κοινοτικό επίπεδο η προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των οργανισμών αυτών και να επιτευχθεί στον τομέα αυτό πιο αποτελεσματική και πιο ομοιόμορφη προστασία των μεριδιούχων· ο συντονισμός αυτός ενδείκνυται για να διευκολυνθούν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που εδρεύουν σε ένα κράτος μέλος να διαθέτουν τα μερίδιά τους στο έδαφος άλλων κρατών μελών.»

8        Η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ΟΣΕΚΑ οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της με τον ακόλουθο τρόπο:

«[…] ο συντονισμός των νομοθεσιών των κρατών μελών πρέπει κατ’ αρχάς να περιοριστεί στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, εκτός των “κλειστού” τύπου, οι οποίοι προωθούν την πώληση των μεριδίων τους στο κοινό μέσα στην Κοινότητα και των οποίων μοναδικός σκοπός είναι η επένδυση σε κινητές αξίες· η ρύθμιση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων στους οποίους δεν εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία θέτει διάφορα προβλήματα τα οποία πρέπει να διευθετηθούν από άλλες διατάξεις και ότι, συνεπώς, οι οργανισμοί αυτοί θα αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενέστερου συντονισμού [...].»

9        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/108/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002 (ΕΕ L 41, σ. 35), η οποία δεν είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη υπάγουν στην παρούσα οδηγία τους εδρεύοντες στο έδαφός τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ).

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 2, ως ΟΣΕΚΑ νοούνται οι οργανισμοί:

–        που μοναδικό σκοπό έχουν να επενδύουν συλλογικά σε κινητές αξίες ή/και σε άλλα ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, τα κεφάλαια που συγκεντρώνουν από το κοινό, και των οποίων η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων, και

–        των οποίων τα μερίδια, μετά από αίτηση των κομιστών, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, με στοιχεία του ενεργητικού των οργανισμών αυτών. Προς αυτές τις εξαγορές ή εξοφλήσεις εξομοιώνονται οι ενέργειες ενός ΟΣΕΚΑ που στοχεύουν στο να μην αποκλίνει αισθητά η χρηματιστηριακή τιμή των μεριδίων του από την καθαρή αξία του ενεργητικού τους.»

10      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/107/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002 (ΕΕ L 41, σ. 20), η οποία δεν είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, ορίζει ότι «η δραστηριότητα της διαχείρισης unit trusts/αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρειών επενδύσεων περιλαμβάνει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις λειτουργίες που αναφέρονται στο παράρτημα II, ο κατάλογος των οποίων είναι ενδεικτικός».

11      Στο εν λόγω παράρτημα II, μεταξύ των «λειτουργιών που περιλαμβάνονται στη δραστηριότητα της συλλογικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου», μνημονεύονται και τα ακόλουθα:

«—      Διαχείριση επενδύσεων

—      Διοίκηση:

α)      νομικές υπηρεσίες και υπηρεσίες λογιστικής διαχείρισης του αμοιβαίου κεφαλαίου·

β)      πληροφορίες πελατών·

γ)      αποτίμηση του χαρτοφυλακίου και καθορισμός της αξίας των μεριδίων, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών θεμάτων·

δ)      έλεγχος της τήρησης των κανονιστικών διατάξεων·

ε)      τήρηση μητρώου μεριδιούχων·

στ)      διανομή εσόδων·

ζ)      εκδόσεις μεριδίων και εξαγορές·

η)      συμβατικοί διακανονισμοί (συμπεριλαμβανομένης της αποστολής πιστοποιητικών)·

θ)      αρχείο.

—      Μάρκετινγκ».

12      Η εποπτεία των επενδύσεων έχει ενισχυθεί με την έκδοση της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009 και (ΕΕ) 1095/2010 (ΕΕ L 174, σ. 1), η οποία όμως δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 34 και 58 της οδηγίας εκείνης συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν και τα αμοιβαία ακινήτων.

 Το ολλανδικό δίκαιο

13      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, του νόμου του 1968 για τον φόρο κύκλου εργασιών (Wet op de Omzetbelasting 1968), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος για τον ΦΠΑ), «στις περιπτώσεις φυσικών προσώπων και οργανισμών κατά την έννοια του φορολογικού κώδικα [Algemene wet inzake riijksbelastigen], που χαρακτηρίζονται επιχειρήσεις σύμφωνα με τον ορισμό του παρόντος άρθρου, διαμένουν ή εδρεύουν στις Κάτω Χώρες ή διατηρούν εκεί μόνιμη εγκατάσταση και έχουν μεταξύ τους τέτοιους χρηματοδοτικούς, οικονομικούς και οργανωτικούς δεσμούς ώστε να συνθέτουν μια μονάδα, η αρμόδια αρχή εκδίδει, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός ή περισσοτέρων εξ αυτών είτε αυτεπαγγέλτως, απόφαση η οποία υπόκειται σε προσφυγή και με την οποία αναγνωρίζεται ότι τα εν λόγω πρόσωπα συνιστούν μία ενιαία επιχείρηση από την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα, μετά την έκδοση της σχετικής αποφάσεως της φορολογικής αρχής. Οι προϋποθέσεις συστάσεως, τροποποιήσεως και λύσεως της φορολογικής μονάδας μπορούν να καθοριστούν με υπουργική απόφαση».

14      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο i, σημείο 3, του νόμου για τον ΦΠΑ ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί από επενδυτικά κεφάλαια και εταιρίες επενδύσεως με σκοπό συλλογικές επενδύσεις.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Η X αποτελεί ενιαία φορολογική μονάδα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, του νόμου για τον ΦΠΑ, ήτοι έναν υποκείμενο στον φόρο για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας.

16      Στην ενιαία αυτή φορολογική μονάδα ανήκει και η A Beheer NV (στο εξής: A).

