Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας: α) στις διατάξεις της Οδηγίας 2013/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 και β) στο άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας: α) στις διατάξεις της Οδηγίας 2013/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 και β) στο άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ

Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας: α) στις διατάξεις της Οδηγίας 2013/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 και 2) στο άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 και άλλες διατάξεις.»

Α. Γενικό μέρος

1. Με το άρθρο 2 ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2013/50/ΕΕ «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, της Οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και της Οδηγίας 2007/14/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό αναλυτικών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ.» Πιο συγκεκριμένα, με τις παραγράφους 1-26 ενσωματώνονται οι τροποποιήσεις της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ, η οποία έχει ενσωματωθεί με το ν. 3556/2007 (Α' 91) για τις «προϋποθέσεις διαφάνειας για την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και άλλες διατάξεις», και τροποποιούνται αντίστοιχα οι διατάξεις του νόμου αυτού.

2. Με το άρθρο 3 τροποποιείται ο ν. 3401/2005 (Α' 257) για το «Ενημερωτικό Δελτίο δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών και εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση». Αναλυτικότερα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 ενσωματώνεται το άρθρο 2 της Οδηγίας 2013/50/ΕΕ, το οποίο τροποποιεί την Οδηγία 2003/71/ΕΚ, που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 3401/2005. Έτσι υπάρχει συνοχή μεταξύ των νόμων 3556/2007 και 3401/2005 σε αντιστοιχία με τις Οδηγίες 2004/109/ΕΚ και 2003/71/ΕΚ όσον αφορά τον ορισμό του κράτους μέλους καταγωγής.

Ενώ με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία το άρθρο 1 της Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 «σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (EE) αριθ. 1094/2010 και (EE) αριθ. 1095/2010».

3. Τα άρθρα 4 και 5 του Κεφαλαίου Β' τροποποιούν τον ν. 2789/2000 σε συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 1 (με το άρθρο 4 του παρόντος) και του άρθρου 10 (με το άρθρο 5 του παρόντος), λόγω των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού (EE) 909/2014 και της Οδηγίας 2010/78/ΕΕ, αντίστοιχα.

4. Με το άρθρο 6 επιδιώκεται η ενίσχυση της διαφάνειας στις αποφάσεις που λαμβάνουν οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων σε δύο ευαίσθητους τομείς, όπως αυτοί των πληρωμών για σκοπούς εμπορικής διαφήμισης προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και των ποσών που καταβάλλονται για πάσης φύσεων χορηγίες. Η διάταξη αυτή κρίνεται αναγκαία προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις προνομιακής μεταχείρισης ή αναίτιων αποκλεισμών συγκεκριμένων μέσων μαζικής ενημέρωσης από το προϊόν της εμπορικής διαφήμισης των πιστωτικών ιδρυμάτων και να υπάρξει διαφάνεια στη διαχείριση των σχετικών κονδυλίων, είναι δε συμβατή με τις προβλέψεις της Συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και των θεσμών για αποπολιτικοποίηση και αποφυγή κυβερνητικών παρεμβάσεων στο έργο των πιστωτικών ιδρυμάτων, στο βαθμό που ενδεχομένως μπορεί να υπάρξει αθέμιτη διασύνδεση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων, μέσων μαζικής ενημέρωσης, κυβέρνησης ή άλλων φορέων.

5. Τέλος με το άρθρο 7 ορίζεται η έναρξη ισχύος του νόμου.

6. Σημειώνεται ότι ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του παρόντος νόμου, η Οδηγία 2013/50/ΕΕ επιδιώκει κυρίως τους ακόλουθους σκοπούς:
(α) να μειωθεί η βραχυπρόθεσμη πίεση στους εκδότες και να παρέχονται κίνητρα στους επενδυτές ώστε να υιοθετούν πιο μακροπρόθεσμη οπτική, προκειμένου να προαχθεί η δημιουργία βιώσιμης αξίας και η μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική,
(β) να προσφερθεί μεγαλύτερη ευελιξία και να μειωθούν οι διοικητικές επιβαρύνσεις για τους εκδότες,
(γ) να αυξηθεί η διαφάνεια όσον αφορά τις πληρωμές που καταβάλλονται στις κυβερνήσεις, από εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες στους κλάδους της εξόρυξης ή της υλοτομίας από πρωτογενή δάση, (δ) να διασφαλιστεί ότι οι εκδότες και οι επενδυτές είναι πλήρως ενήμεροι της δομής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των εταιρειών,
(ε) να βελτιωθεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του νόμου και να διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις που επιβάλλουν διοικητικό μέτρο ή κύρωση έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο ευρύ κοινό,
(στ) να διευκρινιστεί και να απλοποιηθεί ο καθορισμός του κράτους μέλους καταγωγής των εκδοτών τρίτης χώρας χρεωστικών τίτλων, των οποίων η ονομαστική αξία ανά μονάδα είναι μικρότερη των 1.000 ευρώ ή μετοχών, να ρυθμιστεί η διαδικασία επιλογής του κράτους μέλους καταγωγής , όπου υφίσταται τέτοια δυνατότητα, και δημοσίευσης αυτής από τους εκδότες και να διασφαλιστεί ότι υπάρχει συνοχή μεταξύ του ν. 3556/2007 και του ν. 3401/2005 όσον αφορά τον ορισμό του κράτους μέλους καταγωγής και
(ζ) να διευκολυνθεί η υποβολή οικονομικών εκθέσεων, καθώς και η προσβασιμότητα, η ανάλυση και η συγκρισιμότητα των ετήσιων οικονομικών εκθέσεων,

Ενώ οι κυριότερες ρυθμίσεις που προβλέφθηκαν για την επίτευξη των ανωτέρω σκοπών είναι οι ακόλουθες:
(α] η κατάργηση της υποχρέωσης δημοσίευσης περιοδικών χρηματοοικονομικών πληροφοριών συχνότερα από τις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις και τις εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις,
(β) η παράταση της προθεσμίας για τη δημοσίευση της ετήσιας και της εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης σε τέσσερις και σε τρεις μήνες αντίστοιχα από τη λήξη της περιόδου αναφοράς,
(γ) η πρόβλεψη υποχρέωσης εκδοτών των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες στους κλάδους της εξόρυξης ή της υλοτομίας από πρωτογενή δάση, να γνωστοποιούν σε χωριστή έκθεση, σε ετήσια βάση, τις πληρωμές που καταβάλλουν στις κυβερνήσεις στις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται,
(δ) η διεύρυνση της υποχρέωσης γνωστοποίησης κατοχής χρηματοπιστωτικών μέσων για όλα τα μέσα που έχουν παρόμοια οικονομική επίπτωση με την κατοχή μετοχών και δικαιωμάτων απόκτησης μετοχών,
(ε) η υποχρέωση του κεντρικού μηχανισμού αποθήκευσης να διασυνδέεται με τη δικτυακή πύλη η οποία θα αποτελεί ευρωπαϊκό σημείο ηλεκτρονικής πρόσβασης («σημείο πρόσβασης»),
(στ) η ενίσχυση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η πρόβλεψη δυνατότητας επιβολής υψηλότερων χρηματικών κυρώσεων, και η πρόβλεψη δημοσίευσης των αποφάσεων που επιβάλλουν διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις,
(ζ) η τροποποίηση του όρου «Κράτος μέλος καταγωγής» για να προβλέπει ότι, για τους εκδότες τρίτης χώρας που εκδίδουν χρεωστικούς τίτλους των οποίων η ονομαστική αξία ανά μονάδα είναι μικρότερη των 1.000 ευρώ ή μετοχές, το κράτος μέλος καταγωγής θα πρέπει να είναι το κράτος μέλος που επιλέγουν μεταξύ των κρατών μελών στα οποία οι κινητές αξίες του έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και
(η) η υποχρέωση σύνταξης των ετήσιων οικονομικών εκθέσεων σε ενιαίο ηλεκτρονικό μορφότυπο.

