Ατομική Γνωμοδότηση υπ αριθμ. 327/2015 Εάν το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ νομιμοποιείται να χορηγήσει βεβαίωση μηνιαίων αποδοχών του εν διαστάσει συζύγου για την επιδίκαση διατροφής του ανηλίκου τέκνου σύμφωνα με τις διατάζεις του εδ.ε παρ. 2 του άρθρου 3 του ν.2472/1997, ώ

Ατομική Γνωμοδότηση υπ αριθμ. 327/2015 Εάν το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ νομιμοποιείται να χορηγήσει βεβαίωση μηνιαίων αποδοχών του εν διαστάσει συζύγου για την επιδίκαση διατροφής του ανηλίκου τέκνου σύμφωνα με τις διατάζεις του εδ.ε παρ. 2 του άρθρου 3 του ν.2472/1997, ώ

Αθήνα: 29.12.2015
Αριθμ.πρωτ: 13551/30.11.2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΚΑ
ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ
Αγίου Κωνσταντίνου 16,102 41 Αθήνα

Ατομική Γνωμοδότηση υπ αριθμ. 327/2015

ΓΝΩΜΟΔΟΤΟΥΣΑ: Σοφία Αναγνώστου-Παναχράντου Πάρεδρος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Αριθμός Ερωτήματος: το υπ αριθμ πρωτ Γ31/Μ /24/30.11.2015 έγγραφο του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ της Γενικής Δ/νσης Πληροφορικής Τμήμα Εισαγωγής, Επεξεργασίας και Ελέγχου Στοιχείων (Μισθοδοσίας).

Περίληψη ερωτήματος: Ερωτάται: Εάν το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ νομιμοποιείται να χορηγήσει στην Π.Π, βεβαίωση των μηνιαίων αποδοχών του εν διαστάσει συζύγου της για την επιδίκαση διατροφής του ανηλίκου τέκνου της σύμφωνα με τις διατάζεις του εδ.ε παρ. 2 του άρθρου 3 του ν.2472/1997, ώστε να αποφευχθεί η διαδικασία έκδοσης Εισαγγελικής Παραγγελίας.

I. ΙΣΤΟΡΙΚΟ.

Το ιστορικό το οποίο τέθηκε υπ' όψη μας από την ερωτώσα Υπηρεσία, έχει ως εξής: «Με αφορμή την υπ 'αριθμ. πρωτ. συνημμένη 17269/5-11-2015 αίτηση της Π.Π (εν ενεργεία υπαλλήλου του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ) με αίτημα την χορήγηση σε αυτήν από την Υπηρεσία μας βεβαίωση των μηναίων αποδοχών του επί τρία (3) έτη εν διαστάσει συζύγου της Κ.Π (επίσης εν ενεργεία υπαλλήλου του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ) για να την χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο για την επιδίκαση διατροφής του ανήλικου τέκνου τους, επίκαλουμένη ότι έχει έννoμo συμφέρον βάσει του εδ. ε της παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 2472/1997 - ΦΕΚ 50 Α' και ισχυριζόμενη ότι η βεβαίωση αυτή είναι αναγκαία για την υπεράσπιση τόσο των δικών της δικαιωμάτων, όσο και του ανηλίκου τέκνου της (γεννημένο σε γάμο με τον ως άνω σύζυγο της) ενώπιον δικαστηρίου βάσει του εδ. γτης παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν.2472/1997, σας ερωτάμε εάν ο εν λόγω ισχυρισμός της αιτούσας πληροί την έννοια και τις προϋποθέσεις των προαναφερθεισών διατάξεων του ιδίου ως άνω νόμου, προκειμένου να της ικανοποιηθεί το αίτημά της, και να αποφευχθεί έτσι η διαδικασία έκδοσης Εισαγγελικής Παραγγελίας για τον σκοπό αυτό. Θέτουμε δε υπόψη σας (για πληρέστερη ενημέρωσή σας) και την συνημμένη ασκηθείσα αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της αιτούσας (και εφεξής ενάγουσας) κατά του εν διαστάσει συζύγου της (και εφεξής εναγομένου) που αφορά την τυχόν ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους στην ενάγουσα και τον ενδεχόμενο καταλογισμό ποσού της διατροφής του, το οποίο θα συνεισφέρει ο εναγόμενος από τον μηναίο μισθό του.»

