ΣτΕ 2347/2015 Προϋπόθεση υπαγωγής στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Αν, με βάση τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας

ΣτΕ 2347/2015 Προϋπόθεση υπαγωγής στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Αν, με βάση τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας

ΣτΕ 2347/2015 Προϋπόθεση υπαγωγής στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Αν, με βάση τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και της υπαγωγής του προσφέροντος την εργασία αυτή στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Προς ανατροπή δε του τεκμηρίου αυτού πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά, κατά τρόπο βέβαιο και σαφή, ότι η εργασία προσφέρεται υπό καθεστώς ελεύθερων ενεργειών αυτού που την παρέχει, κατά τη σχετική πλήρως αιτιολογημένη κρίση της διοίκησης και τελικώς του διοικητικού δικαστηρίου. Προκειμένου να κριθεί αν ο απασχολούμενος με σύμβαση έργου στο Δημόσιο παρέχει τις υπηρεσίες του υπό συνθήκες εξάρτησης, λαμβάνονται υπόψη, οι εν τοις πράγμασι συνθήκες απασχόλησης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που προσδίδουν στη σχέση οι ενδιαφερόμενοι.

 

Περίληψη

Προϋπόθεση υπαγωγής στην ασφάλιση του ΙΚΑ αποτελεί η παροχή εξαρτημένης εργασίας, κατά κύριο επάγγελμα, έναντι αμοιβής.  Ο χαρακτήρας δε της εργασίας ως εξαρτημένης κρίνεται, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης από το εάν αυτός που προσφέρει την εργασία του, ανεξάρτητα από τον τρόπο αμοιβής του, τελεί, κατά την εκτέλεσή της, υπό την καθοδήγηση και επιτήρηση του εργοδότη, οπότε η εργασία θεωρείται εξαρτημένη, ή εάν, αντιθέτως, διατηρεί ελευθερία ενεργειών, οπότε η εργασία δεν είναι εξαρτημένη.

Εξάλλου, εάν, με βάση τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και της υπαγωγής του προσφέροντος την εργασία αυτή στην ασφάλιση του ΙΚΑ.

Προς ανατροπή δε του τεκμηρίου αυτού πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά, κατά τρόπο βέβαιο και σαφή, ότι η εργασία προσφέρεται υπό καθεστώς ελεύθερων ενεργειών αυτού που την παρέχει, κατά τη σχετική πλήρως αιτιολογημένη κρίση της διοίκησης και τελικώς του διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1097/2012, ΣτΕ 1232/2010, ΣτΕ 1978/2008 7μ, ΣτΕ 1391/2007, ΣτΕ 1481/2006, ΣτΕ 4740/1997, ΣτΕ 3466/1992, ΣτΕ 1621/1992, ΣτΕ 3558/1990 κ.α.).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του ίδιου άρθρου 2 του πιο πάνω α.ν., όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1759/1988, με τις οποίες καταργήθηκαν οι προγενέστερες ειδικές ρυθμίσεις του ν. 1305/1982 (Α΄146) και της Β1/21/21/1334/25.5.1983 απόφασης του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄310), η υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ επεκτάθηκε και στα πρόσωπα που απασχολούνται έναντι αμοιβής, με οποιαδήποτε άλλη σχέση πλην εκείνης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας κατά κύριο επάγγελμα, δοθέντος ότι για την τελευταία τα ως άνω πρόσωπα έχουν υπαχθεί στο ΙΚΑ ήδη βάσει των ανωτέρω διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951 (ΣτΕ 2171/2012, ΣτΕ 1045/2007 7μ).

Τα ανωτέρω δε πρόσωπα υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ με βάση τις διατάξεις της παρ. 3 υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάγονται, με ρητή διάταξη νόμου, για την απασχόληση, εργασία ή υπηρεσία τους αυτή στην ασφάλιση άλλου ταμείου κύριας ασφάλισης. Στην ειδικότερη, όμως, περίπτωση των προσώπων που απασχολούνται στο Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση έργου, τα πρόσωπα αυτά υπάγονται με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου 3 στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, εφόσον, πέραν της πιο πάνω αρνητικής προϋπόθεσης της μη υπαγωγής τους στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ασφάλισης για την ίδια απασχόληση, συντρέχει η επιπρόσθετη προϋπόθεση της παροχής των υπηρεσιών τους με συνθήκες που απαντώνται σε μισθώσεις εργασίας (βλ. ΣτΕ 955/2006, ΣτΕ 300/2007, ΣτΕ 1045/2007 7μ, ΣτΕ 4262/2011).