Β. Επί των άρθρων:

Ως προς το Άρθρο 1.

Στο Άρθρο 1 αναφέρεται ο σκοπός του νόμου αυτού που είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας: α) στις διατάξεις της Οδηγίας 2013/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 και β) στο άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014. Επίσης αναφέρεται αναλυτικά η ονομασία των προς ενσωμάτωση Οδηγιών καθώς και οι νόμοι (ν. 3556/2007, και ν. 3401/2005,) που θα τροποποιηθούν για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεδομένου ότι και οι δύο προς ενσωμάτωση Οδηγίες (2013/50/ΕΕ, 2014/51/ΕΕ) τροποποιούν προηγούμενες Οδηγίες (2004/109/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ), που είχαν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τους εν λόγω νόμους, αντίστοιχα.

Ως προς το Άρθρο 2:

1. Με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται ο ορισμός του όρου «εκδότης» προκειμένου να διευκρινιστεί περαιτέρω ώστε να περιλαμβάνει εκδότες μη εισηγμένων κινητών αξιών που αντιπροσωπεύονται από αποθετήριους τίτλους εισηγμένους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά καθώς και να προβλέψει ότι εκδότες κινητών αξιών εισηγμένων προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά μπορούν να είναι φυσικά πρόσωπα.
Συγκεκριμένα με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται η περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007 σύμφωνα με την οποία ως "Εκδότες": νοούνται τα φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και κρατών, οι κινητές αξίες των οποίων έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Διευκρινίζεται περαιτέρω ότι σε περίπτωση τίτλων παραστατικών κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, εκδότης θεωρείται το πρόσωπο που εξέδωσε τις αντιπροσωπευόμενες κινητές αξίες, είτε αυτές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά είτε όχι.

2. Με την παράγραφο 2 εισάγονται τροποποιήσεις στον ορισμό του όρου «Κράτος μέλος καταγωγής» της περίπτωσης (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007 λαμβάνοντας υπόψη:
Την ανάγκη να διευκρινιστεί και να απλοποιηθεί ο καθορισμός του κράτους μέλους καταγωγής των εκδοτών που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα και εκδίδουν χρεωστικούς τίτλους των οποίων η ονομαστική αξία ανά μονάδα είναι μικρότερη των 1.000 ευρώ ή μετοχές, και να προβλέπει ότι το κράτος μέλος καταγωγής θα πρέπει να είναι το κράτος μέλος που επιλέγει ο εκδότης μεταξύ των κρατών μελών στα οποία οι κινητές αξίες του έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά.

Βάσει του ν. 3556/2007 στην περίπτωση εκδότη χρεωστικών τίτλων των οποίων η ανά μονάδα ονομαστική αξία είναι ίση ή μεγαλύτερη των 1 000 ευρώ, η επιλογή εκ μέρους του εκδότη του κράτους μέλους καταγωγής ισχύει για τρία χρόνια. Ωστόσο, σε περίπτωση που οι κινητές αξίες εκδότη δεν γίνονται πλέον δεκτές προς διαπραγμάτευση στη οργανωμένη αγορά του κράτους μέλους καταγωγής του εκδότη και συνεχίζουν να γίνονται δεκτές προς διαπραγμάτευση σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη υποδοχής, ο εκδότης αυτός δεν έχει σχέση με το αρχικά επιλεγέν από αυτόν κράτος μέλος καταγωγής σε περίπτωση που αυτό δεν είναι το κράτος μέλος της καταστατικής του έδρας. 0 εν λόγω εκδότης θα πρέπει να μπορεί να επιλέξει ως νέο κράτος μέλος καταγωγής πριν από τη λήξη της τριετούς περιόδου ένα από τα κράτη μέλη υποδοχής ή το κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα. Η ίδια δυνατότητα επιλογής νέου κράτους μέλους καταγωγής θα εφαρμόζεται και σε εκδότες χρεωστικών τίτλων τρίτης χώρας των οποίων η ονομαστική αξία ανά μονάδα είναι μικρότερη των 1.000 ευρώ ή μετοχών εφόσον οι κινητές αξίες των εκδοτών αυτών δεν γίνονται πλέον δεκτές για διαπραγμάτευση στη οργανωμένη αγορά του κράτους μέλους καταγωγής του εκδότη, αλλά συνεχίζουν να γίνονται δεκτές για διαπραγμάτευση σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη υποδοχής. - Σε περίπτωση εκδοτών οι οποίοι δεν έχουν γνωστοποιήσει εντός τριών μηνών στις αρμόδιες αρχές το κράτος μέλος καταγωγής της επιλογής τους, ως κράτος μέλος καταγωγής θα πρέπει να θεωρηθεί το κράτος μέλος στο οποίο έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά οι κινητές αξίες του εκδότη. Όταν οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, όλα αυτά τα κράτη μέλη θα θεωρούνται ως κράτη μέλη καταγωγής έως ότου ο εκδότης επιλέξει και γνωστοποιήσει ένα μοναδικό κράτος μέλος καταγωγής. Αυτό θα αποτελέσει κίνητρο για τους εν λόγω εκδότες προκειμένου να επιλέξουν και να γνωστοποιήσουν στις οικείες αρμόδιες αρχές το κράτος μέλος καταγωγής που επέλεξαν και, στο μεταξύ, οι αρμόδιες αρχές θα διαθέτουν πλέον τις αναγκαίες εξουσίες να παρεμβαίνουν έως ότου ο εκδότης γνωστοποιήσει το κράτος μέλος καταγωγής που επέλεξε.

