Αρθρα «Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ» -  Μια ιδέα που άλλαξε τον κόσμο.

Αρθρα «Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ» - Μια ιδέα που άλλαξε τον κόσμο.

« Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ » -  Μια ιδέα που άλλαξε τον κόσμο.

[ (*) Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Accountancy Greece ( Ag ) » , ( ιστοσελίδα : www.accountancygreece.gr ), (τεύχος 20 , Ιουλ. – Αυγ. – Σεπ. 2015 ) ].

Κωνσταντίνος Ιωαν. Νιφορόπουλος
Ορκωτός ελεγκτής λογιστής – «ΩΡΙΩΝ Α.Ε.Ο.Ε.Λ»
Επιστημονικός Συνεργάτης του « Taxheaven.gr ».


Η «ιδέα»  της  Νομικής Προσωπικότητας / «Εταιρείας » , ήταν μία από τις «εφευρέσεις», που είχαν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη και εξέλιξη της Λογιστικής. Στο βιβλίο των John Micklethwait & Adrian Wooldridge  "The Company: A short history of a revolutionary idea" ( Ελληνικός τίτλος « Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ -  Σύντομη ιστορία μιας ιδέας που άλλαξε τον κόσμο  », ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, www.cup.gr ), περιγράφεται, η ιστορική εξέλιξη του θεσμού της «Εταιρείας» .

 Ας δούμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο :

«Σύμφωνα με την πρόβλεψη του Χέγκελ, θεμέλιο της νεότερης κοινωνίας θα ήταν το κράτος· για τον Μαρξ, η κολλεκτίβα· για τον Λένιν και τον Χίτλερ, το πολιτικό κόμμα. Στους προνεωτερικούς χρόνους, ολόκληρη ακολουθία από αγίους και σοφούς είχαν ισχυριστεί το ίδιο για την ενοριακή εκκλησία, το φεουδαλικό τιμάριο, τη μοναρχία. Ο μεγαλόστομος ισχυρισμός του μικρού αυτού βιβλίου είναι πως τελικά όλοι τους έσφαλαν. Ο σημαντικότερος θεσμός στον κόσμο είναι η εταιρεία: σ’ αυτόν βασίστηκε η ευημερία της Δύσης, αυτός συνιστά την πιο αξιόπιστη ελπίδα για το μέλλον της λοιπής υφηλίου. Πράγματι, για τους περισσότερους από μας, μοναδικός πραγματικός ανταγωνιστής της εταιρείας όσον αφορά το που αφιερώνουμε τον χρόνο και την ενέργειά μας είναι ένας θεσμός που τον παίρνουμε ως δεδομένο: η οικογένεια. …… Οι εταιρείες αποδείχτηκαν πανίσχυρες όχι απλώς επειδή βελτίωσαν την παραγωγικότητα, αλλά και επειδή διαθέτουν τα περισσότερα από τα νομικά δικαιώματα ενός ανθρώπου, δίχως όμως τους συνοδούς βιολογικούς περιορισμούς: δεν είναι καταδικασμένες να πεθάνουν λόγω γήρατος και μπορούν να αναπαράγονται σχεδόν κατά βούληση. …
 «Η ανώνυμη εταιρεία είναι η μέγιστη ανακάλυψη των νεότερων χρόνων», διακήρυξε ο Νίκολας Μπάτλερ, ένας από τους σημαντικότερους σοφούς της Εποχής της Προόδου. «χωρίς αυτήν, ακόμα και ο ατμός και ο ηλεκτρισμός δεν θα είχαν κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα».

Οι οικονομολόγοι έχουν μελετήσει επισταμένως τα αίτια για τα οποία ο θεσμός αυτός συνέβαλε τόσο αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη. Οι εταιρείες αυξάνουν το κεφάλαιο που μπορεί να διατεθεί σε παραγωγικές επενδύσεις και επιτρέπουν στους επενδυτές να διασπείρουν τον επενδυτικό κίνδυνο αγοράζοντας μικρές και εύκολα μεταβιβάσιμες μετοχές πολλών επιχειρήσεων. Επιπλέον, παρέχουν τον μηχανισμό για την επιβολή αποτελεσματικών δομών διαχείρισης σε μεγάλους οργανισμούς. Φυσικά, και οι εταιρείες κινδυνεύουν να περιπέσουν σε καθεστώς αρτηριοσκλήρωσης, αλλά το γεγονός ότι οι επενδυτές μπορούν πολύ απλά να τοποθετήσουν το κεφάλαιό τους αλλού, λειτουργεί ως ένας πανίσχυρος μηχανισμός αναζωογόνησης.