Εξάλλου, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι γενικές ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951, σύμφωνα με τις οποίες, για την υπαγωγή στο ΙΚΑ απαιτείται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας υπέρ της οποίας προβλέπεται μαχητό τεκμήριο, ενόψει του ότι, κατά τις μη ρυθμίζουσες κοινωνικοασφαλιστικά ζητήματα αλλά ζητήματα σχετικά με τις συμβάσεις έργου στο Δημόσιο διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 5 και 15 του ν. 1735/1987 (Α΄ 195) και του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 (Α΄ 206), όπως άλλωστε και κατά τις αντίστοιχες προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65), δεν είναι επιτρεπτός ο χαρακτηρισμός σύμβασης έργου ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (βλ. ΣτΕ 3467/2004, 1946, ΣτΕ 3104/2009, ΣτΕ 206/2010, ΣτΕ 102/2011, ΣτΕ 4262/2011).

Περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί αν ο απασχολούμενος με σύμβαση έργου στο Δημόσιο παρέχει τις υπηρεσίες του υπό συνθήκες που απαντώνται στη μίσθωση εργασίας, ώστε να υπαχθεί στο ΙΚΑ κατά την παρ. 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951, λαμβάνονται υπόψη, όπως και κατά την έρευνα του εξαρτημένου ή μη χαρακτήρα της σχέσης, κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι εν τοις πράγμασι συνθήκες απασχόλησης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που προσδίδουν στη σχέση οι ενδιαφερόμενοι (ΣτΕ 3104/2009, ΣτΕ 206/2010, ΣτΕ 4262/2011, ΣτΕ 1097/2012).

Τέλος, τα περαιτέρω παράπονα του αναιρεσείοντος Ιδρύματος περί εσφαλμένης εφαρμογής του τεκμηρίου υπέρ του εξαρτημένου χαρακτήρα της εργασίας του αναιρεσιβλήτου για το λόγο ότι δεν βεβαιώνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ήταν δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας σε σχέση με τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, διότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικάσαν δικαστήριο εφάρμοσε το ενλόγω τεκμήριο αφού αντιμετώπισε δυσχέρεια στη διαπίστωση της φύσης της εργασίας του αναιρεσιβλήτου ως εξαρτημένης ή μη με βάση τις ως άνω εκτιμηθείσες συνθήκες απασχόλησής του.



ΣτΕ  2347/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Α. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ο. Ζύγουρα, Τ. Κόμβου, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Κατσιώνη.

Για να δικάσει την από 2 Οκτωβρίου 2008 αίτηση:
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Βάια Λάμπρου (Α.Μ.17547), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του ................................., ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ιδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1315/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χ. Χαραλαμπίδη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, νομίμως ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση χωρίς την καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).


2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, που ασκήθηκε στις 23.10.2008, ζητείται η αναίρεση της 1315/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 15506/2005 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου και ακυρώθηκε η 222/22/4.3.2002 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Πλ. Συντάγματος, κρίθηκε δε ότι ο αναιρεσίβλητος, κατά το χρονικό διάστημα από 26.7.1990 έως 14.12.1998, απασχολήθηκε στη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών με σχέση εξαρτημένης εργασίας ασφαλιστέας στον αναιρεσείοντα ασφαλιστικό φορέα.



3. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951 (Α΄179), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4476/1965 (Α΄ 103), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «1. Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως, υπό τους εν άρθρω 7 οριζόμενους όρους και προϋποθέσεις: α) Τα πρόσωπα τα οποία εντός των ορίων της χώρας παρέχουν κατά κύριον επάγγελμα εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής, ως τοιαύτης νοούμενης και της παρεχομένης δια λογαριασμόν Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, αδιαφόρως της νομικής φύσεως της σχέσεως (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου). β)…γ)…δ) Οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και των πάσης φύσεως Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, οι παρέχοντες εργασίαν υπαγόμενην εις τα διατάξεις, ως και το πάσης φύσεως έκτακτον, ημερομίσθιον και επί συμβάσει προσωπικόν του Δημοσίου, εφ΄ όσον ο χρόνος υπηρεσίας τούτου δεν υπολογίζεται δια την απονομήν συντάξεως παρά του Δημοσίου….ε)…. . Επί δυσχερούς διακρίσεως εξηρτημένης ή μη εργασίας, ή του κυρίου ή μη επαγγέλματος προσώπου τινός, τούτο θεωρείται ως υπαγόμενον εις την ασφάλισιν …». Ακολούθως, στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 1759/1988 (Α΄ 50) ορίστηκε ότι: «Επίσης, υπάγονται στην ασφάλιση του παρόντος νόμου και πρόσωπα που απασχολούνται ή παρέχουν εργασία ή υπηρεσία με αμοιβή είτε σε φυσικά πρόσωπα είτε στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με οποιαδήποτε άλλη σχέση, εφ’ όσον για την απασχόληση, εργασία τους ή υπηρεσία τους αυτή δεν υπάγονται με ρητή διάταξη νόμου στην ασφάλιση άλλου ταμείου κύριας ασφάλισης. Από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου οι απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης έργου στο Δημόσιο υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., εφ’ όσον εργάζονται με συνθήκες που απαντώνται στις μισθώσεις εργασίας».



4. Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951, προϋπόθεση υπαγωγής στην ασφάλιση του ΙΚΑ αποτελεί η παροχή εξαρτημένης εργασίας, κατά κύριο επάγγελμα, έναντι αμοιβής.

Ο χαρακτήρας δε της εργασίας ως εξαρτημένης κρίνεται, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης από το εάν αυτός που προσφέρει την εργασία του, ανεξάρτητα από τον τρόπο αμοιβής του, τελεί, κατά την εκτέλεσή της, υπό την καθοδήγηση και επιτήρηση του εργοδότη, οπότε η εργασία θεωρείται εξαρτημένη, ή εάν, αντιθέτως, διατηρεί ελευθερία ενεργειών, οπότε η εργασία δεν είναι εξαρτημένη.

Εξάλλου, εάν, με βάση τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και της υπαγωγής του προσφέροντος την εργασία αυτή στην ασφάλιση του ΙΚΑ.

Προς ανατροπή δε του τεκμηρίου αυτού πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά, κατά τρόπο βέβαιο και σαφή, ότι η εργασία προσφέρεται υπό καθεστώς ελεύθερων ενεργειών αυτού που την παρέχει, κατά τη σχετική πλήρως αιτιολογημένη κρίση της διοίκησης και τελικώς του διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1097/2012, ΣτΕ 1232/2010, ΣτΕ 1978/2008 7μ, ΣτΕ 1391/2007, ΣτΕ 1481/2006, ΣτΕ 4740/1997, ΣτΕ 3466/1992, ΣτΕ 1621/1992, ΣτΕ 3558/1990 κ.α.).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του ίδιου άρθρου 2 του πιο πάνω α.ν., όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1759/1988, με τις οποίες καταργήθηκαν οι προγενέστερες ειδικές ρυθμίσεις του ν. 1305/1982 (Α΄146) και της Β1/21/21/1334/25.5.1983 απόφασης του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄310), η υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ επεκτάθηκε και στα πρόσωπα που απασχολούνται έναντι αμοιβής, με οποιαδήποτε άλλη σχέση πλην εκείνης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας κατά κύριο επάγγελμα, δοθέντος ότι για την τελευταία τα ως άνω πρόσωπα έχουν υπαχθεί στο ΙΚΑ ήδη βάσει των ανωτέρω διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951 (ΣτΕ 2171/2012, ΣτΕ 1045/2007 7μ).