17      Το 1996 η A συνήψε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τρεις εταιρίες εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες. Οι εταιρίες αυτές δεν ανήκουν στην Χ. Έχουν συσταθεί από διάφορα συνταξιοδοτικά ταμεία. Κατόπιν της συστάσεώς τους, εξέδωσαν τίτλους και μερίδια συμμετοχής που πωλήθηκαν σε τρίτους. Η δραστηριότητά τους συνίσταται στην απόκτηση τίτλων και μεριδίων συμμετοχής, καθώς και στην αγοραπωλησία και την εκμετάλλευση ακινήτων. Καμία τους δεν απασχολεί προσωπικό. Οι μέτοχοι έχουν έναντι των εταιριών αυτών αξίωση προς καταβολή μερίσματος.

18      Από τις προαναφερθείσες συμβάσεις προκύπτει ότι η Α αναλάμβανε εξ επαχθούς αιτίας για λογαριασμό των ως άνω εταιριών, ως εντολέων της, τα εξής:

α)      τα καθήκοντα του διευθύνοντος συμβούλου των εντολέων·

β)      όλες τις εκτελεστικής φύσεως δραστηριότητες οι οποίες απορρέουν για τους εντολείς από νομοθετικές ρυθμίσεις, καταστατικά, κανονισμούς και διοικητικές αποφάσεις·

γ)      τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των εντολέων, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα Ι των αντίστοιχων συμβάσεων·

δ)      την απόδοση λογαριασμών, την επεξεργασία δεδομένων και τον εσωτερικό λογιστικό έλεγχο·

ε)      τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων των εντολέων, περιλαμβανομένης της αγοραπωλησίας των ακινήτων τους, και

στ)      την απόκτηση τίτλων και μεριδίων συμμετοχής.

19      Το παράρτημα Ι στο οποίο αναφέρεται το στοιχείο γ΄ ανωτέρω προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η παροχή υπηρεσιών διαχείρισης [...] περιλαμβάνει:

A.      Διαχείριση ακινήτων:

1.      εποπτεία του ακινήτου και της χρήσης του, καθώς και διατήρηση επαφών με τους μισθωτές στο πλαίσιο αυτό·

2.      ανάθεση σε μεσιτικό γραφείο για λογαριασμό του εντολέα, σε περίπτωση διαθεσιμότητας κάποιου ακινήτου· αξιολόγηση των υποψηφίων για τη μίσθωση του ακινήτου·

3.      επιθεώρηση του μισθίου μετά την απόδοσή του και κατάρτιση πρωτοκόλλου παράδοσης-παραλαβής του μισθίου·

4.      είσπραξη μισθωμάτων [...] και συνεννοήσεις με τους οφειλέτες· εξέταση του φακέλου σε περίπτωση στεγαστικού επιδόματος·

5.      κοστολόγηση και επιμέλεια εργασιών συντηρήσεως ευρείας κλίμακας, καθώς και τεχνικός έλεγχος και επίβλεψη αυτών [...]·

6.      παραγγελία προς εκτέλεση εργασιών συντηρήσεως μικρής κλίμακας και επίβλεψη αυτών·

7.      παραγγελία των απαιτούμενων συναφώς αγαθών ή/και υπηρεσιών· έλεγχος της ποιότητάς τους και χρέωση αυτών στους μισθωτές με την έκδοση των σχετικών τιμολογίων·

8.      διεκπεραίωση των διοικητικών διατυπώσεων για όλα τα ανωτέρω και

9.      ανάληψη κάθε απαραίτητης τρέχουσας νομικής ενέργειας, όπως παραδείγματος χάρη για την αύξηση των μισθωμάτων και για την παράταση της ισχύος των μισθωτηρίων.

[...]»

20      Όλες οι υποχρεώσεις τις οποίες αναλάμβανε η Α δυνάμει των επίδικων συμβάσεων έπρεπε να εκτελεστούν είτε από την ίδια είτε από τρίτους, για λογαριασμό της και υπ’ ευθύνη της. Για τις σχετικές δραστηριότητες η Α έλαβε από καθεμία από τις αντισυμβαλλόμενές της εταιρίες αμοιβή ίση με το 8 % της συνολικής αξίας των ετήσιων μισθωμάτων τα οποία θα έπρεπε να εισπράξει η αντίστοιχη εταιρία από τα ακίνητα που είχε στην κυριότητά της.

21      Η Χ δεν κατέβαλε ΦΠΑ επί των αμοιβών που έλαβε από τις τρεις αυτές εταιρίες, θεωρώντας ότι οι υπηρεσίες οι οποίες παρασχέθηκαν, είτε από την ίδια είτε από τρίτους υπ’ ευθύνη της, απαλλάσσονταν δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο i, σημείο 3, του νόμου για τον ΦΠΑ.

22      Η αρμόδια εθνική φορολογική αρχή (στο εξής: φορολογική αρχή) έκρινε, εντούτοις, ότι απαλλάσσονταν κατ’ εφαρμογήν της συγκεκριμένης διατάξεως μόνον οι δραστηριότητες στις οποίες αναφέρονταν τα στοιχεία ε΄ και στ΄ των επίδικων συμβάσεων, ήτοι η αγοραπωλησία ακινήτων καθώς και η απόκτηση τίτλων και μεριδίων συμμετοχής. Ως εκ τούτου, εξέδωσε εις βάρος της X, αναφορικά με τις λοιπές δραστηριότητες, διορθωτική πράξη επιβολής ΦΠΑ για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως και 31 Δεκεμβρίου 1996.