Ειδικότερα με την παράγραφο 2 εισάγονται οι εξής τροποποιήσεις της περίπτωσης (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007:
(α) αντικαθίσταται το τρίτο εδάφιο του σημείου (αα) ώστε να προβλέπεται ότι όταν ο εκδότης έχει συσταθεί σε τρίτη χώρα, ως κράτος μέλος καταγωγής νοείται το κράτος μέλος που επιλέγει ο εκδότης μεταξύ των κρατών μελών στα οποία οι κινητές αξίες του έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Περαιτέρω ορίζεται ότι η επιλογή του κράτους μέλους καταγωγής εξακολουθεί να ισχύει εκτός εάν ο εκδότης επιλέξει νέο κράτος μέλος καταγωγής σύμφωνα με το σημείο (γγ) και δημοσιοποιήσει την επιλογή του σύμφωνα με το σημείο (δδ) της περίπτωσης (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου,
(β) αντικαθίσταται το σημείο (ββ) ώστε να προβλεφθεί ότι σε περίπτωση εκδότη που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του σημείου (αα), ως κράτος μέλος καταγωγής νοείται αυτό που επιλέγει ο εκδότης μεταξύ του κράτους μέλους στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και των κρατών μελών στα οποία οι κινητές αξίες του έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Περαιτέρω προβλέπεται ότι ο εκδότης μπορεί να επιλέξει ένα μόνον κράτος μέλος ως κράτος μέλος καταγωγής και η επιλογή του αυτή ισχύει για τουλάχιστον τρία έτη, εκτός εάν οι κινητές του αξίες δεν είναι πλέον εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά της Ένωσης ή εάν ο εκδότης κατά τα τρία αυτά έτη ενταχθεί στο πεδίο εφαρμογής των σημείων (αα) ή (γγ) της περίπτωσης (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου.
(γ) προστίθεται σημείο (γγ) ώστε να προβλέπεται ότι σε περίπτωση εκδότη, του οποίου οι κινητές αξίες δεν είναι πλέον εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά στο κράτος μέλος καταγωγής του, όπως ορίζεται στη δεύτερη περίπτωση του σημείου (αα) ή στο σημείο (ββ) της περίπτωσης (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου αλλά εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ενός ή περισσοτέρων άλλων κρατών μελών, ως κράτος μέλος καταγωγής νοείται το εν λόγω νέο κράτος μέλος καταγωγής που μπορεί να επιλέξει ο εκδότης μεταξύ των κρατών μελών στην οργανωμένη αγορά των οποίων οι κινητές αξίες του εισάγονται προς διαπραγμάτευση και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του κράτους μέλους στο οποίο ο εκδότης έχει την καταστατική του έδρα.
(δ) προστίθεται σημείο (δδ) ώστε να προβλέπεται ότι ο εκδότης δημοσιοποιεί το κράτος μέλος καταγωγής του όπως αναφέρεται στα σημεία (αα), (ββ) ή (γγ) της περίπτωσης (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του νόμου. Επιπλέον ότι ο εκδότης δημοσιοποιεί το κράτος μέλος καταγωγής στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής.

Περαιτέρω ορίζεται ότι στην περίπτωση που ο εκδότης δεν δημοσιοποιήσει το κράτος μέλος καταγωγής κατά τα οριζόμενα στη δεύτερη περίπτωση του σημείου (αα) ή στο σημείο (ββ) της περίπτωσης (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου εντός περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία που οι κινητές αξίες του εισήχθησαν για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, ως κράτος μέλος καταγωγής νοείται το κράτος μέλος στο οποίο έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά οι κινητές αξίες του εκδότη. Επίσης σε περίπτωση που οι κινητές αξίες του εκδότη έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές ευρισκόμενες ή λειτουργούσες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, τα εν λόγω κράτη μέλη νοούνται ως κράτη μέλη καταγωγής του εκδότη έως ότου ο εκδότης επιλέξει και δημοσιοποιήσει ένα και μόνον κράτος μέλος καταγωγής.

Επίσης προβλέπεται ότι σε περίπτωση εκδότη οι κινητές αξίες του οποίου έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και ο οποίος δεν έχει δημοσιοποιήσει την επιλογή του κράτους μέλους καταγωγής όπως αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση του σημείου (αα) ή στο σημείο (ββ) πριν από τις 27 Νοεμβρίου 2015, η προθεσμία των τριών μηνών αρχίζει στις 27 Νοεμβρίου 2015. Σε περίπτωση εκδότη που έχει επιλέξει κράτος μέλος καταγωγής όπως αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση του σημείου (αα) ή στα σημεία (ββ) ή (γγ) και έχει κοινοποιήσει την επιλογή του στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής πριν από τις 27 Νοεμβρίου 2015 απαλλάσσεται από την υποχρέωση που επιβάλλεται από το σημείο (αα), εκτός εάν ο εν λόγω εκδότης επιλέξει άλλο κράτος μέλος καταγωγής μετά τις 27 Νοεμβρίου 2015.

3. Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται ο ορισμός του όρου «Πρόσωπο» της περίπτωσης (ιε) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007 προκειμένου να διευκρινιστεί ότι κάθε αναφορά του νόμου σε "νομικά πρόσωπα" νοείται ότι περιλαμβάνει καταχωρισμένες ενώσεις επιχειρήσεων χωρίς νομική προσωπικότητα και εμπιστεύματα (trusts).»

Συγκεκριμένα αντικαθίσταται η περίπτωση (ιε) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007 ώστε να προβλέπεται ότι ως «Πρόσωπο» νοείται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, τόσο φυσικό όσο και νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω προβλέπεται ότι κάθε αναφορά του παρόντος νόμου σε "νομικά πρόσωπα" νοείται ότι περιλαμβάνει καταχωρισμένες ενώσεις επιχειρήσεων χωρίς νομική προσωπικότητα και εμπιστεύματα (trusts).»

4. Με την παράγραφο 4 προστίθεται περίπτωση (ιθ) στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007 ώστε να προσδιοριστεί η φύση του όρου "επίσημη συμφωνία". Ως «επίσημη συμφωνία» νοείται η συμφωνία που είναι δεσμευτική βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

5. Με την παράγραφο 5 αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του ν. 3556/2007 προκειμένου να παραταθεί η προθεσμία για τη δημοσίευση της ετήσιας οικονομικής έκθεσης από τρεις (3) σε τέσσερις (4) μήνες από τη λήξη της οικονομικής χρήσης και να διασφαλισθεί ότι η έκθεση αυτή θα είναι στη διάθεση του επενδυτικού κοινού για διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών, αντί για πέντε (5) έτη. Επίσης προστίθεται διευκρίνιση ως προς την ημέρα αφετηρίας της τετράμηνης προθεσμίας.

6. Με την παράγραφο 6 προστίθεται παράγραφος 10 στο άρθρο 4 του ν. 3556/2007 σύμφωνα με την οποία για τις οικονομικές χρήσεις που αρχίζουν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, οι ετήσιες οικονομικές εκθέσεις συντάσσονται σε ενιαίο ηλεκτρονικό μορφότυπο για την υποβολή εκθέσεων υπό την προϋπόθεση ότι η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (EE) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου θα έχει προβεί σε ανάλυση κόστους/οφέλους.

7. Με την παράγραφο 7 αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του ν. 3556/2007 προκειμένου να παραταθεί η προθεσμία για τη δημοσίευση της εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης από δύο (2) σε τρεις (3) μήνες από τη λήξη της οικονομικής περιόδου και να διασφαλισθεί ότι η έκθεση αυτή θα είναι στη διάθεση του επενδυτικού κοινού για διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών, αντί για πέντε (5) έτη. Επίσης προστίθεται διευκρίνιση ως προς την ημέρα αφετηρίας της τρίμηνης προθεσμίας.