Τα ανωτέρω δε πρόσωπα υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ με βάση τις διατάξεις της παρ. 3 υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάγονται, με ρητή διάταξη νόμου, για την απασχόληση, εργασία ή υπηρεσία τους αυτή στην ασφάλιση άλλου ταμείου κύριας ασφάλισης. Στην ειδικότερη, όμως, περίπτωση των προσώπων που απασχολούνται στο Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση έργου, τα πρόσωπα αυτά υπάγονται με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου 3 στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, εφόσον, πέραν της πιο πάνω αρνητικής προϋπόθεσης της μη υπαγωγής τους στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ασφάλισης για την ίδια απασχόληση, συντρέχει η επιπρόσθετη προϋπόθεση της παροχής των υπηρεσιών τους με συνθήκες που απαντώνται σε μισθώσεις εργασίας (βλ. ΣτΕ 955/2006, ΣτΕ 300/2007, ΣτΕ 1045/2007 7μ, ΣτΕ 4262/2011).

Εξάλλου, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι γενικές ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951, σύμφωνα με τις οποίες, για την υπαγωγή στο ΙΚΑ απαιτείται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας υπέρ της οποίας προβλέπεται μαχητό τεκμήριο, ενόψει του ότι, κατά τις μη ρυθμίζουσες κοινωνικοασφαλιστικά ζητήματα αλλά ζητήματα σχετικά με τις συμβάσεις έργου στο Δημόσιο διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 5 και 15 του ν. 1735/1987 (Α΄ 195) και του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 (Α΄ 206), όπως άλλωστε και κατά τις αντίστοιχες προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65), δεν είναι επιτρεπτός ο χαρακτηρισμός σύμβασης έργου ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (βλ. ΣτΕ 3467/2004, 1946, ΣτΕ 3104/2009, ΣτΕ 206/2010, ΣτΕ 102/2011, ΣτΕ 4262/2011).

Περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί αν ο απασχολούμενος με σύμβαση έργου στο Δημόσιο παρέχει τις υπηρεσίες του υπό συνθήκες που απαντώνται στη μίσθωση εργασίας, ώστε να υπαχθεί στο ΙΚΑ κατά την παρ. 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951, λαμβάνονται υπόψη, όπως και κατά την έρευνα του εξαρτημένου ή μη χαρακτήρα της σχέσης, κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι εν τοις πράγμασι συνθήκες απασχόλησης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που προσδίδουν στη σχέση οι ενδιαφερόμενοι (ΣτΕ 3104/2009, ΣτΕ 206/2010, ΣτΕ 4262/2011, ΣτΕ 1097/2012).

Ελλείψει δε σύμβασης έργου μεταξύ του Δημοσίου και του απασχολούμενου, για την υπαγωγή του τελευταίου στην ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί υπαγωγής του απασχολούμενου στην ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ αιτιολογείται νομίμως, εφόσον, από τις παραδοχές του δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες απασχόλησης, προκύπτει ότι ο ανωτέρω είτε απασχολείται με σχέση εξαρτημένης εργασίας κατά κύριο επάγγελμα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951, είτε απασχολείται με οποιαδήποτε άλλη σχέση πλην της εξαρτημένης εργασίας και για την απασχόληση αυτή δεν υπάγεται κατά νόμο στην ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού φορέα, σύμφωνα με το α΄ εδάφιο της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 1759/1988 (πρβ. ΣτΕ 986/2012).



5. Επειδή, περαιτέρω στο άρθρο 1 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν.419/1976, Α΄ 221) ορίζεται ότι :

«1....2. Εις την αρμοδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών υπάγονται ιδία:….κε. Η επίσημος μετάφρασις εγγράφων Δημοσίων Υπηρεσιών, κειμένων διεθνών συμβάσεων ή ετέρων συναφών κειμένων και η μετάφρασις και η επικύρωσις παντός εγγράφου Ελληνικών Αρχών …» και στο άρθρο 65 του ίδιου Οργανισμού ότι : «1. Εν ταις παρά τη Κεντρική και Περιφερειακής εν τω εσωτερικώ Μεταφραστικαίς Υπηρεσίαις του Υπουργείου Εξωτερικών ορίζονται 20 θέσεις Μεταφραστών επί σχέσει Ιδιωτικού Δικαίου, προσλαμβανομένων δι` Αποφάσεως του Υπουργού.