Ένας γαλαξίας ανταγωνιστικών μεταξύ τους εταιρειών δρα ως καταλύτης για μια καινοτόμο οικονομία. …. αντί να περιορίζεται στις οικογενειακές ομόρρυθμες εταιρείες, άρχισε να τοποθετείται σε ολοένα και μεγαλύτερες επιχειρηματικές συμπράξεις. Αντίθετα, πολιτισμοί που στο παρελθόν ξεπερνούσαν παρασάγγας τη Δύση, αλλά δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν ιδιωτικές εταιρείες - με πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα την Κίνα και τον Ισλαμικό κόσμο -, έμειναν πίσω στην κούρσα, ασθμαίνοντας όλο και περισσότερο. Ασφαλώς δεν είναι συμπτωματικό το ότι η χώρα που αποτελεί την πιο πρόδηλη περίπτωση οικονομικής επιτυχίας στην Ασία, η Ιαπωνία, είναι εκείνη που άνοιξε με τη μεγαλύτερη θέρμη την αγκαλιά της στις εταιρείες.
Οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση εργάζονται πλέον σε εταιρείες, ενώ ταυτόχρονα οι εταιρείες αποτελούν τους μεγαλύτερους παραγωγούς προϊόντων στον κόσμο…..
Σε ένα άρθρο ( του 1937, ο Βρετανός οικονομολόγος Ρόναλντ Κόους )  με τίτλο «Η φύση της εταιρείας», υποστήριξε ότι ο κύριος λόγος ύπαρξης της εταιρείας (σε αντίθεση με την κατάσταση κατά την οποία μεμονωμένοι αγοραστές και πωλητές κλείνουν συμφωνίες κατά περίπτωση σε κάθε στάδιο της παραγωγής) είναι ότι ελαχιστοποιεί το συναλλακτικό κόστος που απαιτείται για τον συντονισμό μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας. Αν τεθούν όλοι κάτω από την ίδια στέγη, μειώνεται το κόστος «διαπραγμάτευσης και υπογραφής χωριστού συμβολαίου για κάθε επιμέρους συναλλαγή». ………………….

Ήδη από το 3000 π.Χ. η Μεσοποταμία μπορούσε να υπερηφανεύεται για επιχειρηματικές συμφωνίες που υπερέβαιναν κατά πολύ το επίπεδο της απλής εμπράγματης ανταλλαγής. Οικογένειες Σουμερίων που δραστηριοποιούνταν εμπορικά κατά μήκος των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη είχαν επιχειρήσει να εξορθολογίσουν το καθεστώς που ρύθμιζε την ιδιωτική περιουσία. Ο ναός λειτουργούσε τόσο ως τράπεζα όσο και ως φορέας άσκησης κρατικής εποπτείας. … Ένα γραπτό τεκμήριο που έχει φτάσει στα χέρια μας παρουσιάζει έναν Ασσύριο ηγεμόνα να μοιράζεται επισήμως την εξουσία με τους γεροντότερους, την πόλη και τους εμπόρους (ή karum, όπως αποκαλούνταν, από τη λέξη για την προκυμαία, όπου σύχναζαν). Υπήρξε επιπλέον μια συμφωνία για τη σύσταση συνεταιρισμού. Σύμφωνα με τους όρους ενός τέτοιου συμβολαίου, 14 επενδυτές τοποθέτησαν 26 τεμάχια χρυσού σ’ ένα κοινό ταμείο το οποίο διαχειριζόταν ένας έμπορος, ο Αμούρ Ιστάρ, ο οποίος προσέθεσε άλλα 4 τεμάχια. Το συμβόλαιο ήταν τετραετούς διάρκειας, και ο έμπορος θα αποκόμιζε το 1/3 των κερδών – όροι που δεν διαφέρουν και πολύ απ’ αυτούς ενός σύγχρονου ταμείου επιχειρηματικού κεφαλαίου.

Οι Φοίνικες, και αργότερα οι Αθηναίοι, διέδωσαν με τις θαλάσσιες εξορμήσεις τους αυτό το είδος καπιταλισμού σε ολόκληρη την Μεσόγειο. Το εμπόριο διά θαλάσσης απαιτούσε μεγαλύτερα κεφάλαια, και μάλιστα δεσμευμένα για πολύ περισσότερο χρόνο, απ’ ότι το χερσαίο, γεγονός που επέτεινε την ανάγκη τυποποίησης των συμφωνιών. Σ’ αυτό συνέβαλε και ένας κίνδυνος που παραμόνευε διαρκώς, απειλώντας εξίσου πιστωτές και επενδυτές: να εξαφανιστεί ο καπετάνιος μαζί με το εμπόρευμα. (Ο Όμηρος, ο πρώτος σε μια μακρά ακολουθία από αφηγητές που αντιμετώπιζαν τον εσμό των εμπόρων με έντονη δυσπιστία, καταγγέλλει τους εμπόρους της Τύρου για τη διπροσωπία τους.)…