23      Η φορολογική αρχή, κατόπιν ενστάσεως που ασκήθηκε κατά της ως άνω πράξεως, μείωσε μεν το σχετικό ποσό, επαναλαμβάνοντας όμως ότι ορισμένες από τις υπηρεσίες τις οποίες παρείχε η A δεν απαλλάσσονταν από τον ΦΠΑ. Θεωρώντας ότι η μείωση αυτή ήταν ανεπαρκής, η Χ άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της φορολογικής αρχής ενώπιον του Rechtbank Breda (πρωτοδικείου του Breda). Το δικαστήριο αυτό έκρινε την προσφυγή βάσιμη, ακύρωσε τη διοικητική απόφαση και μείωσε περαιτέρω το ποσό που είχε καταλογιστεί.

24      Η φορολογική αρχή άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Rechtbank Breda ενώπιον του Gerechtshof te ‘s Hertogenbosch (εφετείου του ‘s Hertogenbosch), το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

25      Ο Υφυπουργός Οικονομικών άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Gerechtshof te ‘s Hertogenbosch ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών). Ο εισαγγελέας του Hoge Raad der Nederlanden εισηγήθηκε στο δικαστήριο αυτό να απορρίψει την αναίρεση ως αβάσιμη.

26      Το Hoge Raad der Nederlanden διερωτάται αν εταιρίες επενδύσεων όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, των οποίων το κεφάλαιο συγκεντρώνεται από περισσότερους επενδυτές με σκοπό την αγορά, την κατοχή, τη διαχείριση και την πώληση ακινήτων για την πραγματοποίηση κέρδους που θα διανεμηθεί υπό τη μορφή μερίσματος σε όλους τους μεριδιούχους, οι οποίοι αντλούν, εξάλλου, όφελος και από την αύξηση της αξίας της συμμετοχής τους, πρέπει να θεωρηθούν «αμοιβαία κεφάλαια» κατά την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας. Ειδικότερα, διερωτάται αν το γεγονός ότι τα κεφάλαια επενδύονται σε ακίνητα σημαίνει ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής.

27      Για την περίπτωση όπου οι εταιρίες αυτές μπορούν όντως να θεωρηθούν «αμοιβαία κεφάλαια» κατά την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, το Hoge Raad der Nederlanden ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον η τρέχουσα εκμετάλλευση ακινήτων, η οποία περιλαμβάνει κάθε ενέργεια σχετική με την εκμίσθωση και με τη συντήρησή τους και είχε ανατεθεί από τις εν λόγω εταιρίες σε έναν τρίτο, ήτοι την Α, συνιστά δραστηριότητα «διαχειρίσεως» κατά την έννοια της συγκεκριμένης διατάξεως.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)       Έχει το άρθρο 13, B, αρχή και στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας την έννοια ότι εταιρία, η οποία συστάθηκε από περισσότερους του ενός επενδυτές με μοναδικό σκοπό την σε ακίνητα επένδυση των συγκεντρωμένων περιουσιακών στοιχείων, δύναται να θεωρηθεί αμοιβαίο κεφάλαιο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής;

2)       Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχει το άρθρο 13, B, αρχή και στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας την έννοια ότι στον όρο “διαχείριση” εμπίπτει επίσης η ανατεθείσα από την εταιρία σε τρίτον πραγματική εκμετάλλευση των ακινήτων της εταιρίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος, σχετικά με την έννοια «αμοιβαία κεφάλαια»

29      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν, όπως συνάγεται από την απόφαση περί παραπομπής, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εταιρίες επενδύσεων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, των οποίων το κεφάλαιο συγκεντρώνεται από περισσότερους επενδυτές με σκοπό την αγορά, την κατοχή, τη διαχείριση και την πώληση ακινήτων για την πραγματοποίηση κέρδους που θα διανεμηθεί υπό τη μορφή μερίσματος σε όλους τους μεριδιούχους, οι οποίοι αντλούν, εξάλλου, όφελος και από την αύξηση της αξίας της συμμετοχής τους, πρέπει να θεωρηθούν «αμοιβαία κεφάλαια» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

30      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι οι απαλλαγές που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης οι οποίες πρέπει, κατ’ αρχήν, να ορίζονται με τον ίδιο τρόπο προκειμένου να αποτρέπονται αποκλίσεις κατά την εφαρμογή του συστήματος του ΦΠΑ από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, οπότε τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να μεταβάλουν το περιεχόμενό τους, τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση όπου ο νομοθέτης της Ένωσης έχει αναθέσει σε αυτά την ευθύνη να ορίσουν κάποιους από τους όρους που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο προβλεπόμενης απαλλαγής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Abbey National, C‑169/04, EU:C:2006:289, σκέψεις 38 και 39, JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C-363/05, EU:C:2007:391, σκέψεις 19 και 20, Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 16, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 40).

31      Εν προκειμένω, το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας παραπέμπει στα κράτη μέλη για τον ορισμό της έννοιας «αμοιβαία κεφάλαια» (βλ. αποφάσεις Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 16, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 40).

32      Η εξουσία που αναγνωρίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στα κράτη μέλη ως προς τον ορισμό της έννοιας δεν είναι απεριόριστη, αφού απαγορεύεται να επέμβουν στη διατύπωση την οποία έχει χρησιμοποιήσει ο νομοθέτης της Ένωσης για τη συγκεκριμένη απαλλαγή. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιλέξουν ποια από τα αμοιβαία κεφάλαια θα τυγχάνουν της απαλλαγής και ποια όχι, διότι έτσι θα καθίστατο άνευ νοήματος ο ίδιος ο όρος «αμοιβαία κεφάλαια». Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη παρέχει στα κράτη μέλη απλώς και μόνον την εξουσία να ορίσουν, στο εσωτερικό τους δίκαιο, ποια κεφάλαια καλύπτει ο όρος «αμοιβαία κεφάλαια» (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C‑363/05, EU:C:2007:391, σκέψεις 41 έως 43, Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 17, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 41).