2. Τα Καθήκοντα των ανωτέρω μεταφραστών συνίστανται εις την μετάφρασιν εγγράφων των Δημοσίων Υπηρεσιών, άνευ προσθέτου αμοιβής και την εκτέλεσιν επισήμου διερμηνείας.

3. Επί πλέον των ως άνω Μεταφραστών, επιτρέπεται όπως δι` Αποφάσεως του Υπουργού Εξωτερικών χρησιμοποιούνται και ιδιώται ως μεταφρασταί επισήμων κειμένων, προσκομιζομένων παρ` ιδιωτών, αμειβόμενοι επί τη βάσει πίνακος μεταφραστικών τελών καθοριζομένου δι` αποφάσεως του Υπουργού Εξωτερικών. Τα μεταφραστικά δικαιώματα καταβάλλονται υπό των ενδιαφερομένων ιδιωτών εις την Υπηρεσίαν ήτις κατανέμει ταύτας εις τους δικαιουμένους μεταφραστάς, αναλόγως της παρασχεθείσης εργασίας. Εις τους ανωτέρω δύναται να ανατίθενται και μεταφράσεις εγγράφων Δημοσίων Υπηρεσιών. Ούτοι αμείβονται εν τη περιπτώσει ταύτη, βάσει του πίνακος, υπό των ενδιαφερομένων Υπουργείων ή Υπηρεσιών».

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 54 του ν. 2162/1993 (Α΄ 120), πριν οι διατάξεις αυτές καταργηθούν με το άρθρο 150 του νέου Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 2594/1998, Α΄ 62) ορίστηκε ότι : «Οι έκτακτοι μεταφραστές, οι εργαζόμενοι με σύμβαση μισθώσεως έργου (κατά τη νομολογία) βάσει του άρθρου 65 παρ. 3 του ν. 419/1976, ασφαλίζονται από το Υπουργείο, η δε κράτηση 10%, που γίνεται από το Υπουργείο στην αμοιβή τους, θα χρησιμεύσει ως εισφορά για την ασφάλιση τους. Οι ως τώρα απασχολούμενοι ως έκτακτοι μεταφραστές του Υπουργείου Εξωτερικών δύνανται να αναγνωρίσουν την προϋπηρεσία τους βάσει αποφάσεως του Υπουργού Εξωτερικών που θα καθορίζει τους όρους εξαγοράς της».



6. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι με τη Φ093.23/62/ΑΣ 1230/26.7.1990 απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών ο αναιρεσίβλητος «διορίστηκε» κατά τις διατάξεις του άρθρου 65 παρ 3 του ν. 419/1976 «Περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών», στη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου, ως ιδιώτης μεταφραστής της αγγλικής γλώσσας στην ελληνική και αντιστρόφως, ενώ, με την Φ093.9(α)/ΑΣ 5225/14.12.1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, «απαλλάχθηκε» από τα καθήκοντά του. Με την 14116/11.6.1999 δήλωση απασχόλησης - καταγγελία που υπέβαλε στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο ανωτέρω κατήγγειλε ότι για το χρονικό διάστημα από 26.7.1990 έως 14.12.1998 απασχολήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως μεταφραστής με σχέση εξηρτημένης εργασίας, χωρίς, όμως, να ασφαλιστεί από τον ως άνω εργοδότη (Ελληνικό Δημόσιο) και ζήτησε την ασφαλιστική τακτοποίησή του για το ανωτέρω χρονικό διάστημα.

Ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Πλ. Συντάγματος με την 14116/1999 απόφασή του απέρριψε το ανωτέρω αίτημα, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσίβλητος δεν απασχολήθηκε με σχέση εξηρτημένης εργασίας και επομένως δεν υπαγόταν στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Κατά της απόφασης αυτής ο ανωτέρω άσκησε ένσταση. Κατά την εκδίκαση της ένστασης αυτής παρουσιάστηκε ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ανωτέρω Υποκαταστήματος ΙΚΑ, ως μάρτυρας, ο ......... ο οποίος κατέθεσε ότι οι μεταφραστές παρουσιάζονται καθημερινώς στο Υπουργείο και σε συγκεκριμένες ώρες και οι αμοιβές τους καθορίζονται από το Υπουργείο.