ΙΙ.ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Α'. Στο ισχύον Σύνταγμα 1975/1986/2001 ορίζονται μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 5α «1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως ο νόμος, ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας., καταπολέμησης του εγκλήματος και προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων». Άρθρο 9α «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή που συγκροτείται και λειτουργεί όπως ο νόμος ορίζει».

Άρθρο 10.«3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει.»
 
 
Β' Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 § 4 εδ.βΛ Ν.1756/1988

«Περί Κώδικα Οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης των δικαστικών λειτουργών» ο εισαγγελέας πρωτοδικών δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφα τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ.

Γ. Στον Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ΦΕΚ Α'50), με τον οποίο ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη οι διατάξεις της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24 Οκτωβρίου 1995,9(όπως τροποποιήθηκε με το ν.3471/200ψ ΦΕΚ Α' 133) για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και ιδρύθηκε ανεξάρτητη δημόσια αρχή, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του νόμου αυτού και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ισχύει μετά την συμπλήρωση και τροποποίηση του με τον Ν. 3471/2006 (ΦΕΚ ΑΊ33) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Άρθρο 2.Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: «α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον, να προσδιοριστούν τα υποκείμενα των δεδομένων.

β) «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματεία και συνδικαλιστική οργάνωση την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων.

Άρθρο 4:

«1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τα τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει:
 
α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών

β) Να είναι συναφή πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.....».

Άρθρο 5:

«1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του.

2. Κατ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση όταν:
α)............β)........γ)...........δ)........................
    
ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.3...

Άρθρο 7 παρ 2 εδ.γ "γ) Η επεξεργασία αφορά αποκλειστικά δεδομένα του υποκειμένου, τα οποία δημοσιοποιεί ή του είναι αναγκαία για την αναγνώριση ,ή άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου."

Δ. Στον Κώδικα Διοικητικής διαδικασίας (ΚΔΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ Α'45) ,και ειδικότερα στο άρθρο 5 αυτού ,ορίζεται ότι: «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα ,ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων .Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις , μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία , εγκύκλιες οδηγίες , απαντήσεις της διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπαιραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά τη ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλέπεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ,ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών ή διοικητικών αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4...5.......».

III. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ-ΑΝΑΛΥΣΗ-ΥΠΑΓΩΓΗ

Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, ερμηνευόμενες σύμφωνα με το γράμμα το πνεύμα και το σκοπό του νόμου συνάγονται τα ακόλουθα:

1. Με την προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2690/1999), που βρίσκει συνταγματική θεμελίωση στις διατάξεις των άρθρων 5Α, 9Α και 10 του ισχύοντος Συντάγματος καθιερώνεται το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων που συντάσσονται από δημόσιες υπηρεσίες ή και των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται σε αυτές και λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση και αποτέλεσαν την βάση και την αιτιολογία διοικητικών πράξεων ,από τρίτον, ο οποίος μάλιστα δεν χρειάζεται να επικαλείται «έννομο συμφέρον» ,αλλά του αρκεί να αποδεικνύει το «εύλογο» και μόνο «ενδιαφέρον» του (ΣτΕ 841/1997, ΣτΕ 205/2000, ΣτΕ 1214/2000, Δικ. 13. 1200 και ΕΔΚΑ 2001. 915, ΣτΕ 3130/2000 ΔιΔικ. 13110). Ως εύλογο δε ενδιαφέρον, νοείται εκείνο που προκύπτει κατά τρόπο αντικειμενικό από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης προσωπικής έννομης σχέσης συνδεδεμένη με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων στα οποία ζητείται η πρόσβαση και όχι το ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων της υπηρεσίας (Γνωμ. Ολομ. ΝΣΚ 139/2009, 131/2008, 63/2008 Γνωμ. Τμήμ. ΝΣΚ 548/2008, 92/2005 κ.α).