Οι societates της Ρώμης, ιδίως αυτές που συστηνόταν από τους «δημοσίωνες» (publican), κύρια απασχόληση των οποίων ήταν η υπενοικίαση γης και η είσπραξη φόρων, αποτελούσαν κάπως πιο φιλόδοξα επιχειρηματικά σχήματα. Αρχικά, η είσπραξη των φόρων και των δασμών ανετίθετο σε μεμονωμένους Ρωμαίους ιππείς (equites) καθώς όμως η Αυτοκρατορία επεκτεινόταν, η συνολική φορολογητέα ύλη διογκώθηκε τόσο πολύ, ώστε κανένας εκπρόσωπος της ιππικής τάξης δεν ήταν από μόνος του σε θέση να εγγυηθεί την είσπραξη των οφειλόμενων ποσών έτσι, ήδη από τον Β’ Καρχηδονιακό Πόλεμο [218-201 π.Χ] οι ιππείς άρχισαν να συστήνουν εταιρείες – societates- στις οποίες ο κάθε συνέταιρος διέθετε το δικό του μερίδιο. Αυτές οι εταιρείες λειτούργησαν ως ο εμπορικός βραχίονας της κατάκτησης, εφοδιάζοντας τις λεγεώνες με ασπίδες και ξίφη. Όσον αφορά τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, οι τεχνίτες και οι έμποροι επιτρεπόταν να οργανώνονται σε σωματεία (collegia ή corpora), τους προέδρους των οποίων εξέλεγαν οι ίδιοι. …
Ο Γουίλιαμ Μπλάκστοουν, ο μεγάλος νομομαθής του 18ου αιώνα, υποστήριξε ότι η τιμή για την επινόηση των εταιρειών «ανήκει αποκλειστικά στους Ρωμαίους». Είναι βέβαιο ότι σε αυτούς οφείλονται ορισμένες θεμελιώδεις έννοιες του εταιρικού δικαίου, κυρίως η ιδέα ότι μια ένωση προσώπων διαθέτει μια συλλογική ταυτότητα ξεχωριστή από εκείνη του κάθε επιμέρους μέλους. Οι Ρωμαίοι συνέδεσαν τις societates με την familia, τον οίκο, τη θεμελιώδη μονάδα της κοινωνίας. …..

Μετά την κατάρρευση της Ρώμης, το επίκεντρο της εμπορικής ζωής μετατοπίστηκε προς Ανατολάς – στην Ινδία, αλλά κυρίως στην Κίνα και τον ισλαμικό κόσμο. Ο προφήτης Μωάμεθ (569-632) ήταν έμπορος. Μολονότι η θρησκεία που ίδρυσε απαγόρευε την τοκογλυφία, εντούτοις ενθάρρυνε τον υπεύθυνο και νόμιμο πλουτισμό. ….

Οι Κινέζοι, εν τω μεταξύ, είχαν δημιουργήσει ένα τεράστιο τεχνολογικό χάσμα σε σχέση με τη Δύση. Δέκα χρόνια αφότου ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής συνέτριψε τα στρατεύματα του Χάρολδ στη μάχη του Χέιστιγκς (1066), τα κινεζικά εργοστάσια ήταν σε θέση να παράγουν 125.000 τόνους σιδήρου ετησίως – επίπεδο παραγωγής που η Ευρώπη χρειάστηκε εφτά αιώνες για να το φτάσει. Επίσης, οι Κινέζοι επινόησαν το χαρτονόμισμα. ….

Η διαμάχη γύρω απ’ τα αίτια που οδήγησαν τους Κινέζους και τους Άραβες να χάσουν την οικονομική τους πρωτοκαθεδρία έναντι της Δύσης είναι τεράστια. Εδώ αρκεί να σημειώσουμε ότι η σχετική αδυναμία τους ν’ αναπτύξουν εταιρείες αποτελεί μέρος των γενικότερων αδυναμιών τους από γεωγραφική και πολιτισμική άποψη. Ο ισλαμικός νόμος επέτρεπε τη λειτουργία της muqarada, μιας μορφής ευέλικτης ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας, στην οποία οι επενδυτές και οι έμποροι μπορούσαν να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους. Ως επί το πλείστον, όμως, ο νόμος βασιζόταν περισσότερο στην προφορική μαρτυρία παρά σε γραπτά συμβόλαια. Επιπλέον, το κληρονομικό δίκαιο που βασιζόταν στο Κοράνι όριζε πως η περιουσία του εκλιπόντος συνεταίρου έπρεπε να διαμοιραστεί ανάμεσα στα αναρίθμητα μέλη της οικογένειάς του (σε αντίθεση με τα όσα ίσχυαν στην Δύση, όπου συνήθως παραχωρούνταν το δικαίωμα στους υπόλοιπους συνεταίρους να ορίζουν έναν μοναδικό κληρονόμο). Αυτό συνήθως αμπόδιζε τις μουσουλμανικές εταιρείες να αυξήσουν το μέγεθός τους σε βαθμό τέτοιο ώστε να καταστεί αναγκαία η αναζήτηση κεφαλαίων από εξωτερικές πηγές.