8. Με την παράγραφο 8 προστίθεται μετά το άρθρο 5 νέο άρθρο 5Α του ν. 3556/2007 σύμφωνα με την οποία με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να ορίζονται πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η ετήσια και η εξαμηνιαία έκθεση του διοικητικού συμβουλίου των άρθρων 4 και 5 αντίστοιχα, καθώς επίσης πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η ετήσια και η εξαμηνιαία οικονομική έκθεση των άρθρων 4 και 5 αντίστοιχα, αναφορικά με τη δραστηριότητα του εκδότη και των ελεγχόμενων από αυτόν επιχειρήσεων και την εν γένει πορεία των επιχειρηματικών τους υποθέσεων.

9. Με την παράγραφο 9 αντικαθίσταται το άρθρο 6 του ν. 3556/2007 ώστε να καταργηθεί η υποχρέωση κατάρτισης τριμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων και να προβλεφτεί ότι εκδότες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στους κλάδους της εξόρυξης ή της υλοτομίας από πρωτογενή δάση, όπως ορίζονται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1 και 2 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των Οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, υποχρεούνται να καταρτίζουν σε ετήσια βάση, σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 της εν λόγω Οδηγίας, έκθεση για τις πληρωμές τις οποίες καταβάλλουν στις κυβερνήσεις. Περαιτέρω ορίζεται ότι η έκθεση δημοσιεύεται το αργότερο έξι (6) μήνες μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους και παραμένει διαθέσιμη στο κοινό τουλάχιστον για δέκα έτη καθώς και ότι οι πληρωμές προς τις κυβερνήσεις αναφέρονται σε ενοποιημένη βάση.

Η εν λόγω υποχρέωση τίθεται προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια όσον αφορά τις πληρωμές που καταβάλλονται στις κυβερνήσεις, από τους εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες στους κλάδους της εξόρυξης ή της υλοτομίας από πρωτογενή δάση. Η έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει τύπους πληρωμών συγκρίσιμους με αυτούς που δημοσιεύονται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας διαφάνειας για την εξορυκτική βιομηχανία (ΕΙΤΙ). Η γνωστοποίηση πληρωμών που καταβάλλονται στις κυβερνήσεις θα πρέπει να παρέχει στην κοινωνία των πολιτών, και στους επενδυτές, πληροφορίες προκειμένου να καθίστανται οι κυβερνήσεις χωρών πλούσιων σε φυσικούς πόρους υπόλογες για τα έσοδα που έχουν από την εκμετάλλευση φυσικών πόρων. Οι λεπτομερείς απαιτήσεις ορίζονται στο κεφάλαιο 10 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των Οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Κατά την υποβολή των εκθέσεων σχετικά με τις πληρωμές που καταβάλλονται σε κυβερνήσεις σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες αρχές: (α) σημαντικότητα (δεν λαμβάνονται υπόψη στην έκθεση οι πληρωμές που δεν υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ εντός του οικονομικού έτους, είτε καταβάλλονται ενιαία είτε ως σειρά συναφών πληρωμών), (β) υποβολή εκθέσεων στις κυβερνήσεις και ανά έργο (οι εκθέσεις σχετικά με πληρωμές προς τις κυβερνήσεις θα πρέπει να καταρτίζονται ανά κυβέρνηση και ανά έργο), (γ) καθολικότητα (δεν επιτρέπονται, για παράδειγμα για εκδότες οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ορισμένες χώρες, εξαιρέσεις που έχουν στρεβλωτική επίπτωση και επιτρέπουν σε εκδότες να εκμεταλλεύονται χαλαρές απαιτήσεις όσον αφορά τη διαφάνεια) και (δ) πληρότητα (θα πρέπει να αναφέρονται όλες οι σχετικές πληρωμές που καταβάλλονται σε κυβερνήσεις, σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ και σχετικές αιτιολογικές σκέψεις).

10. Με την παράγραφο 10 καταργείται το άρθρο 7 του ν. 3556/2007 στο πλαίσιο της μείωσης της βραχυπρόθεσμης πίεσης στους εκδότες και της παροχής κινήτρων στους επενδυτές ώστε να υιοθετούν πιο μακροπρόθεσμη οπτική, προκειμένου να προαχθεί η δημιουργία βιώσιμης αξίας και η μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική.

11. Με την παράγραφο 11 αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του ν. 3556/2007, ώστε τα άρθρα 4 και 5 του νόμου να μην εφαρμόζονται στους ακόλουθους Εκδότες:
α) στο Ελληνικό Δημόσιο, σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Ελλάδας, σε κράτη, τοπικές ή περιφερειακές αρχές κρατών, σε δημόσιους διεθνείς φορείς στους οποίους συμμετέχει ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) και σε κάθε άλλο μηχανισμό που δημιουργείται με στόχο τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης προσφέροντας προσωρινή χρηματοδοτική συνδρομή στα κράτη μέλη τα οποία έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ανεξάρτητα από το αν εκδίδουν μετοχές ή άλλες κινητές αξίες- και
β) σε Εκδότες που εκδίδουν αποκλειστικά χρεωστικούς τίτλους που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, των οποίων η ανά μονάδα ονομαστική αξία είναι τουλάχιστον 100.000 ευρώ ή, στην περίπτωση χρεωστικών τίτλων σε άλλο νόμισμα, εκτός ευρώ, εφόσον η αντίστοιχη ανά μονάδα ονομαστική αξία, την ημερομηνία της έκδοσης, είναι ισοδύναμη με τουλάχιστον 100.000 ευρώ.
γ) Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο (β) της παρούσας παραγράφου, τα άρθρα 4 και 5 δεν εφαρμόζονται σε Εκδότες που εκδίδουν αποκλειστικά χρεωστικούς τίτλους των οποίων η ανά μονάδα ονομαστική αξία είναι τουλάχιστον 50.000 ευρώ ή, στην περίπτωση χρεωστικών τίτλων σε άλλο νόμισμα, εκτός του ευρώ, η αντίστοιχη ανά μονάδα ονομαστική αξία είναι, κατά την ημερομηνία της έκδοσης, ισοδύναμη με τουλάχιστον 50.000 ευρώ, οι οποίοι έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά στην Ένωση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2010, για όσο χρονικό διάστημα οι εν λόγω χρεωστικοί τίτλοι είναι σε κυκλοφορία.

12. Με την παράγραφο 12 καταργείται η παράγραφος 6 του άρθρου 9 του ν. 3556/2007 καθώς το θέμα της άθροισης ρυθμίζεται πλέον από το νέο άρθρο 11 α του ν. 3556/2007 που εισάγεται με τον παρόντα νόμο.

13. Με την παράγραφο 13 αντικαθίσταται το άρθρο 11 του ν. 3556/2007.