33      Τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να ασκούν την εξουσία που τους αναγνωρίζεται για τον ορισμό της έννοιας «αμοιβαία κεφάλαια» κατά τρόπο σύμφωνο τόσο με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η έκτη οδηγία όσο και με την εγγενή στο κοινό σύστημα ΦΠΑ αρχή της φορολογικής ουδετερότητας (βλ., σχετικά, αποφάσεις JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C‑363/05, EU:C:2007:391, σκέψεις 22 και 43, Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 18, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 42).

34      Σημειωτέον επ’ αυτού ότι σκοπός της απαλλαγής των πράξεων που συνδέονται με τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων είναι, πρωτίστως, να διευκολυνθούν οι επενδυτές να επενδύουν σε τίτλους μέσω οργανισμών επενδύσεων, χωρίς το κόστος του ΦΠΑ, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ουδετερότητα του κοινού συστήματος του ΦΠΑ ως προς την επιλογή μεταξύ της άμεσης επενδύσεως σε κινητές αξίες και της επενδύσεως μέσω οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (βλ. αποφάσεις JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C‑363/05, EU:C:2007:391, σκέψη 45, Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 19, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 43).

35      Πρέπει επομένως να εξεταστεί, στο πλαίσιο της εφαρμογής της έκτης οδηγίας, αν εταιρίες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες έχουν συσταθεί από περισσότερους επενδυτές με μοναδικό σκοπό την επένδυση σε ακίνητα του κεφαλαίου που συγκεντρώθηκε, μπορούν να θεωρηθούν «αμοιβαία κεφάλαια» κατά την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της εν λόγω οδηγίας.

36      Υπενθυμίζεται ότι τα κεφάλαια που συνιστούν οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίας κατά την έννοια της οδηγίας ΟΣΕΚΑ αποτελούν αμοιβαία κεφάλαια (βλ. στο ίδιο πνεύμα, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Deutsche Bank, C‑44/11, EU:C:2012:484, σκέψεις 32, Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 23, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 46). Από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας προκύπτει ότι ως οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίας νοούνται οι οργανισμοί των οποίων μοναδικός σκοπός είναι να επενδύουν τα κεφάλαια που έχουν συγκεντρώσει από το κοινό συλλογικά σε κινητές αξίες, των οποίων η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων και των οποίων τα μερίδια, μετά από αίτηση των κομιστών, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, με στοιχεία του ενεργητικού των οργανισμών αυτών.

37      Επιπλέον, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως αμοιβαία και τα κεφάλαια τα οποία, χωρίς να αποτελούν οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, έχουν τα ίδια γνωρίσματα με αυτούς και προβαίνουν, ως εκ τούτου, στις ίδιες πράξεις ή, τουλάχιστον, έχουν παρεμφερή γνωρίσματα σε τέτοιον βαθμό ώστε να τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με αυτούς (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Abbey National, C‑169/04, EU:C:2006:289, σκέψεις 53 έως 56, JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C-363/05, EU:C:2007:391, σκέψεις 48 έως 51, Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 24, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 47).

38      Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι εταιρίες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες έχουν συσταθεί από περισσότερους επενδυτές με μοναδικό σκοπό την επένδυση σε ακίνητα του κεφαλαίου που συγκεντρώθηκε, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελούν οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας ΟΣΕΚΑ. Πράγματι, μια επένδυση αποκλειστικά σε ακίνητα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, δεδομένου ότι αυτό καλύπτει, όπως καθίσταται σαφές από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας, μόνον επενδύσεις σε κινητές αξίες.

39      Για να μπορούν να θεωρηθούν αμοιβαία κεφάλαια απαλλασσόμενα δυνάμει του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, εταιρίες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει, κατά συνέπεια, να εμφανίζουν τα ίδια γνωρίσματα με τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων όπως ορίζονται στην οδηγία ΟΣΕΚΑ και να προβαίνουν στις ίδιες πράξεις ή, τουλάχιστον, να έχουν παρεμφερή γνωρίσματα με τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε τέτοιον βαθμό ώστε να τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με αυτούς.

40      Εισαγωγικώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως εξήγησε και η γενική εισαγγελέας στα σημεία 22 έως 29 των προτάσεών της, η απαλλαγή του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας ισχύει για οργανισμούς επενδύσεων οι οποίοι υπόκεινται, σε εθνικό επίπεδο, σε ειδική εποπτεία.

41      Όπως έχει επανειλημμένως επισημάνει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ερμηνείας της απαλλαγής της διαχειρίσεως των αμοιβαίων κεφαλαίων, η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών για τον ΦΠΑ προηγήθηκε της εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με την έγκριση και την εποπτεία των επενδυτικών κεφαλαίων και, πιο συγκεκριμένα, της οδηγίας ΟΣΕΚΑ (αποφάσεις Abbey National, C‑169/04, EU:C:2006:289, σκέψη 55, και JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C‑363/05, EU:C:2007:391, σκέψη 32).

42      Όπως παρατήρησε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 21 των προτάσεών της, αρχικώς τα κράτη μέλη καθόριζαν ποια κεφάλαια έπρεπε, ως επενδυτικά, να ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο και να υπόκεινται, κατ’ επέκταση, σε καθεστώς αδειοδοτήσεως και εποπτείας, δηλαδή να εγκρίνονται από τις δημόσιες αρχές και να ελέγχονται, με σκοπό ιδίως την προστασία των επενδυτών. Έτσι, με την παραπομπή που γίνεται στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών για τον ορισμό της έννοιας «αμοιβαία κεφάλαια», εξασφαλίζεται ότι η απαλλαγή του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας θα ισχύει μόνο για τις επενδύσεις οι οποίες υπόκεινται σε ειδική κρατική εποπτεία.