Στην περίπτωση της Κίνας, η ιδέα του να υπάρξουν μόνιμες ιδιωτικές επιχειρήσεις υπονομεύτηκε αφ’ ενός από τις κρατούσες νοοτροπίες και αφ’ ετέρου από τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους. Οι Κινέζοι έμποροι είχαν δημιουργήσει πολύπλοκες μορφές εμπορικής σύμπραξης; Τον 14ο αιώνα είχαν πλέον διαμορφωθεί διαφορετικές κατηγορίες επενδυτών και εμπόρων. Όμως οι συμπράξεις αυτές σπάνια κρατούσαν παραπάνω από λίγα ταξίδια. ….

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα δύο διαφορετικά είδη επιχειρηματικής οργάνωσης ξαναπιάνουν το νήμα από εκεί που το είχαν αφήσει οι Ρωμαίοι: οι εμπορικές αυτοκρατορίες της Ιταλίας, και οι προνομιούχες εταιρείες [chartered companies] και συντεχνίες της Βόρειας Ευρώπης.

Ναυτιλιακές εταιρείες έκαναν την εμφάνισή τους σε ιταλικές πόλεις ….. Η πιο πρώιμη εκδοχή, η οποία είχε ως πρότυπο τη μουσουλμανική muqarada, συνήθως ιδρυόταν με σκοπό να χρηματοδοτηθεί και να οργανωθεί ένα και μοναδικό θαλάσσιο ταξίδι (που μπορεί να διαρκούσε αρκετούς μήνες). Αυτός ο διακανονισμός ήταν ιδιαίτερα ελκυστικός για τον κεφαλαιούχο που παρέμενε στη στεριά, καθώς του επέτρεπε να διαφοροποιήσει τις πηγές των πιθανών κινδύνων, τοποθετώντας τα χρήματά του σε διαφορετικά διακινούμενα φορτία, ενώ συγχρόνως απέφευγε να εμπλακεί άμεσα στις δυσχέρειες του θαλάσσιου ταξιδιού. Οι συμπράξεις αυτές άρχισαν σταδιακά να παίρνουν πιο σύνθετη μορφή, καθώς χρηματοδοτούσαν πολλαπλά ταξίδια, δέχονταν ως μέλη αλλοδαπούς συνεταίρους, και μηχανεύονταν νέες δομές ιδιοκτησίας. Οι Βενετοί έμποροι, λόγου χάρη, συνέστησαν κοινοπραξίες για να μισθώνουν γαλέρες από το κράτος. Η χρηματοδότηση κάθε ταξιδιού γινόταν με την έκδοση 24 μετοχών που τις μοιράζονταν οι συνεταίροι.
Τον 12ο αιώνα, μια ελαφρά διαφορετική μορφή οργάνωσης έκανε την εμφάνισή της στη Φλωρεντία και σε άλλες πόλεις της ιταλικής ενδοχώρας: η compagnia. Οι compagnie ξεκίνησαν ως οικογενειακές επιχειρήσεις και η λειτουργία τους βασιζόταν στην αρχή της εις ολόκληρον ευθύνης: σύμφωνα με τον νόμο, όλοι οι συνέταιροι λογίζονταν ως εξίσου υπεύθυνοι, και για το κεφάλαιο της επιχείρησής τους δέσμευαν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων ….. Η λέξη compagnia συντίθεται από δύο λατινικές λέξεις (cum και pane) και σημαίνει «η από κοινού κλάσις του άρτου».

Οι compagnie, όπως και οι ομόλογές τους στη Βενετία, σταδιακά εξελίχθηκαν σε πιο σύνθετους οργανισμούς, καθώς ενδιαφέρονταν να προσελκύσουν επενδύσεις πέραν του οικογενειακού κύκλου. Πιθανότατα ήδη από το 1340 εισήγαγαν την τήρηση διπλών λογιστικών βιβλίων, επιδιώκοντας πρωτίστως να επιβάλουν εχέγγυα χρηστής διαχείρισης στα παραρτήματά τους στο εξωτερικό. …. Οι μεγαλύτεροι έμποροι, αντί να στέλνουν ρευστό, άρχισαν να δείχνουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον και να χρησιμοποιούν συναλλαγματικές στις μεταξύ τους δοσοληψίες – μια δραστηριότητα στην οποία οι ιταλικές τράπεζες έμελλε να κυριαρχήσουν.

Πράγματι, οι compagnie είχαν στενή αλληλεξάρτηση με τις τράπεζες, τις banchi (οι οποίες έλαβαν την ονομασία τους από τη λέξη banco, τον πάγκο πίσω από τον οποίο συνήθιζαν να κάθονται οι Ιταλοί δανειστές). …. Ωστόσο, οι μεγάλες τράπεζες, οι grossi banchi, ήταν εξελιγμένοι διεθνείς τραπεζικοί οργανισμοί, με ικανή κεφαλαιακή επάρκεια, και είχαν τη δυνατότητα να λειτουργούν γραφεία συναλλάγματος σε διάφορες πόλεις.