Η ένσταση του αναιρεσίβλητου απορρίφθηκε με την 222/22/4.3.2002 απόφαση της οικείας ΤΔΕ, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσίβλητος δεν απασχολήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών με σχέση εξηρτημένης εργασίας διότι α) από το Υπουργείο Εξωτερικών δεν προσδιορίζεται ο χρόνος παροχής της εργασίας, αλλά ο χρόνος παραλαβής και παράδοσης των εγγράφων, β) οι συστάσεις του Υπουργείου προς τους μεταφραστές αφορούν την τήρηση του χρόνου παράδοσης των εγγράφων και όχι το χρόνο παροχής της απασχόλησης,

γ) δεν προσδιορίζεται από το Υπουργείο Εξωτερικών ο τόπος παροχής της εργασίας και δ) μέρος των μεταφραστών έχει ασφαλιστεί προαιρετικά στο ΙΚΑ μέσω του Ασφαλιστικού Συνεταιρισμού................, κατά τις διατάξεις των άρθρων 80-87 του Κανονισμού Ασφάλισης του ΙΚΑ, με το ποσοστό ασφάλισης με το οποίο ασφαλίζονται οι αυτοτελώς απασχολούμενοι. Κατά της τελευταίας αυτής απορριπτικής απόφασης ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 1.11.2002 προσφυγή του, στρεφόμενος κατά του ΙΚΑ, ισχυρίστηκε δε ότι μη νομίμως η ΤΔΕ αποφάνθηκε ότι αυτός δεν απασχολήθηκε από το Δημόσιο με σχέση εξηρτημένης εργασίας, δεδομένου ότι ως έκτακτος μεταφραστής τελούσε, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, σε σοβαρούς δεσμούς εξάρτησης με το Υπουργείο Εξωτερικών, όσον αφορά τους όρους παροχής της εργασίας του και της αμοιβής του. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι

α) η αμοιβή του γινόταν κατά σελίδα μετάφρασης με ποσό που καθορίζεται μονομερώς με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών,

β) κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας παράδοσης των εγγράφων για μετάφραση, καταβολής των οικείων τελών και παραλαβής τους, οι ενδιαφερόμενοι συναλλάσσονται αποκλειστικά με την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών,

γ) ο χρόνος διεκπεραίωσης της μετάφρασης των εγγράφων καθοριζόταν από τον εργοδότη και

δ) οι μεταφραστές ενεργούν ως όργανα του Δημοσίου, το οποίο ευθύνεται για τις πράξεις και τις παραλείψεις αυτών έναντι τρίτων. Περαιτέρω, επικαλέστηκε το γεγονός ότι οι μεταφραστές του Υπουργείου Εξωτερικών δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ, καθώς και τη σχετική με το ζήτημα αυτό από 6.11.2003 απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C-78/02 και C-80/02, με την οποία κρίθηκε ότι εφόσον οι μεταφραστές τελούν σε σχέση εξάρτησης προς το Υπουργείο Εξωτερικών, δεν οφείλουν ΦΠΑ εκ μόνου του γεγονότος ότι εκδίδουν αποδείξεις για την είσπραξη της αμοιβής τους.

Τέλος, ο αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε, πρωτοδίκως, ότι, σε κάθε περίπτωση, εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του το τεκμήριο υπέρ της εξηρτημένης εργασίας που καθιερώνεται από το άρθρο 2 του α.ν. 1846/1951. Με την 15506/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας η προσφυγή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε η 222/22/4.3.2002 απόφαση της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Πλ. Συντάγματος κρίθηκε δε ότι δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο βέβαιο και σαφή ότι η ένδικη σχέση, η οποία συνέδεε τον αναιρεσίβλητο με τον εργοδότη του (Ελληνικό Δημόσιο), ήταν τέτοια που να αποκλείει την ασφάλιση του στο ΙΚΑ και ότι ως εκ τούτου, κατ` εφαρμογή του τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, ο ανωτέρω, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 26.7.1990 έως 14.12.1998 που απασχολήθηκε στην μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, υπαγόταν στην ασφάλιση του εν λόγω ασφαλιστικού φορέα.