Η τροποποίηση του άρθρου 11 έγινε καθώς η χρηματοοικονομική καινοτομία έχει οδηγήσει στη δημιουργία νέων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων που παρέχουν στους επενδυτές οικονομική έκθεση σε εταιρείες, και τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κρυφή απόκτηση συμμετοχών σε εταιρείες, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάχρηση της αγοράς και να δώσει εσφαλμένη και παραπλανητική εικόνα για την οικονομική ιδιοκτησία εισηγμένων εταιρειών. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εκδότες και οι επενδυτές είναι πλήρως ενήμεροι της δομής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των εταιρειών, ο ορισμός των χρηματοπιστωτικών μέσων τροποποιήθηκε ώστε να καλύπτει όλα τα μέσα που έχουν παρόμοια οικονομική επίπτωση με την κατοχή μετοχών και δικαιωμάτων απόκτησης μετοχών. Παράλληλα ορίστηκε ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν παρεμφερή οικονομική επίπτωση με την κατοχή μετοχών και δικαιωμάτων απόκτησης μετοχών θα πρέπει να υπολογίζονται πολλαπλασιάζοντας το θεωρητικό ποσό των υποκείμενων μετοχών με τον «συντελεστή δέλτα» του μέσου, ο οποίος δηλώνει πόσο θα μεταβαλλόταν η θεωρητική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου σε περίπτωση διακύμανσης της τιμής του υποκείμενου μέσου και παρέχει ακριβή εικόνα της έκθεσης του κατόχου στο υποκείμενο μέσο. Αυτή η προσέγγιση έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι τα στοιχεία για τα συνολικά δικαιώματα ψήφου στα οποία έχει πρόσβαση ο επενδυτής είναι όσο το δυνατόν ακριβέστερα.

Ειδικότερα στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 ορίζεται ότι η υποχρέωση ενημέρωσης του άρθρου 9 καταλαμβάνει επίσης και πρόσωπα που αποκτούν ή διαθέτουν, άμεσα ή έμμεσα μέσω τρίτου:
α) χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία, κατά τη λήξη τους, παρέχουν στον κάτοχο, σύμφωνα με επίσημη συμφωνία, είτε το άνευ όρων δικαίωμα απόκτησης είτε τη διακριτική ευχέρεια ως προς το δικαίωμα απόκτησης, μετοχών οι οποίες ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου και έχουν ήδη εκδοθεί από εκδότη του οποίου οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, και
β) χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) αλλά τα οποία αναφέρονται σε μετοχές για τις οποίες γίνεται λόγος σε αυτό το στοιχείο και έχουν οικονομική επίπτωση αντίστοιχη με εκείνη των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται σε αυτό, είτε παρέχουν δικαίωμα φυσικού διακανονισμού είτε όχι.

Περαιτέρω προβλέπεται ότι η υποχρέωση ενημέρωσης περιλαμβάνει την κατάταξη ανά είδος των κατεχόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το στοιχείο α) και το στοιχείο β) του προηγούμενου εδαφίου, κάνοντας διάκριση μεταξύ των χρηματοπιστωτικών μέσων που παρέχουν δικαίωμα φυσικού διακανονισμού και των χρηματοπιστωτικών μέσων που παρέχουν δικαίωμα διευθέτησης τοις μετρητοίς.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 11 ορίζεται ότι ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου υπολογίζεται με βάση τον συνολικό θεωρητικό αριθμό των υποκείμενων μετοχών του χρηματοπιστωτικού μέσου με εξαίρεση την περίπτωση που το χρηματοπιστωτικό μέσο προβλέπει αποκλειστικά διευθέτηση τοις μετρητοίς, οπότε ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου υπολογίζεται βάσει του «συντελεστή δέλτα», πολλαπλασιάζοντας το θεωρητικό ποσό των υποκείμενων μετοχών με τον «συντελεστή δέλτα» του μέσου. Για τον σκοπό αυτόν, ο κάτοχος συγκεντρώνει και ενημερώνει για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν σχέση με τον ίδιο εκδότη υποκείμενων μετοχών λαμβάνοντας υπόψη για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων ψήφο μόνο θετικές θέσεις, οι οποίες δεν συμψηφίζονται με τις αρνητικές θέσεις που έχουν σχέση με τον ίδιο εκδότη.

Στην παράγραφο 3 του άρθρου 11 περιλαμβάνεται κατάλογος των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορούν οι υποχρεώσεις ενημέρωσης της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, με την προϋπόθεση ότι πληρούν όλους τους όρους των στοιχείων α) ή β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου, και είναι τα εξής:
α) κινητές αξίες,
β) δικαιώματα προαίρεσης,
γ) συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης,
δ) συμβάσεις ανταλλαγής (swaps),
ε) προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου, στ) συμβάσεις επί διαφορών, και
ζ) άλλες συμβάσεις ή συμφωνίες με παρόμοια οικονομική επίπτωση για τις οποίες μπορεί να υπάρξει φυσικός διακανονισμός ή διευθέτηση τοις μετρητοίς.

Αντίστοιχα στην παράγραφο 4 του άρθρου 11 ορίζεται ρητά ότι οι εξαιρέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 12 και οι περιπτώσεις απαλλαγής των παραγράφων 1 έως 5 του άρθρου 13 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις υποχρεώσεις ενημέρωσης του παρόντος άρθρου.

Στην παράγραφο 5 του άρθρου 11 ορίζεται ότι με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα και με τα σχετικά με την Οδηγία 2004/109/ΕΚ εκτελεστικά μέτρα, δύναται να καθορίζει το περιεχόμενο της ενημέρωσης, την προθεσμία και τον αποδέκτη της ενημέρωσης, της παραγράφου 1 του ν. 3556/2007.

14. Με την παράγραφο 14 προστίθεται νέο άρθρο 11Α, ώστε οι υποχρεώσεις ενημέρωσης που ορίζονται στα άρθρα 9,10 και 11 του νόμου να εφαρμόζονται επίσης σε πρόσωπα , όταν ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου τα οποία κατέχουν άμεσα ή έμμεσα σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10, αθροιζόμενος με τον αριθμό των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία κατέχουν άμεσα ή έμμεσα σύμφωνα με το άρθρο 11, φθάνει, υπερβαίνει ή κατέρχεται των ορίων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του νόμου.

Περαιτέρω ορίζεται ότι η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει διάκριση μεταξύ του αριθμού των δικαιωμάτων ψήφου που ενσωματώνονται σε μετοχές σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 και των δικαιωμάτων ψήφου που έχουν σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 11.

Επίσης ορίζεται ότι πρόσωπο που έχει προβεί ήδη σε ενημέρωση για τα δικαιώματα ψήφου που έχουν σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 11 προβαίνει εκ νέου σε ενημέρωση, όταν αποκτήσει τις υποκείμενες μετοχές και, λόγω αυτής της απόκτησης, ο συνολικός αριθμός δικαιωμάτων ψήφου από μετοχές που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη έχει φθάσει ή έχει υπερβεί τα όρια που θεσπίζονται με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του νόμου.