Οι οργανισμοί αυτοί αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ικανοί στην προσέλκυση πλούσιων επενδυτών, ώστε οι τελευταίοι να προτιμήσουν τους καταθετικούς λογαριασμούς έναντι της ακίνητης περιουσίας (καθότι, σε περίπτωση πολιτικής κρίσης, οι πρώτοι αποδεικνύονταν εξαιρετικά πιο ευέλικτοι από τη δεύτερη) επιπλέον, χρηματοδοτούσαν όχι μόνο θαλάσσια ταξίδια και εταιρείες, αλλά και ολόκληρα Βασίλεια. …..

Ο τραπεζικός οίκος των Μεδίκων, που από τα σπλάχνα του θα έβγαιναν τέσσερεις πάπες και δύο βασίλισσες της Γαλλίας, και ο οποίος προσέφερε ουκ ολίγα από τα κεφάλαια που απαιτήθηκαν για να ανθίσει η Αναγέννηση, ιδρύθηκε το 1397 από τον Τζιοβάνι ντι Μπίκι ντε Μέντιτσι. ….. Οι Μέδικοι, και εν γένει οι τραπεζίτες, προκειμένου να αποφύγουν τον σκόπελο της παπικής απαγόρευσης να εισπράττουν οι χριστιανοί τόκο, συχνά δέχονταν να εξοφλούνται σε ξένο συνάλλαγμα (με άδηλα επιμίσθια), με άδειες εισαγωγής και εξαγωγής ή με αγαθά αυτό τους οδήγησε να στραφούν και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. …
Επιπλέον, επινόησαν νέες ρυθμίσεις όσον αφορά τη διανομή των κερδών, ούτως ώστε να προσφέρουν σε όλους τους εταίρους ένα ισχυρό κίνητρο για να μεγιστοποιήσουν τον κύκλο των εργασιών τους και, συνεπώς, τις αποδόσεις τους. …..

Οι έμποροι του ευρωπαϊκού Βορρά αντέγραψαν πολλές καινοτομίες και μεθόδους των Ιταλών πρωτοπόρων. Ορισμένες βορειοευρωπαϊκές επιχειρήσεις υπήρξαν εγχειρήματα τεράστιας κλίμακας. Λόγου χάρη, η magna societas στη Γερμανία, ένας συνδυασμός από τρεις οικογενειακές εταιρείες …..

Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, οι νομομαθείς, καθώς επεξεργάζονταν και διεύρυναν το ρωμαϊκό και το εκκλησιαστικό δίκαιο, άρχισαν σταδιακά να αναγνωρίζουν την ύπαρξη των λεγόμενων «νομικών προσώπων»: επρόκειτο για χαλαρές ενώσεις ατόμων που επιθυμούσαν να αντιμετωπιστούν ως ενιαίες οντότητες. Στα «νομικά πρόσωπα» περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, πόλεις, πανεπιστήμια, θρησκευτικές κοινότητες, όπως επίσης εμπορικές και επαγγελματικές συντεχνίες. Αυτές οι ενώσεις προσώπων σφυρηλατούσαν δεσμούς στο πλαίσιο της μεσαιωνικής κοινωνίας, παρέχοντας ασφάλεια και συντροφικότητα σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο και γεμάτο κινδύνους. Ταυτόχρονα, παρείχαν τα αναγκαία μέσα για να διατηρηθούν παραδόσεις – και, εννοείται, σημαντικά πλούτη – και να κληροδοτηθούν στις επόμενες γενιές. ….

Πολλές από τις εταιρείες που διαγκωνίζονται μεταξύ τους για το ποια είναι η αρχαιότερη απ’ όλες ανάγονται σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο. Η εταιρεία που διαθέτει τα πιο εδραία εχέγγυα να θεωρηθεί η αρχαιότερη στον κόσμο (αν, βεβαίως, εξαιρέσουμε τις – κατ’ επίφασιν τουλάχιστον – μη εμπορικές οντότητες, φέρ’ ειπείν , τα μοναστήρια) είναι η Aberdeen Harbour Board, η οποία ιδρύθηκε το 1136. (Η αρχαιότερη εταιρεία του ιδιωτικού τομέα που παραμένει ενεργή είναι η σουηδική Stora Enso, της οποίας ο άμεσος πρόγονος, μια μεταλλευτική εταιρεία εξόρυξης χαλκού, άρχισε να εμπορεύεται το προϊόν της το 1288 και έθεσε σε κυκλοφορία μετοχές το 1347, αφού της παραχωρήθηκε ειδική βασιλική προνομία.)