Στην κρίση δε αυτή κατέληξε το διοικητικό πρωτοδικείο αφού έλαβε υπόψη του ότι :

α) ο αναιρεσίβλητος τελούσε κατά την εκτέλεση της ένδικης εργασίας του σε σοβαρούς δεσμούς εξάρτησης από τον εργοδότη του, όσον αφορά τους όρους παροχής της εργασίας, δεδομένου ότι ο εργοδότης διατηρούσε τον έλεγχο της εργασίας του και παρακολουθούσε την απόδοσή του, προκειμένου να διασφαλίσει την περαίωση του μεταφραστικού έργου μέσα σε συγκεκριμένες προθεσμίες,

β) το γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος διεκπεραίωνε τη μεταφραστική εργασία του κατ` οίκον, δεν αρκούσε να χαρακτηριστεί η ένδικη σχέση ως παροχής ελευθέρων υπηρεσιών, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι αυτό ήταν δική του επιλογή και όχι πρακτική υπαγορευόμενη από τις ανάγκες του εργοδότη (οικονομία χώρου κλπ.), γ) από την κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής, προέκυψε ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν υποχρεωμένος να προσέρχεται καθημερινά στην υπηρεσία του για να παραδίδει και να παραλαμβάνει το υλικό εργασίας του.

Κατά της απόφασης αυτής το αναιρεσείον Ίδρυμα άσκησε έφεση με την οποία προέβαλε ότι ο αναιρεσίβλητος παρείχε τις υπηρεσίες του στο Υπουργείο Εξωτερικών ως μεταφραστής υπό καθεστώς που έφερε όλα τα στοιχεία της μίσθωσης έργου, γεγονός που προέκυπτε, κατά το αναιρεσείον, τόσο από τη φύση της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον οι συμβαλλόμενοι απέβλεπαν στην εκτέλεση ορισμένου έργου, όσο και εκ του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν ήταν υποχρεωμένος να ακολουθεί οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής των υπηρεσιών του, οι δε προθεσμίες που έθετε το Ελληνικό Δημόσιο, ως εργοδότης, προς παράδοση των μεταφράσεων και ο έλεγχος αυτού όσον αφορά την τήρηση των προθεσμιών αυτών αποτελούσαν εννοιολογικά στοιχεία της σχέσης μίσθωσης έργου που συνέδεε τον αναιρεσίβλητο με το Ελληνικό Δημόσιο. Η έφεση του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι :

α) η αμοιβή των μεταφραστών γινόταν με ποσά που καθορίζονταν μονομερώς με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, σύμφωνα με το άρθρο 65 του ν. 419/1976,

β) κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας παράδοσης των εγγράφων για μετάφραση, καταβολής των οικείων τελών και παραλαβής τους, οι ενδιαφερόμενοι συναλλάσσονταν αποκλειστικά με την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών,

γ) ο χρόνος διεκπεραίωσης των εγγράφων καθοριζόταν από τον εργοδότη,

δ) οι μεταφραστές ενεργούσαν ως όργανα του Δημοσίου, δεδομένου ότι το τελευταίο Δημόσιο ευθυνόταν για τις πράξεις και τις παραλείψεις αυτών έναντι των τρίτων, ε) το γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος διεκπεραίωνε τη μεταφραστική εργασία του κατ` οίκον δεν αρκούσε να χαρακτηριστεί η ένδικη σχέση ως σχέση παροχής ελευθέρων υπηρεσιών, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι αυτό ήταν δική του επιλογή και όχι πρακτική που είχε υπαγορευθεί από τις ανάγκες του εργοδότη Δημοσίου (οικονομία χώρου κλπ.), και

στ) δεν προσκομίστηκε η τυχόν υπάρχουσα έγγραφη σύμβαση, ούτε έγινε επίκληση όρων αυτής εκ μέρους και των δύο διαδίκων. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του ότι, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951, σε περίπτωση δυσχερούς διάκρισης της σχέσης που συνδέει τον πάροχο και τον λήπτη υπηρεσιών ως προς το αν είναι εξαρτημένη ή όχι, εφαρμόζεται το τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και ότι ούτε το Ελληνικό Δημόσιο ούτε το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ προσκόμισαν στοιχεία προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι ο αναιρεσίβλητος συνδεόταν με το Ελληνικό Δημόσιο με σχέση μίσθωσης έργου, ούτε άλλωστε από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε η ύπαρξη τέτοιας σύμβασης μεταξύ του απασχολούμενου και του Δημοσίου ουδείς δε των ενδιαφερομένων επικαλέστηκε την ύπαρξη της ή όρους αυτής, κατέληξε στην κρίση ότι ο αναιρεσίβλητος υπαγόταν στην ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ για την απασχόλησή του ως μεταφραστή στη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείο Εξωτερικών, όπως ορθώς είχε κριθεί και με την πρωτόδικη απόφαση.