43      Από την πρώτη και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ΟΣΕΚΑ προκύπτει, λόγω των διαφορών που υπήρχαν στις νομοθεσίες των κρατών μελών για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, ιδίως όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους και τους ελέγχους στους οποίους έπρεπε να υπόκεινται, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να συντονίσει τις σχετικές εθνικές νομοθεσίες προκειμένου να επιτευχθεί, σε επίπεδο Ένωσης, προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των οργανισμών αυτών, να καταστεί πιο αποτελεσματική και πιο ομοιόμορφη η προστασία των μεριδιούχων στον οικείο τομέα και να διευκολυνθεί η εμπορία των μεριδίων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και στα λοιπά κράτη μέλη, πέραν εκείνου της έδρας τους.

44      Κατόπιν τούτου, η οδηγία ΟΣΕΚΑ έθεσε, ως προς τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων οι οποίοι έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος, ελάχιστους κοινούς κανόνες σχετικά με την έγκρισή τους, τη δομή τους, τη δραστηριότητά τους και τις πληροφορίες που απαιτείται να δημοσιεύουν.

45      Αποτέλεσμα της εκδόσεως της οδηγίας ΟΣΕΚΑ και της συνακόλουθης ρυθμίσεως, για πρώτη φορά σε επίπεδο Ένωσης, της εποπτείας των επενδυτικών κεφαλαίων ήταν να περιοριστεί η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών ως προς τον ορισμό των αμοιβαίων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας.

46      Επομένως, ο συντονισμός, σε επίπεδο Ένωσης, των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με την εποπτεία των επενδύσεων ήλθε να σωρευθεί με την εξουσία των κρατών μελών ως προς τον ορισμό κάποιων εννοιών. Κατόπιν τούτου, το περιεχόμενο του όρου «αμοιβαία κεφάλαια», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, καθορίζεται ταυτόχρονα τόσο από το δίκαιο της Ένωσης όσο και από το εθνικό δίκαιο.

47      Έτσι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι πρέπει να θεωρούνται απαλλασσόμενα αμοιβαία κεφάλαια κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, αφενός, επενδύσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΟΣΕΚΑ και υπόκεινται, στο πλαίσιο αυτό, σε ειδική κρατική εποπτεία, και αφετέρου, κεφάλαια τα οποία, καίτοι δεν αποτελούν οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κατά την έννοια της συγκεκριμένης οδηγίας, εμφανίζουν ίδια χαρακτηριστικά με τέτοιους οργανισμούς και προβαίνουν, κατ’ επέκταση, στις ίδιες πράξεις ή, τουλάχιστον, έχουν παρεμφερή γνωρίσματα σε τέτοιον βαθμό ώστε να τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με τους οργανισμούς αυτούς (αποφάσεις Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψεις 23 και 24, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψεις 46 και 47).

48      Όπως όμως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών της, μόνον επενδύσεις επί των οποίων ασκείται ειδική κρατική εποπτεία είναι δυνατό να υπόκεινται σε ίδιες συνθήκες ανταγωνισμού και να απευθύνονται στον ίδιο κύκλο επενδυτών. Συνεπώς, τα άλλα αυτά είδη επενδυτικών κεφαλαίων μπορούν, κατ’ αρχήν, να τυγχάνουν της απαλλαγής του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, εφόσον τα κράτη μέλη προβλέπουν, και ως προς αυτά, ανάλογο καθεστώς ειδικής κρατικής εποπτείας.

49      Ως εκ τούτου, όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, ότι μια επένδυση αποτελούμενη αποκλειστικά από ακίνητα, για τα οποία δεν ίσχυαν οι κανόνες εποπτείας που προβλέπονταν από το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης το 1996, ήτοι από την οδηγία ΟΣΕΚΑ, μπορεί να συνιστά αμοιβαίο κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, εκτός αν το εθνικό δίκαιο προέβλεπε, ως προς αυτήν, καθεστώς ειδικής κρατικής εποπτείας.

50      Εφόσον από τα στοιχεία τα οποία περιέχει η απόφαση περί παραπομπής δεν μπορεί να συναχθεί κατά πόσον συνέβαινε κάτι τέτοιο στην υπόθεση της κύριας δίκης, αρμόδιο να κρίνει συναφώς είναι το αιτούν δικαστήριο.

51      Για την περίπτωση όπου το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι τρεις εταιρίες στις οποίες η A παρείχε διάφορες υπηρεσίες υπάγονταν πράγματι σε τέτοιο καθεστώς ειδικής κρατικής εποπτείας, πρέπει επίσης να εξεταστεί αν οι εταιρίες αυτές εμφανίζουν και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που απαιτούνται προκειμένου να μπορούν να θεωρηθούν αμοιβαία κεφάλαια δυνάμενα να τύχουν απαλλαγής υπό το πρίσμα τόσο του σκοπού του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας όσο και της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας.

52      Η Χ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν συναφώς ότι τα χαρακτηριστικά των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εταιριών συμπίπτουν με τα χαρακτηριστικά αμοιβαίου κεφαλαίου, όπως αυτά προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, ένα επενδυτικό κεφάλαιο θεωρείται παρεμφερές με τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων όπως αυτοί ορίζονται στην οδηγία ΟΣΕΚΑ όταν έχουν αγοραστεί μερίδια συμμετοχής στο εν λόγω κεφάλαιο, η απόδοση της επενδύσεως που έχουν πραγματοποιήσει οι μεριδιούχοι εξαρτάται από τα αποτελέσματα των επενδύσεων στις οποίες προβαίνουν οι διαχειριστές του κεφαλαίου κατά το χρονικό διάστημα κατοχής των μεριδίων και οι μεριδιούχοι έχουν δικαίωμα επί των κερδών από τη διαχείριση του κεφαλαίου ή φέρουν τον κίνδυνο που συνδέεται με αυτήν (βλ., σχετικά, απόφαση Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 27). Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι φορείς συνταξιοδοτικών παροχών μπορούν να θεωρηθούν αμοιβαία κεφάλαια, όταν χρηματοδοτούνται από τους δικαιούχους των συντάξεων, τα αποταμιευόμενα ποσά επενδύονται σύμφωνα με την αρχή της κατανομής των κινδύνων και οι ασφαλισμένοι φέρουν τον κίνδυνο των επενδύσεων (απόφαση ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 59).