Η αθανασία την οποία έμοιαζε να απολαμβάνουν αυτά τα νομικά πρόσωπα προφανώς θορύβησε τους απανταχού εστεμμένους της Ευρώπης: καταστρατηγούσαν την υποχρέωση να καταβάλλουν φεουδαλικές εισφορές, καθότι δεν απεβίωναν, δεν ενηλικιώνονταν και δεν νυμφεύονταν. Το 1279, ο Εδουάρδος Α’ εξέδωσε το Διάταγμα της Νεκράς Χειρός [Statute of Mortmain], το οποίο απέβλεπε στο να θέσει περιορισμούς στην έκταση των γεωργικών κλήρων που μεταβιβάζονταν σε νομικά πρόσωπα, ιδίως στην Εκκλησία. Όταν ένα κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο μεταβιβαζόταν σε κάποιο νομικό πρόσωπο δίχως την έγκριση του βασιλιά, κατέληγε σε κατάσχεση.

Τίποτε όμως δεν μπορούσε να ανακόψει την ανάπτυξη των νομικών προσώπων. Στο μεγαλύτερο διάστημα του Μεσαίωνα, οι συντεχνίες αποτελούσαν τη σπουδαιότερη μορφή επιχειρηματικής οργάνωσης. Μια συντεχνία – guild – (το ουσιαστικό παράγεται από το ρήμα gildan που στα σαξωνικά σημαίνει «πληρώνω») είχε κατά κανόνα το μονοπώλιο άσκησης ενός επιτηδεύματος εντός των τειχών μιας πόλης, σε αντάλλαγμα, όφειλε να καταβάλλει σημαντικές εισφορές στον εκάστοτε μονάρχη. Οι επικεφαλείς τους όριζαν κριτήρια ποιότητας, εκπαίδευαν τα μέλη τους, προσλάμβαναν συμβολαιογράφους και μεσίτες, επέβλεπαν το φιλανθρωπικό τους έργο . …
Οι συντεχνίες, στον βαθμό που ενδιαφέρονταν να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των μελών τους και όχι να προωθήσουν την καινοτομία στο πεδίο της οικονομικής παραγωγής, έμοιαζαν περισσότερο με τα εργατικά συνδικάτα παρά με τις εταιρείες. …….Οι συντεχνίες συνδέονταν στενά με τις λεγόμενες «ρυθμιζόμενες εταιρείες» [regulated companies]: ενώσεις ανεξάρτητων εμπόρων στους οποίους είχε παραχωρηθεί το μονοπώλιο των εμπορικών συναλλαγών με συγκεκριμένες ξένες αγορές. ….. Σε ορισμένες περιπτώσεις λειτουργούσαν και ως ομάδες συμφερόντων, δηλαδή οι έμποροι συνένωναν τις δυνάμεις τους για να διαπραγματευτούν καλύτερες τιμές σε πρώτες ύλες και μεταφορικά . …..

Ο 16Ος και ο 17ος αιώνας υπήρξαν μάρτυρες της εμφάνισης ορισμένων από τους πιο αξιοθαύμαστους επιχειρηματικούς οργανισμούς που γνώρισε ο κόσμος: τις «προνομιούχες εταιρείες», των οποίων οι ονομασίες παρέπεμπαν σχεδόν σε κάθε γνωστό μέρος της υδρογείου («Ανατολικές Ινδίες», «Μοσχοβία», «Κόλπος του Χάντσον», «Αφρική», «Λεβάντε», «Βιργινία», «Μασαχουσέτη»), αλλά και σε περιοχές τόσο σκοτεινές που δεν είχαν καν συγκεκριμένη ονομασία («Εταιρεία των Απόμακρων Περιοχών»). Οι εν λόγω εταιρείες ήταν σύνθετες οντότητες: το 1700, η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών απασχολούσε στα κεντρικά της γραφεία πάνω από 350 άτομα, περισσότερα από αρκετές σύγχρονες πολυεθνικές. Επιπλέον, υπήρξαν εξαιρετικά μακρόβιες. Η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών επιβίωσε επί 274 χρόνια. Η Εταιρεία του Κόλπου του Χάντσον ιδρύθηκε το 1674 και βρίσκεται ακόμα εν ζωή, γεγονός που την καθιστά την αρχαιότερη πολυεθνική του κόσμου.