15. Με την παράγραφο 15 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του ν. 3556/2007 ώστε να οριστεί ότι δεν υπολογίζονται για τους σκοπούς του άρθρου 9 τα δικαιώματα ψήφου από μετοχές, που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών πιστωτικού ιδρύματος ή Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σημείο 86 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και στο άρθρο 102 του Κανονισμού (EE) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (EE) 648/2012, εφόσον:
(α) τα δικαιώματα ψήφου που υπάγονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δεν υπερβαίνουν το 5%, και
(β) τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται σε μετοχές που υπάγονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη.

Σημειώνεται ότι η παράγραφος 15 δεν αναφέρεται στο άρθρο 11 της Οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (όπως αναφέρεται στην σχετική διάταξη της 2013/50/ΕΕ), διότι οι εν λόγω διατάξεις έχουν αντικατασταθεί με τις αναφερόμενες στην παράγραφο διατάξεις του Κανονισμού (EE) 575/2013, όπως αυτός ισχύει.

16. Με την παράγραφο 16 προστίθεται παράγραφος 2Α στο άρθρο 12 του ν. 3556/2007, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται σε δικαιώματα ψήφου ενσωματωμένα σε μετοχές που αποκτώνται για λόγους σταθεροποίησης σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται σε αυτές τις μετοχές δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη.

17. Με την παράγραφο 17 αντικαθίσταται το εισαγωγικό μέρος της παραγράφου 2 του άρθρου 14 προκειμένου να οριστεί ότι η ενημέρωση του εκδότη πραγματοποιείται άμεσα και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός τριών (3) ημερών διαπραγμάτευσης, μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο μέτοχος, ή το πρόσωπο, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 10 του νόμου.

18. Με την παράγραφο 18 καταργείται η παράγραφος 3 του άρθρου 16 του ν. 3556/2007 στο πλαίσιο της μείωσης των περιττών διοικητικών επιβαρύνσεων για τους εκδότες καθώς η υποχρέωση δημοσιοποίησης νέων εκδόσεων δανείων θεωρήθηκε περίπλοκη και έχει δημιουργήσει πρακτικά προβλήματα εφαρμογής, ενώ επικαλύπτει μερικώς υποχρεώσεις που προβλέπονται στο ν. 3340/2005.

19. Με την παράγραφο 19 καταργείται η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ν. 3556/2007 στο πλαίσιο της μείωσης των περιττών διοικητικών επιβαρύνσεων για τους εκδότες καθώς η υποχρέωση ανακοίνωσης κάθε τροποποίησης της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του εκδότη επικαλύπτεται από παρόμοια υποχρέωση της νομοθεσίας σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών και μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση αναφορικά με τον ρόλο της αρμόδιας αρχής.

20. Με την παράγραφο 20 προστίθεται περίπτωση (ε) στην παράγραφο 7 του άρθρου 21 του ν. 3556/2007 σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να καταρτίζονται κανόνες που εξασφαλίζουν τη διαλειτουργικότητα των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται από το μηχανισμό κεντρικής αποθήκευσης, του παρόντος άρθρου και την πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες πληροφορίες σε επίπεδο Ένωσης στο πλαίσιο εφαρμογής της παραγράφου 4.

21. Με την παράγραφο 21 προστίθεται παράγραφος 8 στο άρθρο 21, σύμφωνα με την οποία ο κεντρικός μηχανισμός αποθήκευσης υποχρεούται, να διασυνδέεται με τη δικτυακή πύλη που αποτελεί ευρωπαϊκό σημείο ηλεκτρονικής πρόσβασης («σημείο πρόσβασης»), από την έναρξη λειτουργίας της.

22. Με την παράγραφο 22 προστίθεται στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 3556/2007 εδάφιο, με το οποίο ορίζεται ότι οι πληροφορίες που καλύπτονται από τις υποχρεώσεις που προβλέπει το δίκαιο της τρίτης χώρας υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 19 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του νόμου.

23. Με την παράγραφο 23 προστίθεται εδάφιο στην περίπτωση (η) της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του ν. 3556/2007 προκειμένου να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ειδικότερα να οριστεί ότι σε περίπτωση διαπίστωσης ότι η πληροφόρηση της ετήσιας ή εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης δεν καταρτίζεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να ζητά από τον εκδότη να προβεί σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες ενέργειες: α) επανέκδοση των οικονομικών καταστάσεων, β) δημοσιοποίηση διορθωτικής σημείωσης, ή γ) διόρθωση σε μελλοντικές οικονομικές καταστάσεις με αναδιατύπωση συγκρίσιμων στοιχείων, εφόσον ενδείκνυται.

24. Με την παράγραφο 24 προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του ν. 3556/2007, ώστε να οριστεί ότι για τις διασυνοριακές υποθέσεις η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την επιβολή κυρώσεων και διερεύνησης, συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι κυρώσεις ή τα μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και συντονίζει τις ενέργειές της με αυτές.

25. Με την παράγραφο 25 αντικαθίσταται το άρθρο 26 του ν. 3556/2007 προκειμένου να ενισχυθούν οι εξουσίες επιβολής κυρώσεων να ρυθμιστούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις όσον αφορά τους αποδέκτες, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών χρηματικών κυρώσεων. Οι εν λόγω ενισχυμένες εξουσίες επιβολής κυρώσεων προβλέπεται να ασκούνται τουλάχιστον σε περίπτωση παραβίασης βασικών διατάξεων του νόμου και τα πρόστιμα σε αυτές τις περιπτώσεις να μπορούν να είναι αρκετά υψηλά ώστε να λειτουργούν αποτρεπτικά. Προβλέπεται παράλληλα η δυνατότητα αναστολής της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου των κατόχων μετοχών και χρηματοπιστωτικών μέσων που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις ενημέρωσης του νόμου για τις σοβαρότερες παραβιάσεις. Αναλυτικότερα:

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 26 ορίζεται ότι σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ" εξουσιοδότηση του νόμου αυτού, πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι 1.000.000 ευρώ.

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 26 ορίζεται ότι σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 4, 5, 6, 9,10,11,11α, 14,15 και 16, και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ" εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει τα εξής διοικητικά μέτρα και τις εξής διοικητικές κυρώσεις:
α) δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης
β) εντολή με την οποία απαιτείται από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο να παύσει και να μην επαναλάβει τη συμπεριφορά που αποτελεί την παράβαση
γ) πρόστιμα:
i) στην περίπτωση νομικού προσώπου ποσό:
— έως 10.000.000 ευρώ ή έως 5 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους ετήσιους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διαχειριστικό όργανο- εάν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που υποχρεούται σε κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, ο εφαρμοστέος συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδημάτων δυνάμει των σχετικών λογιστικών οδηγιών σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διαχειριστικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης, ή
— έως το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύνανται να προσδιοριστούν, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο
ii) στην περίπτωση φυσικού προσώπου ποσό:
— έως 2.000.000 ευρώ, ή
— έως το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύνανται να προσδιοριστούν, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο.