Εξασφαλίζεται δηλαδή, μέσω των ως άνω διατάξεων ,η «διαφάνεια» της δράσης της Διοίκησης, ως βασική και θεμελιώδης αρχή, κατ' εφαρμογή και της όμοιας γενικής αρχής, κοινής στις συνταγματικές τάξεις και παραδόσεις των Κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία γενική αρχή καθιερώθηκε από το έτος 1999 και στο πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο με το άρθρο 255 της Συνθήκης Ε.Κ (Γνωμ. Ολομ. ΝΣΚ 139/2009), ενώ περαιτέρω, θεσπίζονται και ορισμένοι περιορισμοί, δηλαδή περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση αντιγράφων εγγράφων κλπ.

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων , δημιουργήθηκε ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο το οποίο αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται ευθέως με το άρθρο 9α του (αναθεωρηθέντος το έτος 2001 με το Ψήφισμα της Απριλίου 2001 της Ζ 'Αναθεωρητικής Βουλής) Συντάγματος ,και στη διασφάλιση του δικαιώματος κάθε ανθρώπου για σεβασμό και προστασία της αξίας του, καθώς και του δικαιώματος για το απαραβίαστο της ιδιωτικής του ζωής (δικαίωμα «στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση»). Το αμυντικό αυτό δικαίωμα απαγορεύει τη χρήση προσωπικών δεδομένων, η οποία (χρήση) θεωρείται επιτρεπόμενη μόνο σε τους όρους και στο πλαίσιο το οποίο καθορίζεται από το νόμο αυτό και υπό τον διασφαλιστικό έλεγχο της ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

3. α. Πράγματι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999), οι διοικούμενοι έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των «διοικητικών εγγράφων». Ως τέτοιων θεωρουμένων των συντασσόμενων από δημόσιες υπηρεσίες, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ. Η διάταξη αναφέρει ορισμένα είδη διοικητικών εγγράφων, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Η αναφορά αυτή, είναι ασφαλώς ενδεικτική. Έτσι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν, εφόσον έχουν εύλογο προς τούτο ενδιαφέρον (ΣτΕ 205/2000, ΣτΕ 3130/2000, ΣτΕ 841/1997 κ.α) να ζητήσουν με αίτησή τους προς την αρμόδια Διοικητική Αρχή, είτε την μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της Υπηρεσίας ή τη χορήγηση αντιγράφου του (εκτός αν η αναπαραγωγή του εγγράφου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο). Είναι δε αδιάφορο αν τα έγγραφα αφορούν τον αιτούντα η τρίτα πρόσωπα (ΝΣΚ 326/2005). Τα προαναφερόμενα δικαιώματα δεν υφίστανται εάν το έγγραφο του οποίου ζητεί να λάβει γνώση ο διοικούμενος αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις νόμων, όπως π.χ. το τραπεζικό φορολογικό , το σχετικό με την εθνική άμυνα ,τα ιατρικό κλπ. (ειδικώς για το τελευταίο βλ. AD HOC Γνωμ. ΝΣΚ 8/2001 και 354/2000).

β. Εξ άλλου, ως διοικητικά έγγραφα θεωρούνται και εκείνα τα οποία δεν συντάχθηκαν από όργανα της Διοίκησης, αλλά υποβλήθηκαν από ιδιώτες και βρίσκονται σε αρχεία (φακέλους) δημόσιας υπηρεσίας, επειδή απαιτούνται κατά νόμο ως δικαιολογητικά ή ως προϋπόθεση (αιτιολογική βάση) για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης, οπότε ως διαμορφωτικά ή επιβοηθητικά της κρίσης του διοικητικού οργάνου έχουν αποτελέσει στοιχεία της διοικητικής δράσης και έχουν έτσι καταστεί δημόσια έγγραφα (Γνωμ. Ολομ. ΝΣΚ 139/2009 και Τμ. ΝΣΚ 326/2005 620/1999, 465/1998, 119/1997, 338/1996).