53      Κατά τα φαινόμενα οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εταιρίες εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που έχει παράσχει το αιτούν δικαστήριο και των στοιχείων της δικογραφίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

54      Οι εταιρίες αυτές συγκεντρώνουν κεφάλαια προερχόμενα από διάφορα συνταξιοδοτικά ταμεία και η δραστηριότητά τους συνίσταται στην αγορά, την κατοχή, τη διαχείριση και την πώληση ακινήτων με σκοπό την πραγματοποίηση του υψηλότερου δυνατού κέρδους. Έχουν εκδώσει τίτλους συμμετοχής οι οποίοι παρέχουν στους κατόχους τους δικαίωμα σε ανάλογο τμήμα του κέρδους, υπό τη μορφή μερίσματος. Οι κάτοχοι των μεριδίων συμμετοχής έχουν επίσης δικαίωμα στα κέρδη της οικείας εταιρίας κατόπιν της αυξήσεως της αξίας της συμμετοχής τους. Οι μεριδιούχοι φέρουν και τον κίνδυνο της επενδύσεως. Οι επενδυτές οι οποίοι έχουν εισφέρει περιουσιακά τους στοιχεία στο κεφάλαιο καθεμίας από τις εταιρίες αυτές αναλαμβάνουν τον κίνδυνο που συνδέεται με τη διαχείρισή του. Το οικονομικό όφελος που αντλούν οι εν λόγω επενδυτές, υπό τη μορφή μερίσματος, εξαρτάται από την απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού της αντίστοιχης εταιρίας. Το κεφάλαιο των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εταιριών είναι ανοικτό σε διάφορους επενδυτές, οι οποίοι είναι μάλιστα ελεύθεροι να μεταβιβάσουν τα μερίδια συμμετοχής τους σε τρίτους, εφόσον το επιθυμούν. Επιπλέον, οι νέοι επενδυτές έχουν τη δυνατότητα να εγγραφούν και να εισφέρουν νέα κεφάλαια στην κάθε εταιρία.

55      Σημειωτέον ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της Σουηδικής Κυβερνήσεως ότι, στην περίπτωση αμοιβαίων ακινήτων, δεν χωρεί κατανομή των κινδύνων.

56      Όσον αφορά, ειδικότερα, τις επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εταιρίες, βάσει της διαδικασίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και της δικογραφίας ενώπιον του Δικαστηρίου γίνεται μάλλον δεκτό ότι τα περιουσιακά στοιχεία που συγκεντρώνονται επενδύονται σύμφωνα με την αρχή της κατανομής των κινδύνων. Τα κεφάλαια επενδύονται σε διάφορα είδη ακινήτων, τόσο κατοικίες όσο και εμπορικής χρήσεως, και σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές.

57      Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι πρόκειται για επενδύσεις σε ακίνητα είναι άνευ σημασίας ως προς τη φύση των δραστηριοτήτων των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εταιριών, ήτοι τη συλλογική διαχείριση κεφαλαίων. Πράγματι, το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας αναφέρεται γενικά σε «αμοιβαία κεφάλαια», χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένο είδος επενδύσεως ούτε να διακρίνει ανάλογα με τα στοιχεία του ενεργητικού στα οποία επενδύονται τα κεφάλαια. Από πουθενά, επομένως, δεν συνάγεται ότι τυγχάνουν της προβλεπόμενης στην εν λόγω διάταξη απαλλαγής μόνον οι επενδύσεις σε τίτλους και ότι, αντιθέτως, άλλου είδους επενδύσεις αποκλείονται από αυτήν. Ειδικότερα, ούτε το όλο πλαίσιο ούτε το γράμμα ούτε ο σκοπός του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιορίσει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, ώστε να καλύπτει μόνον οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες.

58      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πάντως, αν ο σκοπός της προβλεπόμενης στην εν λόγω διάταξη απαλλαγής, όπως αυτός απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί να επιτευχθεί όταν πρόκειται για ακίνητα, παρατηρώντας, πιο συγκεκριμένα, ότι η σχετική νομολογία αφορά μόνον επενδύσεις σε κινητές αξίες.

59      Επ’ αυτού διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε η X, το γεγονός ότι η υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου αφορά μόνον περιπτώσεις όπου η συλλογική περιουσία είχε επενδυθεί σε τίτλους εξηγείται από το αντικείμενο των υποθέσεων που είχαν υποβληθεί μέχρι σήμερα στην κρίση του, αφού ουδέποτε κλήθηκε να εξετάσει πραγματικά περιστατικά σχετικά με επενδύσεις σε άλλου είδους στοιχεία του ενεργητικού.

60      Όπως όμως σημειώνεται στην έκτη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 24 της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, και όπως συνάγεται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της ίδιας οδηγίας, κατόπιν της τροποποιήσεώς του με την οδηγία 2001/108, η οποία δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, ο συντονισμός των νομοθεσιών σχετικά με την εποπτεία μπορεί κάλλιστα να ισχύει και για άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, και όχι μόνο για τους ΟΣΕΚΑ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C‑363/05, EU:C:2007:391, σκέψεις 32 και 34). Επομένως, η επένδυση σε κινητές αξίες είναι απλώς μία από περισσότερες μορφές επενδύσεων που υπόκεινται σε ρύθμιση.

61      Το γεγονός ότι η οδηγία 2011/61, η οποία αποτελεί, σε επίπεδο Ένωσης, ένα νέο βήμα προς την εναρμόνιση όσον αφορά την ειδική κρατική εποπτεία των επενδύσεων, εφαρμόζεται και στα αμοιβαία ακίνητα, όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 34 της οδηγίας αυτής, ενισχύει την ως άνω ερμηνεία.

