ΑΠ 1131/2015 Επί παροχής εργασίας με άκυρη σύμβαση, δημιουργείται απλή σχέση εργασίας, η οποία γεννά απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

ΑΠ 1131/2015 Επί παροχής εργασίας με άκυρη σύμβαση, δημιουργείται απλή σχέση εργασίας, η οποία γεννά απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού.



Περίληψη
Από το συνδυασμό των άρθρων 158, 159 παρ.1, 174, 180 και 904 ΑΚ συνάγεται ότι επί παροχής εργασίας με άκυρη σύμβαση, δημιουργείται απλή σχέση εργασίας, η οποία γεννά απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές, τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τον ίδιο χρόνο, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως εργασθέντα (ΑΠ 67/2015, ΑΠ 930/1997).

Για την πληρότητα της σχετικής αγωγής του εργαζομένου κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ πρέπει ν' αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής, πέραν των άλλων στοιχείων και το ποσό που θα κατέβαλλε ο εναγόμενος εργοδότης σε άλλο μισθωτό με τα ίδια προσόντα και ικανότητα και κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, αλλά με έγκυρη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 930/1997).

Η αναφορά του στοιχείου αυτού αποτελεί εξειδίκευση της έννοιας του πλουτισμού ή της ωφέλειας που αποκομίζει ο λήπτης της απαίτησης σε περίπτωση αδικαιολογήτου πλουτισμού και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του δικογράφου, να αναφέρεται, επί πλέον, κατά τρόπο πανηγυρικό και ότι το ποσό αυτό αποτελεί τον πλουτισμό ή την ωφέλεια του εργοδότη.



ΑΠ  1131/2015 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χριστόφορο Κοσμίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεώργιου Γιαννούλη), Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Σοφία Καρυστηναίου και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 12η Μαϊου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Α. Δ. Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Χριστόφορου Σαράκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Σ. Θ. Κ., κατοίκου ... που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Ζησιμόπουλου και κατέθεσε προτάσεις
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-5-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αγρινίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 80/2010 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 104/2012 Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο ήδη αναιρεσείων με την από 8-2-2013 αίτησή του, την οποία επανέφερε προς συζήτηση, μετά από ματαίωση, με την από 4-9-2014 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας, ανέγνωσε την από 4-11-2013 έκθεση, του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Παπασταματίου, με την οποία εισηγείται να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Επειδή, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη διαδικασία των εργατικών διαφορών, στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται οι διάδικοι να επικαλεσθούν και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, διότι κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (ΑΠ 731/ 2014, ΑΠ 825/2014, ΑΠ 1116/2013, ΑΠ 86/2013). Για το παραδεκτό του αποδεικτικού αυτού μέσου το Εφετείο δεν απαιτείται να διαλάβει ειδική αιτιολογία, αν δε το έλαβε υπόψη, σημαίνει ότι απέκρουσε σιωπηρά την περίπτωση πρόθεσης στρεψοδικίας (ΑΠ 1116/2013). Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, με την επίκληση του άρθρου 559 αρ.11 ΚΠολΔ, καταλογίζεται στο Εφετείο ότι απαραδέκτως έλαβε υπόψη, προς απόδειξη της μεταξύ των διαδίκων σχέσεως εργασίας, προσκομισθέντα για πρώτη φορά ενώπιον αυτού αποδεικτικά μέσα, χωρίς να έχουν προσκομισθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και συγκεκριμένα τα κλειδιά του καταστήματος του αναιρεσείοντος και φωτογραφίες από το εσωτερικό του καταστήματός του, είναι απαράδεκτος. Οι περαιτέρω στον ίδιο λόγο αιτιάσεις, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την αποδεικτική αξιολόγηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, αλλά και της μη απόκρουσής τους ως μη προσκομισθέντων πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας, άλλως από βαρεία αμέλεια, είναι, επίσης, απαράδεκτες, ως αναφερόμενες στην περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΚΠολΔ 561 παρ.1).

2.Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 158, 159 παρ.1, 174, 180 και 904 ΑΚ συνάγεται ότι επί παροχής εργασίας με άκυρη σύμβαση, δημιουργείται απλή σχέση εργασίας, η οποία γεννά απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές, τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τον ίδιο χρόνο, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως εργασθέντα (ΑΠ 67/2015, ΑΠ 930/1997).

Για την πληρότητα της σχετικής αγωγής του εργαζομένου κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ πρέπει ν' αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής, πέραν των άλλων στοιχείων και το ποσό που θα κατέβαλλε ο εναγόμενος εργοδότης σε άλλο μισθωτό με τα ίδια προσόντα και ικανότητα και κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, αλλά με έγκυρη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 930/1997).

Η αναφορά του στοιχείου αυτού αποτελεί εξειδίκευση της έννοιας του πλουτισμού ή της ωφέλειας που αποκομίζει ο λήπτης της απαίτησης σε περίπτωση αδικαιολογήτου πλουτισμού και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του δικογράφου, να αναφέρεται, επί πλέον, κατά τρόπο πανηγυρικό και ότι το ποσό αυτό αποτελεί τον πλουτισμό ή την ωφέλεια του εργοδότη.

Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίση του, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος, για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή, αντίθετα, αρκέστηκε σε λιγότερα από αυτά. Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο αυτής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία).