Οι προνομιούχες εταιρείες ενσάρκωναν τις συνδυασμένες προσπάθειες που κατέβαλλαν κυβερνήσεις και έμποροι για να ιδιοποιηθούν τα πλούτη από τους Νέους Κόσμους που είχαν ανακαλύψει ο Κολόμβος, ο Μαγγελάνος και ο Βάσκο ντε Γκάμα. Όλες τους υπήρξαν οι τυχεροί δωρολήπτες βασιλικών προνομίων, οι οποίες τους εξασφάλιζαν το αποκλειστικό δικαίωμα να εμπορεύονται με το άλφα ή το βήτα μέρος του κόσμου. ….Αυτές οι προνομιούχες εταιρείες υιοθέτησαν δύο ακόμα καινοτομίες που είχαν εμφανιστεί στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η πρώτη ήταν η ιδέα ότι οι μετοχές μπορούσαν να πωλούνται στην ελεύθερη αγορά. Η ιδέα αυτή ανάγεται τουλάχιστον στον 13ο αιώνα. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, μπορούσες να αγοράσεις μετοχές σε ορυχεία και πλοία. …. Ωστόσο, εκείνος που προώθησε και επεξέτεινε θεαματικά αυτή την επινόηση ήταν ο ποντοπόρος καπιταλισμός του 16ου και 17ου αιώνα, ο οποίος οδήγησε και στη γέννηση των χρηματιστηρίων. Η άλλη ιδέα, η οποία δεν είχε εμφανιστεί στο παρελθόν παρά μόνο σποραδικά, ήταν αυτή της περιορισμένης ευθύνης. Ο αποικισμός ήταν μια ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη υπόθεση, και ο μόνος τρόπος για να τοποθετήσουν μεγάλα ποσά οι επενδυτές ήταν να διασφαλιστεί η προστασία τους. Η πρώτη προνομιούχος μετοχική εταιρεία ήταν η Εταιρεία της Μοσχοβίας, η οποία εξασφάλισε την προνομία της το 1555. ….

Η απεριόριστη ευθύνη των εταίρων για τα χρέη της εταιρείας έθετε προσκόμματα στην ικανότητα μιας ομόρρυθμης εταιρείας να συγκεντρώσει το απαιτούμενο αρχικό κεφάλαιο. Ο αδόκητος χαμός ενός βασικού εταίρου, πόσο μάλλον ο θάνατος ενός μελλοντικού κληρονόμου, συνήθως αποτελούσε προάγγελο θανάτου της ίδιας της επιχείρησης. Οι ομόρρυθμες εταιρείες ήταν εξαιρετικά επισφαλή δημιουργήματα. Οι επιχειρηματίες ήταν εγκλωβισμένοι σε αυτή την επιλογή, διότι δεν επιθυμούσαν την ανάμειξη του κράτους στις ιδιωτικές υποθέσεις τους. ….

Κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα, ο παρεμβατισμός του κράτους άρχισε να υποχωρεί ξεκινώντας από την Αμερική ….. Την ώθηση γι’ αυτή την αλλαγή έδωσαν τρεις παράγοντες. Ο πρώτος ήταν οι σιδηρόδρομοι, ….. Ο δεύτερος ήταν νομικής φύσεως. Το 1819, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, στο σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε για το νομικό καθεστώς του Κολλεγίου Ντάρτμαθ, αναφέρει ότι τα νομικά πρόσωπα διαθέτουν αστικά δικαιώματα: κατά συνέπεια οι Πολιτείες δεν μπορούν να μεταβάλλουν τα καταστατικά τους κατά το δοκούν. Ο τελευταίος παράγοντας ήταν πολιτικής φύσεως. Τα πολιτειακά κοινοβούλια, ιδίως στη Νέα Αγγλία, φοβούμενα ότι οι Πολιτείες τους θα χάσουν επενδύσεις, άρχισαν σταδιακά να χαλαρώνουν τους ελέγχους στις εταιρείες. Το 1830, το πολιτειακό κοινοβούλιο της Μασαχουσέτης αποφάσισε ότι εφεξής δεν θα ήταν απαραίτητο μια εταιρεία να ασχολείται με την κατασκευή δημοσίων έργων για να της χορηγηθεί το προνόμιο της περιορισμένης ευθύνης. Το 1837, το κοινοβούλιο του Κονέκτικατ προχώρησε ακόμα περισσότερο, επέτρεψε στις επιχειρήσεις, ασχέτως του οικονομικού κλάδου δραστηριοποίησής τους, να μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες δίχως να προαπαιτείται νομοθετική πράξη.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις Πολιτείες συνιστά χωρίς αμφιβολία στην πρώτη εκδήλωση ενός φαινομένου που αργότερα ονομάστηκε «αγώνας προς τα κάτω», με τους κατά τόπους πολιτικούς να προσφέρουν ολοένα και μεγαλύτερη ελευθερία στις εταιρείες, προκειμένου αυτές να μη μεταφέρουν την έδρα τους αλλού (όπως πολύ αργότερα, προκειμένου να πείσουν τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν τα εργοστάσιά τους στις Πολιτείες που εκπροσωπούσαν, θα μεταχειρίζονταν ως δέλεαρ τις φορολογικές ελαφρύνσεις). ….
Οι πρώτες αμερικανικές εταιρείες που εκμεταλλεύθηκαν πλήρως τα πλεονεκτήματα που προσέφεραν οι σιδηροδρομικές υποδομές δραστηριοποιούνταν στους τομείς του χονδρικού και του λιανικού εμπορίου. Το 1840, τα περισσότερα αγαθά διακινούνταν ανά την επικράτεια με ιππήλατες άμαξες και η παράδοση γινόταν χέρι με χέρι. Στο χρονικό διάστημα μιας γενιάς, τη διακίνηση ανέλαβαν γιγάντιες εταιρείες. Τις δεκαετίες του 1850 και του 1860, έκαναν την εμφάνισή τους κολοσσιαίες χονδρεμπορικές εταιρείες, που αγόραζαν απευθείας από τους παραγωγούς και πωλούσαν στους λιανεμπόρους. Ακολούθως, κατά τις δεκαετίες του 1870 και του 1880, εμφανίστηκαν στην αγορά οι σύγχρονες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου – οι μεγάλες εμπορικές αλυσίδες, τα πολυκαταστήματα λιανικής, οι εταιρείες πωλήσεων μέσω ταχυδρομείου. ……………………..