62      Συνακόλουθα, αν δεν επιτρεπόταν σε εταιρίες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης να τύχουν της απαλλαγής του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας για τον λόγο ότι η διαχείριση αφορούσε ακίνητα, θα θιγόταν η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.

63      Πράγματι, από τη στιγμή που οι επενδύσεις, είτε γίνονται σε κινητές αξίες είτε σε ακίνητα, υπόκεινται σε παρεμφερές καθεστώς ειδικής κρατικής εποπτείας, υπάρχει άμεσος ανταγωνισμός μεταξύ τους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκείνο που προέχει για τον επενδυτή είναι το όφελος το οποίο θα του αποφέρουν αυτές οι επενδύσεις. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από απόψεως ΦΠΑ παρόμοιες παροχές υπηρεσιών, οι οποίες τελούν, ως εκ τούτου, σε σχέση ανταγωνισμού (βλ. απόφαση Wheels Common Investment Fund Trustees κ.λπ., C‑424/11, EU:C:2013:144, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Κατόπιν τούτου, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι εταιρίες επενδύσεων όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, των οποίων το κεφάλαιο εισφέρεται από περισσότερους επενδυτές που φέρουν τον κίνδυνο της διαχειρίσεως των στοιχείων του ενεργητικού τα οποία συγκεντρώνονται με σκοπό την αγορά, την κατοχή, τη διαχείριση και την πώληση ακινήτων για την πραγματοποίηση κέρδους που θα διανεμηθεί υπό τη μορφή μερίσματος σε όλους τους μεριδιούχους, οι οποίοι αντλούν, εξάλλου, όφελος και από την αύξηση της αξίας της συμμετοχής τους, μπορούν να θεωρηθούν «αμοιβαία κεφάλαια» κατά τη συγκεκριμένη διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι οι εταιρίες αυτές υπόκεινται, στο οικείο κράτος μέλος, σε ειδική κρατική εποπτεία.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος, σχετικά με την έννοια «διαχείριση»

65      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο όρος «διαχείριση» που χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή αφορά και την ανατεθείσα σε τρίτον τρέχουσα εκμετάλλευση ακινήτων αμοιβαίου κεφαλαίου.

66      Από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει, αφενός, ότι ως «τρίτος» νοείται η A, η οποία είχε αναλάβει όλες τις σχετικές με τη διαχείριση ενέργειες για λογαριασμό των τριών επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εταιριών και, αφετέρου, ότι η τρέχουσα εκμετάλλευση ακινήτου περιλαμβάνει, ειδικότερα, την εκμίσθωσή του, την ευθύνη για τις υφιστάμενες μισθώσεις και την ανάθεση σχετικών καθηκόντων σε τρίτους, καθώς και τον έλεγχο των εργασιών συντηρήσεως.

67      Πρέπει, συνεπώς, να αποσαφηνιστεί αν η διαχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, αναφέρεται αποκλειστικά στην αγοραπωλησία ακινήτων ή αν καλύπτει και την τρέχουσα εκμετάλλευσή τους.

68      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό των απαλλαγών του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Πάντως, η ερμηνεία των όρων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τους σκοπούς που επιδιώκουν οι εν λόγω απαλλαγές και να συνάδει με τις επιταγές της εγγενούς στο κοινό σύστημα ΦΠΑ αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Επίσης, αυτός ο κανόνας της στενής ερμηνείας επ’ ουδενί σημαίνει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό των απαλλαγών του άρθρου 13 θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπον ώστε οι οικείες απαλλαγές να στερούνται αποτελεσμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Zimmermann, C‑174/11, EU:C:2012:716, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Mapfre asistencia και Mapfre warranty, C‑584/13, EU:C:2015:488, σκέψη 26).

69      Έτσι, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ο όρος «διαχείριση» αμοιβαίων κεφαλαίων, όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης της οποίας το περιεχόμενο δεν επιτρέπεται να τροποποιείται από τα κράτη μέλη (απόφαση Abbey National, C‑169/04, EU:C:2006:289, σκέψη 43).

70      Ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει ορίσει τη συγκεκριμένη έννοια.

71      Το Δικαστήριο έχει εντούτοις διευκρινίσει ότι οι πράξεις τις οποίες αφορά η απαλλαγή της διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων είναι αυτές που προσιδιάζουν στη δραστηριότητα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (αποφάσεις Abbey National, C‑169/04, EU:C:2006:289, σκέψη 63, Deutsche Bank, C‑44/11, EU:C:2012:484, σκέψη 31, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 65). Όσον αφορά, ειδικότερα, τις υπηρεσίες που παρέχει τρίτος διαχειριστής, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι σχετικές πράξεις πρέπει να συνθέτουν χωριστό σύνολο, εκτιμώμενο σφαιρικώς, και να αποτελούν στοιχεία που προσιδιάζουν στη διαχείριση αμοιβαίου κεφαλαίου και είναι ουσιώδη για αυτήν (απόφαση ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 65).

72      Συνιστούν καθήκοντα που προσιδιάζουν σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, πέραν εκείνων της διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου, όσα αφορούν τη διοίκηση των ίδιων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, όπως αυτά στα οποία αναφέρεται το παράρτημα II της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, υπό τον τίτλο «Διοίκηση» (απόφαση ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 66).