Στις περιπτώσεις αυτές (της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής) η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ.8 και αρ.14 ΚΠολΔ, αντίστοιχα (ΑΠ 534/ 2014, ΑΠ 225/2014, ΑΠ 13/2014). Στην ένδικη αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ιστορούσε, μεταξύ άλλων, ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη, την 1-12-2002 από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα προκειμένου να εργαστεί κατά πλήρες ωράριο, ως βοηθός κομμωτή. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής εργάστηκε συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι την 17-2-2009, αλλά καθ' όλο το χρονικό αυτό διάστημα ο εναγόμενος του κατέβαλλε αποδοχές κατώτερες από τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες κάθε φορά εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων.
Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζήτησε, με βάση την ένδικη σύμβαση εργασίας, άλλως και επικουρικώς, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί άκυρη η τελευταία, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 18.025,75 ευρώ για τις αναφερόμενες στην αγωγή διαφορές μεταξύ νομίμων αποδοχών και αυτών που του καταβλήθηκαν.

Ειδικότερα, σχετικά με την επικουρική βάση της αγωγής, ο αναιρεσίβλητος ιστορούσε σ' αυτή τα ακόλουθα: "Επειδή, άλλως, και όλως επικουρικώς και στην περίπτωση που η ανωτέρω σύμβαση εργασίας ήθελε κριθεί για οποιονδήποτε λόγο άκυρη, αιτούμαι όλες τις ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφείσες δεδουλευμένες αποδοχές κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.), και δη τα ποσά αυτά που θα κατέβαλλε ο εναγόμενος οπωσδήποτε σε άλλον νόμιμα απασχολούμενο μισθωτό, με τα ίδια προσόντα και την ίδια εργασία που παρείχα εγώ και επομένως υποχρεούται εκ του νόμου να αποδώσει σε εμένα τα ανωτέρω ποσά".

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της, για το λόγο ότι ο ενάγων δεν κατείχε θεωρημένο βιβλιάριο υγείας και ακολούθως, αφού έκρινε την αγωγή κατά την επικουρική βάση της ορισμένη και νόμιμη, τη δέχθηκε και ως κατ' ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το αιτηθέν ποσό των 18.025,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής, ο αναιρεσείων άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και, μεταξύ άλλων, πρόβαλε με λόγο εφέσεως το παράπονο ότι κακώς κρίθηκε η αγωγή κατά την επικουρική της βάση ορισμένη, ενώ έπρεπε ν' απορριφθεί ως αόριστη. Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε ότι ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε την αγωγή κατά την επικουρική της βάση ορισμένη και απέρριψε το σχετικό δεύτερο λόγο εφέσεως, ως αβάσιμο. Με το να δεχθεί το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του την αγωγή, με το ως άνω περιεχόμενο, ως ορισμένη κατά την επικουρική της βάση, όσον αφορά τις δεδουλευμένες αποδοχές, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο. Επομένως ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
3.Επειδή, το δεδικασμένο, αν και σύμφωνα με το άρθρο 322 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, δεν αφορά τη δημόσια τάξη και συνεπώς ο ισχυρισμός ότι δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο η ύπαρξη δεδικασμένου, για να θεμελιώσει τον από το άρθρο 559 αρ.16 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει, κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, να έχει προβληθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και όχι, απλώς, να έγινε επίκληση κάποιας τελεσίδικης απόφασης, να αναφέρεται δε ρητώς στο αναιρετήριο ότι έγινε τέτοια προβολή (ΑΠ 541/2014, ΑΠ 294/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο από τους λόγους της αιτήσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση το ότι εσφαλμένα δέχθηκε πως δεν υπάρχει δεδικασμένο από την 3219/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου (εννοείται: Πλημμελειοδικείου), με την οποία απαλλάχθηκε αμετακλήτως ο αναιρεσείων της αξιόποινης πράξης του α.ν. 690/1945, χωρίς, όμως, να γίνεται παράλληλη μνεία ότι η ύπαρξη δεδικασμένου είχε προβληθεί ενώπιον του Εφετείου. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.16 ΚΠολΔ, πέραν του ότι στην πολιτική δίκη δεν απορρέει δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είναι προεχόντως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του.

4.Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 εδ. α', 25 παρ.1, 2, 4, 26 παρ.1, 3, 5 και 27 παρ.1, 2 του α.ν. 1846/1951 "περί κοινωνικών ασφαλίσεων", το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνει τον εργαζόμενο περιλαμβάνεται στον από το νόμο ή τη σύμβαση προβλεπόμενο συνολικό [ακαθάριστο] μισθό, αλλά δεν είναι καταβλητέο σ' αυτόν, διότι πρέπει να παρακρατηθεί από τον εργοδότη και να αποδοθεί προς τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό. Ως εκ τούτου, στη δίκη που ανοίγεται για την επιδίκαση διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών, αντικείμενο είναι ο εν λόγω ακαθάριστος μισθός, ενώ οι επ' αυτού κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών οργανισμών ή και άλλων τρίτων, τις οποίες εκ του νόμου υποχρεούται να διενεργήσει ο εργοδότης, πραγματοποιούνται από αυτόν επί των αποδοχών που, τελικώς, επιδικάζονται, κατά το χρόνο εκτέλεσης της σχετικής αποφάσεως (ΑΠ 332/2008, ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 302/2001). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται όταν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ή όταν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 31/2009, 7/2006, ΑΠ 939/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του αναγνώρισε ότι ο αναιρεσείων, οφείλει στον αναιρεσίβλητο, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και για αποδοχές και επιδόματα άδειας το συνολικό ποσό των 26.657,77 ευρώ. Στον προσδιορισμό των επί μέρους ποσών προέβη με βάση τον από τις οικείες εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας προβλεπόμενο κατώτατο μισθό, χωρίς να αφαιρέσει τις υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις, αφού η παρακράτηση των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον εργαζόμενο πρέπει να γίνει κατά την εκτέλεση της αποφάσεώς του. Επομένως, ο τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 5.
Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8-2-2013 αίτηση του Α. Α. κατά του Σ. Κ., περί αναιρέσεως της 104/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 23η Ιουνίου 2015. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 26η Αυγούστου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: Taxheaven