Επίσης από τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 2,4,5 και 7 του Ν. 2472/1997, σαφώς προκύπτει ότι η συλλογή και κάθε εν γένει επεξεργασία τόσο των απλών, όσο και των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, επιτρέπεται, κατ'αρχήν, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του (η οποία όμως συγκατάθεση, ειδικώς και όσον αφορά τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα δεν αρκεί για τη νομιμότητα επεξεργασίας τους, αφού, για να καταστεί δυνατή αυτή απαιτείται να έχει προηγηθεί η σχετική άδεια της Αρχής). Ωστόσο, η συλλογή και κάθε περαιτέρω επεξεργασία, τόσο των απλών, όσο και των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, επιτρέπεται, κατ'εξαίρεση, και χωρίς τη συγκατάθεσή του υποκειμένου τους, στις περιπτώσεις που περιοριστικά προβλέπει ο Ν. 2472/1997 και πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. α' -ε'αυτού, για τα απλά δεδομένα, και το άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. α'-ζ' του ίδιου νόμου, για τα ευαίσθητα δεδομένα. Ειδικότερα κατά την ως άνω διάταξη του στοιχ. ε' της παρ. 2 του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου (που, αφορά τα απλά προσωπικά δεδομένα), είναι επιτρεπτή, έστω και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων αυτών, η επεξεργασία τους με τη μορφή χορήγησης αντιγράφου τους σε τρίτο, αν η επεξεργασία αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο τρίτος στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.

IV. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η υπάλληλος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Π.Π. υπέβαλε στην υπηρεσία αίτημα να της χορηγηθεί βεβαίωση των μηνιαίων αποδοχών του εν διαστάσει συζύγου της (εν ενεργεία υπαλλήλου του ΙΚΑ) για την επιδίκαση διατροφής του ανηλίκου τέκνου των επικαλούμενη ότι έχει έννομο συμφέρον βάσει του εδ. ε της παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 2472/1997( ΦΕΚ 50).

Κατά συνέπεια, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι εάν εμπίπτει ή όχι, στους περιορισμούς του νόμου, η χορήγηση στην αιτούσα βεβαίωση των μηνιαίων αποδοχών του εν διαστάσει συζύγου της.
 
Κατά την διάταξη του εδ. ε' της παρ. 2 του άρθρου 5 του νόμο 2472/1997 (που, αφορά τα απλά προσωπικά δεδομένα), είναι επιτρεπτή, έστω και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων αυτών, η επεξεργασία τους με τη μορφή χορήγησης αντιγράφου τους σε τρίτο, αν η επεξεργασία αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο τρίτος στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών. Εξ άλλου, και όπως παγίως έχει κριθεί από την αρμόδια Αρχή που έχει συσταθεί με το άρθρο 2 στοιχ. β' του Ν. 2472/1997, οι όροι και οι προϋποθέσεις της νομιμότητας επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που προβλέπονται στο προεκτεθέν άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου (το οποίο ορίζει ότι είναι επιτρεπτή η επεξεργασία όταν αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου).

V. ΣYMΠΕΡΑΣΜΑ

Εν όψει του δεδομένου πραγματικού, των διατάξεων που παρατέθηκαν και της ερμηνείας αυτών, η απάντηση που προσήκει στο ερώτημα, είναι κατά τη γνώμη μου η εξής:

Η υπηρεσία δύναται να χορηγήσει στην αιτούσα, βεβαίωση μηνιαίων αποδοχών του εν διαστάσει συζύγου της, ως έχουσα έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 § 2 εδ. ε, και του άρθρου 7 §2 εδ. γ του ν.2472/1997.
 

Η Γνωμοδοτούσα
Σοφία Αναγνώστου-Παναχράντου
Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.Πηγή: Taxheaven