7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση το αναιρεσείον Ιδρυμα προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται πλημμελώς, εφόσον με βάση τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, όσον αφορά τον τρόπο, χρόνο και τρόπο παροχής των υπηρεσιών του αναιρεσιβλήτου προς το Ελληνικό Δημόσιο, το δικάσαν δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σχέση που συνέδεε το αναιρεσείον με τον αναιρεσίβλητο ήταν σχέση μίσθωσης έργου και ότι ο τελευταίος, παρέχοντας τις υπηρεσίες του ως μεταφραστής της μεταφραστικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών δεν απασχολήθηκε υπό συνθήκες που απαντώνται σε μίσθωση εργασίας.

Ο λόγος αυτός αναίρεσης προβάλλεται αβασίμως. Τούτο διότι οι παραδοχές του δικάσαντος δικαστηρίου, ως προς τις πραγματικές συνθήκες απασχόλησης του αναιρεσίβλητου, όπως αναλυτικώς εκτίθενται ανωτέρω, ιδίως δε το γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος, προσερχόταν σε καθημερινή βάση, στη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, και συνέτασσε, ως όργανο αυτής, εντός των χρονικών ορίων που του έθετε η ενλόγω υπηρεσία και έναντι της καθορισθείσας από την ίδια αμοιβής, τις ανατεθείσες απ΄ αυτήν μεταφράσεις, για την ακρίβεια των οποίων ευθυνόταν αποκλειστικώς η τελευταία έναντι των συναλλασσομένων με αυτήν ιδιωτών, αιτιολογούν, κατ΄ αρχήν, νομίμως και επαρκώς την κρίση του περί του εξαρτημένου χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του αναιρεσίβλητου κατά τη σύνταξη μεταφράσεων για λογαριασμό της μεταφραστικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών ενόψει και του προεκτεθέντος μαχητού τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και, κατ΄ επέκταση, την κρίση του περί υπαγωγής του αναιρεσίβλητου στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ κατ΄ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951 (πρβ. ΣτΕ 1211, 3875/1995, 4740/1997, 1481/2006). Εξάλλου, καθ΄ ο μέρος με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης, αμφισβητείται η κατ΄ εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε ελευθερία ενεργειών κατά την παροχή των μεταφραστικών του υπηρεσιών προς το Ελληνικό Δημόσιο και περί του ότι ούτε το τελευταίο ούτε το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ ανέτρεψαν το προβλεπόμενο στις πιο πάνω διατάξεις μαχητό τεκμήριο υπέρ της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος (βλ. ΣτΕ 1097/2012, ΣτΕ 1605/2009, ΣτΕ 2165/1998).

Τέλος, τα περαιτέρω παράπονα του αναιρεσείοντος Ιδρύματος περί εσφαλμένης εφαρμογής του τεκμηρίου υπέρ του εξαρτημένου χαρακτήρα της εργασίας του αναιρεσιβλήτου για το λόγο ότι δεν βεβαιώνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ήταν δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας σε σχέση με τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, διότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικάσαν δικαστήριο εφάρμοσε το εν λόγω τεκμήριο αφού αντιμετώπισε δυσχέρεια στη διαπίστωση της φύσης της εργασίας του αναιρεσιβλήτου ως εξαρτημένης ή μη με βάση τις ως άνω εκτιμηθείσες συνθήκες απασχόλησής του.


8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναίρεσης, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου και στις 5 Μαΐου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου του ίδιου έτους.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Α. Γκότσης Β. Κατσιώνη


 

Πηγή: Taxheaven