Με την παράγραφο 3 του άρθρου 26 ορίζεται ότι όταν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν ενημερώνει, εντός της απαιτούμενης προθεσμίας, για την απόκτηση ή τη διάθεση σημαντικής συμμετοχής βάσει των άρθρων 9,10,11,11α και 14, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση παραβάσεις ιδιαίτερης βαρύτητας, δύναται να επιβάλλει αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου.

Με την παράγραφο 4 του άρθρου 26 ορίζεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει πρόστιμο ύψους από 3.000 έως 500.000 ευρώ σε όποιον:
(α) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος νόμου, ή (β) αρνείται ή παρακωλύει την παροχή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 23 πληροφοριών ή εγγράφων ή παρέχει εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει αληθείς πληροφορίες.

Με την παράγραφο 5 του άρθρου 26 ορίζεται ότι σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανεξάρτητα από την επιβολή κυρώσεων, δύναται να αποφασίσει τη διαγραφή κινητών αξιών, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 17 του ν. 3371/2005.

Με την παράγραφο 6 του άρθρου 26 ορίζεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις για τις παραβάσεις των υποχρεώσεων του παρόντος νόμου αυτοτελώς στο νομικό πρόσωπο, στα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων αυτού, στα διευθυντικά στελέχη του, στον εσωτερικό ελεγκτή και στους εξωτερικούς ελεγκτές.

Με την παράγραφο 7 του άρθρου 26 ορίζεται ότι κατά τον καθορισμό και το είδος των ανωτέρω προβλεπομένων διοικητικών κυρώσεων λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το σύνολο των ειδικών περιστάσεων που προέκυψαν κατά την διερεύνηση της υπόθεσης και ενδεικτικά κατά περίπτωση:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης'
β) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου
γ) η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, παραδείγματος χάριν όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου
δ) το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν
ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν
στ) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου ή τυχόν υποτροπή.

Με την παράγραφο 8 του άρθρου 26 ορίζεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε διοικητική κύρωση που επιβάλλει βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε πιστωτικό ίδρυμα, σε απασχολούμενα σε πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα ή σε ελεγκτές πιστωτικού ιδρύματος.

26. Με την παράγραφο 26 προστίθεται άρθρο 26α στο ν. 3556/2007, όπου ρυθμίζεται η δημοσίευση των αποφάσεων για την επιβολή κυρώσεων ή μέτρων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι θα έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο ευρύ κοινό. Η δημοσίευση των αποφάσεων συνιστά επίσης σημαντικό εργαλείο για την ενημέρωση των φορέων της αγοράς σχετικά με το ποια συμπεριφορά συνιστά παραβίαση της του νόμου και για την εν γένει προώθηση καλής συμπεριφοράς μεταξύ των φορέων της αγοράς. Ωστόσο, εάν η δημοσιοποίηση μιας απόφασης θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή μιας διεξαγόμενης έρευνας ή θα προκαλούσε, εφόσον μπορεί να καθοριστεί, δυσανάλογη και σοβαρή βλάβη στα εμπλεκόμενα ιδρύματα ή πρόσωπα, ή εφόσον, στην περίπτωση που οι κυρώσεις επιβάλλονται σε φυσικό πρόσωπο, η δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποδεικνύεται δυσανάλογη σύμφωνα με την υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναβάλει την εν λόγω δημοσιοποίηση ή να δημοσιεύσει την πληροφορία ανώνυμα.

Με την παράγραφο 1 του νέου άρθρου 26α ορίζεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση κάθε απόφαση για την επιβολή κυρώσεων ή μέτρων σε περίπτωση παραβίασης της παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον πληροφοριών για το είδος και τη φύση της παραβίασης και την ταυτότητα των φυσικών προσώπων ή νομικών προσώπων που ευθύνονται για αυτήν.

Με την παράγραφο 2 του νέου άρθρου 26α ορίζεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθυστερήσει τη δημοσίευση της απόφασης ή να δημοσιεύσει την απόφαση ανώνυμα κατά τρόπο σύμφωνο με τη νομοθεσία σε μια εκ των κατωτέρω περιπτώσεων:
α) όταν, στην περίπτωση που η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο, η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποδεικνύεται δυσανάλογη σύμφωνα με την υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης
β) όταν η δημοσιοποίηση μιας απόφασης θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή μιας διεξαγόμενης επίσημης έρευνας
γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στον βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη και σοβαρή ζημία στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα.

Με την παράγραφο 3 του νέου άρθρου 26α ορίζεται ότι εάν ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης που δημοσιεύεται δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποχρεούται είτε να περιλάβει αυτή την πληροφορία στην αρχική δημοσίευση ή να τροποποιήσει τη δημοσίευση εάν ασκηθεί προσφυγή αργότερα.

Ως προς το Άρθρο 3:

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του νόμου αντικαθίσταται η υποπερίπτωση (ββ) της περίπτωσης (ιδ) του άρθρου 2 του ν. 3401/2005 ώστε να υπάρχει συνοχή μεταξύ των νόμων 3556/2007 και 3401/2005 σε αντιστοιχία με τις Οδηγίες 2004/109/ΕΚ και 2003/71/ΕΚ όσον αφορά τον ορισμό του κράτους μέλους καταγωγής. Εν προκειμένω, ο ν. 3401/2005 τροποποιείται ώστε να προβλέπει μεγαλύτερη ευελιξία σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι κινητές αξίες εκδότη που έχει συσταθεί σε τρίτη χώρα δεν γίνονται πλέον δεκτές για διαπραγμάτευση στη οργανωμένη αγορά του κράτους μέλους καταγωγής του εκδότη αλλά αντιθέτως γίνονται δεκτές προς διαπραγμάτευση σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη.

Συγκεκριμένα με τη νέα υποπερίπτωση (ββ) της περίπτωσης (ιδ) του άρθρου 2 του ν. 3401/2005 ορίζεται ότι ως κράτος - μέλος καταγωγής νοείται, κατ επιλογήν του εκδότη, του προσφέροντος ή του προσώπου που ζητά την εισαγωγή για διαπραγμάτευση, εφόσον πρόκειται για εκδότες κινητών αξιών που έχουν την καταστατική τους έδρα σε τρίτη χώρα, και πραγματοποιούν εκδόσεις κινητών αξιών οι οποίες δεν εμπίπτουν στην υποπερίπτωση αα, είτε το κράτος μέλος όπου οι κινητές αξίες πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο δημόσιας προσφοράς για πρώτη φορά μετά την 26ι Νοεμβρίου 2013 είτε το κράτος μέλος όπου υποβάλλεται η πρώτη αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, με την επιφύλαξη μεταγενέστερης επιλογής από τους εκδότες που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
— εάν το κράτος μέλος καταγωγής δεν είχε ορισθεί κατ' επιλογή τους, ή
— σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση η) υποπερίπτωση (γγ) του ν. 3556/2007 (Α'91).