Είναι αλήθεια ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερφαλάγγισαν τον υπόλοιπο πλανήτη. Ωστόσο, άλλες χώρες δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Αντίθετα, κατέβαλαν τις δικές τους προσπάθειες για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής: της εποχής των μεγάλων εταιρειών. Οι τρεις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις – η Βρετανία, η Γερμανία και η Ιαπωνία – αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις σ’ αυτό το νέο οικονομικό μόρφωμα. Η Βρετανία, παρά τον απεριόριστο ενθουσιασμό της για τη φιλελεύθερη οικονομία του laissez-faire, προσηλυτίστηκε στις εταιρείες διατηρώντας, ωστόσο, τις επιφυλάξεις της. Η Γερμανία και η Ιαπωνία υιοθέτησαν τον νέο θεσμό με πολύ μεγαλύτερη ζέση, αλλά επιχείρησαν να τον στρέψουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως π.χ. στην εξυπηρέτηση της ευημερίας των εργατών και στη διατράνωση της εθνικής μεγαλοσύνης. Στη Γερμανία και την Ιαπωνία, οι εταιρείες υπήρχαν για να υπηρετούν την «κοινωνία», αντίθετα, οι ανταγωνίστριές τους στον αγγλοσαξωνικό κόσμο υπήρχαν για να βγάζουν κέρδη. Το περιλάλητο χάσμα ανάμεσα στον «καπιταλισμό των μετόχων» και στον «καπιταλισμό των συμφεροντούχων» είχε ήδη ανοίξει. …………
Το 1914, όταν εξερράγη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η μεγάλη εταιρεία είχε πλέον εδραιωθεί ως ένας κεφαλαιώδους σημασίας θεσμός ….., ως η κινητήρια δύναμη μιας από τις περιόδους με την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη στην ανθρώπινη ιστορία και ως ένας παράγοντας που ασκούσε καθοριστική επιρροή στην πολιτική ζωή …..»



Πηγή :
Το βιβλίο : « Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Σύντομη ιστορία μιας ιδέας που άλλαξε τον κόσμο » (ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, www.cup.gr ).
 

                     
   
Μετάφραση:    Παπασυριόπουλος Αργύρης

Επιμέλεια:    Θάνος Σαμαρτζής, Κουμπιάς Νίκος

ISBN-13:    978-960-524-385-2
Έτος έκδοσης:    2012
Τίτλος πρωτοτύπου:    "The Company: A short history of a revolutionary idea", John Micklethwait & Adrian Wooldridge, 2003


Ο John Micklethwait σπούδασε ιστορία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι ο διευθυντής του περιοδικού Economist.
 Ο Adrian Wooldridge σπούδασε ιστορία και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι αρχισυντάκτης στο περιοδικό Economist, όπου και διατηρεί τη στήλη Schumpeter.

…………………….
(*) [Το άρθρο αυτό, δημοσιεύτηκε πρώτη φορά, στο τριμηνιαίο περιοδικό Οικονομικού Λογισμού «Accountancy Greece ( Ag ) », (τεύχος 20 , Ιουλ. – Αυγ. – Σεπ. 2015 ), ( ιστοσελίδα : www.accountancygreece.gr ), το οποίο εκδίδεται από το « ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΩΜΑΤΟΣ ΟΡΚΩΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΩΝ ( Ι.Ε.Σ.Ο.Ε.Λ )». Το ΙΕΣΟΕΛ, παρέχει διετή Μεταπτυχιακή Επαγγελματική Κατάρτιση και Επιμόρφωση στους πτυχιούχους Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) και Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) που προορίζονται για το ελεγκτικό και λογιστικό επάγγελμα, καθώς και για στελέχη επιχειρήσεων και οργανισμών στα αντικείμενα της εφαρμοσμένης Ελεγκτικής και Λογιστικής. )]



Πηγή: Taxheaven