73      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο όρος «διαχείριση» αμοιβαίου κεφαλαίου, όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, καλύπτει όχι μόνον τη διαχείριση επενδύσεων, υπό την έννοια της επιλογής και της μεταβιβάσεως των υπό διαχείριση στοιχείων του ενεργητικού, αλλά και διοικητικά ή λογιστικά καθήκοντα, όπως υπηρεσίες σχετικές με τον υπολογισμό των εσόδων και της τιμής των μεριδίων ή των μετοχών του κεφαλαίου, την εκτίμηση στοιχείων του ενεργητικού, τη λογιστική, την προετοιμασία δηλώσεων για τη διανομή των εσόδων, την παροχή πληροφοριών και υλικού τεκμηριώσεως για τους περιοδικούς λογαριασμούς και τις φορολογικές δηλώσεις, τις στατιστικές και τον ΦΠΑ, καθώς και την προετοιμασία των προβλέψεων για τα έσοδα (βλ. αποφάσεις Abbey National, C‑169/04, EU:C:2006:289, σκέψεις 26, 63 και 64, και ATP PensionService, C‑464/12, EU:C:2014:139, σκέψη 68).

74      Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας τα καθήκοντα του θεματοφύλακα οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ούτε απλές υλικές ή τεχνικές υπηρεσίες, όπως η διάθεση ενός συστήματος πληροφορικής (απόφαση Abbey National, C‑169/04, EU:C:2006:289, σκέψεις 65 και 71).

75      Κατά την άποψη των κυβερνήσεων που υπέβαλαν παρατηρήσεις, μολονότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εταιρίες πρέπει να θεωρηθούν αμοιβαία κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 13 B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας, ο όρος «διαχείριση» όπως χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη σημαίνει τη διαχείριση των επενδύσεων, ιδίως τις αποφάσεις και τις συμβουλές σε σχέση με την αγοραπωλησία των αξιών που αντιπροσωπεύουν οι επενδύσεις αυτές, καθώς και τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, υπό τον τίτλο «Διοίκηση». Αντιθέτως, ο όρος αυτός δεν καλύπτει απλές υλικές ή τεχνικές υπηρεσίες όπως τη διάθεση ενός συστήματος πληροφορικής ή την τρέχουσα εκμετάλλευση των ακινήτων της οικείας εταιρίας.

76      Η X και η Επιτροπή υποστηρίζουν, από την πλευρά τους, ότι η έννοια «διαχείριση» αμοιβαίου κεφαλαίου περιλαμβάνει τις δραστηριότητες τις οποίες αναλαμβάνει η Α για λογαριασμό των τριών αντισυμβαλλομένων της, όπως αυτές περιγράφηκαν στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως. Όλες αυτές οι δραστηριότητες συντείνουν στη βελτιστοποίηση της διαχειρίσεως των ακινήτων που συνθέτουν το κεφάλαιο των τριών αντισυμβαλλομένων της Α και, κατά συνέπεια, στην αύξηση της αξίας των συμμετοχών των επενδυτών στα αμοιβαία κεφάλαια.

77      Διαπιστώνεται συναφώς ότι η δραστηριότητα που προσιδιάζει σε αμοιβαίο κεφάλαιο είναι η συλλογική επένδυση των κεφαλαίων που έχουν συγκεντρωθεί (βλ., σχετικά, απόφαση GfBk, C‑275/11, EU:C:2013:141, σκέψεις 22 και 24). Συνεπώς, στο μέτρο που τα στοιχεία του ενεργητικού συγκεκριμένου αμοιβαίου κεφαλαίου συνίστανται σε ακίνητη περιουσία, η δραστηριότητα η οποία προσιδιάζει σε ένα τέτοιο κεφάλαιο περιλαμβάνει, αφενός, την επιλογή και την αγοραπωλησία των οικείων ακινήτων και, αφετέρου, διοικητικά και λογιστικά καθήκοντα, όπως τα προαναφερθέντα στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως.

78      Αντιθέτως, η τρέχουσα εκμετάλλευση των ακινήτων δεν προσιδιάζει στη διαχείριση τέτοιου αμοιβαίου κεφαλαίου, αφού υπερβαίνει τα όρια των διαφόρων δραστηριοτήτων που συνδέονται με τη συλλογική επένδυση των κεφαλαίων τα οποία έχουν συγκεντρωθεί. Εφόσον αντικείμενο της τρέχουσας εκμεταλλεύσεως ακινήτων είναι η διατήρηση και η αύξηση της περιουσίας που έχει επενδυθεί, ο σκοπός της δεν προσιδιάζει στη δραστηριότητα των αμοιβαίων κεφαλαίων, αλλά είναι εγγενής σε κάθε είδους επένδυση.

79      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι ο όρος «διαχείριση» που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη διάταξη δεν αναφέρεται στην τρέχουσα εκμετάλλευση των ακινήτων ενός αμοιβαίου κεφαλαίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

80      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί της εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, έχει την έννοια ότι εταιρίες επενδύσεων όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, των οποίων το κεφάλαιο εισφέρεται από περισσότερους επενδυτές που φέρουν τον κίνδυνο της διαχειρίσεως των στοιχείων του ενεργητικού τα οποία συγκεντρώνονται με σκοπό την αγορά, την κατοχή, τη διαχείριση και την πώληση ακινήτων για την πραγματοποίηση κέρδους που θα διανεμηθεί υπό τη μορφή μερίσματος σε όλους τους μεριδιούχους, οι οποίοι αντλούν, εξάλλου, όφελος και από την αύξηση της αξίας της συμμετοχής τους, μπορούν να θεωρηθούν «αμοιβαία κεφάλαια» κατά τη συγκεκριμένη διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι οι εταιρίες αυτές υπόκεινται, στο οικείο κράτος μέλος, σε ειδική κρατική εποπτεία.

2)      Το άρθρο 13, B, στοιχείο δ΄, σημείο 6, της έκτης οδηγίας 77/388 έχει την έννοια ότι ο όρος «διαχείριση» που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη διάταξη δεν αναφέρεται στην τρέχουσα εκμετάλλευση των ακινήτων ενός αμοιβαίου κεφαλαίου.

(υπογραφές)

Πηγή: Taxheaven