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία το άρθρο 1 της Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (EE) αριθ. 1094/2010 και (EE) αριθ. 1095/2010. Το Άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ επιφέρει τροποποιήσεις στην Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της Οδηγίας 2001/34/ΕΚ. (Ο) L345/31.12.2003, σελ 64-89). Με την τροποποίηση του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2003/71/ΕΕ απαιτείται η τροποποίηση των εδαφίων β', γ' και δ' της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 3401/2005 (Α'257). Συγκεκριμένα η Οδηγία 2014/51/ΕΕ εισάγει βελτιώσεις στο τρόπο γνωστοποίησης των τελικών όρων της προσφοράς, που δεν περιλαμβάνονται στο βασικό ενημερωτικό δελτίο ή σε συμπλήρωμα αυτού. Σε περίπτωση διασυνοριακών προσφορών ή όταν οι κινητές αξίες πρόκειται να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση και σε οργανωμένη αγορά που βρίσκεται σε άλλο κράτος-μέλος, η γνωστοποίηση των τελικών όρων της προσφοράς στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, που έχουν υποβληθεί από τον εκδότη στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, γίνεται πλέον από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Επιπλέον, στο πλαίσιο ενίσχυσης μιας πιο ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής εποπτείας, με την αναβάθμιση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), εισάγεται η υποχρέωση γνωστοποίησης των εν λόγω τελικών όρων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην ΕΑΚΑΑ.

Ως προς τα Άρθρα 4 και 5:


Ο Κανονισμός (EE) 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 « για τη βελτίωση του διακανονισμού αξιόγραφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων» περιέχει διάταξη με την οποία τροποποιείται, η Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων, η οποία ενσωματώθηκε στο ν. 2789/2000 (Α' 21) για το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στο σύστημα διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων. Ειδικότερα, η παρ. 1 του άρθρου 70 του ως άνω Κανονισμού προβλέπει ότι ο κατάλογος με τα συστήματα πληρωμών και τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται από το κράτος μέλος, κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) αντί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ήταν έως τώρα αρμόδια να λαμβάνει τη σχετική κοινοποίηση. Με την τροποποίηση αυτή, η περ. (iii) του άρθρου 2 (1) της Οδηγίας 98/26/ΕΚ ευθυγραμμίζεται με την παρ. 1 του άρθρου 10 της ίδιας Οδηγίας, η οποία είχε ήδη τροποποιηθεί με το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 «για τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών)», ώστε να προβλέπει, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, την κοινοποίηση του καταλόγου με τα ορισθέντα συστήματα στην ΕΑΚΑΑ.

Αντιστοίχως σε ό,τι αφορά τις διατάξεις του ν. 2789/2000, το άρθρο 4 του παρόντος νόμου τροποποιεί την περ. (iii) του άρθρου 1 παρ. (α) (1) του ν. 2789/2000, ώστε να ευθυγραμμιστεί με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 2789/2000, η οποία είχε ήδη τροποποιηθεί με το αρθρ. 117 παρ. 2 ν. 4099/2012 που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2010/78/ΕΕ.

Ενώ με το άρθρο 5 του παρόντος νόμου, τροποποιούνται οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 10 του ν. 2789/2000 ώστε να προβλέπουν επίσης την αρμοδιότητα της ΕΑΚΑΑ να λαμβάνει την ως άνω κοινοποίηση, προς ευθυγράμμιση με τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 10 ν. 2789/2000.
Η αρμοδιότητα για την παραλαβή της ως άνω κοινοποίησης ανατίθεται στην ΕΑΚΑΑ, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που προβλέπονται στον Κανονισμό 1095/2010, με τον οποίο συστάθηκε. Η ΕΑΚΑΑ αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), κύριος στόχος του οποίου είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολο του και η επαρκής προστασία των επενδυτών. Οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται, μεταξύ άλλων, και με την κατάλληλη και αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών με τις εθνικές αρχές, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας τροποποίησης.

Ως προς το Άρθρο 6:

Με το άρθρο 6 προβλέπεται ότι κάθε πιστωτικό ίδρυμα θα δημοσιοποιεί στην Ετήσια Έκθεση και στην επίσημη εταιρική του ιστοσελίδα το συνολικό ποσό που διαθέτει ετησίως για κάθε είδους εμπορική διαφήμιση (άμεση ή έμμεση), καθώς και την κατανομή του ποσού αυτού αναλυτικά ανά νομικό πρόσωπο - μέσο μαζικής ενημέρωσης. Επιπλέον, θα δημοσιοποιεί κάθε είδους πληρωμή, που δεν εμπίπτει στον προϋπολογισμό της εμπορικής διαφήμισης (π.χ. χορηγία), που καταβάλλει στο πλαίσιο των δημοσίων σχέσεών του ή άλλων δραστηριοτήτων, προς μέσο μαζικής ενημέρωσης, αλλά και κάθε είδους πληρωμή που καταβάλλει ως χορηγία προς οποιονδήποτε, Η δημοσιοποίηση θα γίνεται αναλυτικά ανά νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης, ενώ αν ο αποδέκτης είναι φυσικό πρόσωπο τα σχετικά ποσά θα δημοσιοποιούνται συγκεντρωτικά.

Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του εκάστοτε αρμόδιου υπουργού για θέματα εποπτείας των νομικών προσώπων και φορέων που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας μπορεί να εξειδικεύονται περαιτέρω οι υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τον βαθμό ανάλυσης και τον τρόπο παρουσίασης των σχετικών πληροφοριών

Ως προς το Άρθρο 7:

Τέλος με το Άρθρο 7 ορίζεται ότι η ισχύς του νόμου αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης




Σχέδιο Νόμου
«Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας: α) στις διατάξεις της Οδηγίας 2013/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 και β) στο άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 και άλλες διατάξεις.»


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

Άρθρο 1
Σκοπός


Με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ενσωματώνονται στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2013/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L294/06.11.2013, σελ 13-27) «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, της Οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και της Οδηγίας 2007/14/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό αναλυτικών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ», το άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L153/22.5.2014, σελ 1-61] «σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (EE) αριθ. 1094/2010 και (EE) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)» και ρυθμίζονται συναφή θέματα. Για τον σκοπό αυτό τροποποιούνται με το άρθρο 2 διατάξεις του ν. 3556/2007 (Α'91) και με το άρθρο 3 διατάξεις του ν. 3401/2005 (Α'257).

Άρθρο 2
Τροποποίηση του ν. 3556/2007 (Α'91)


1. Η περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) "Εκδότες": νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κρατών, οι κινητές αξίες των οποίων έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά.
Σε περίπτωση τίτλων παραστατικών κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, εκδότης θεωρείται το πρόσωπο που εξέδωσε τις αντιπροσωπευόμενες κινητές αξίες, είτε αυτές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά είτε όχι.»

2. Η περίπτωση (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007, όπως η περίπτωση αυτή τροποποιήθηκε με τα άρθρα 132 του ν. 4099/2012 (Α'250) και 9 παρ. 2 του ν. 4281/2014 (Α' 160) τροποποιείται ως εξής:
(α) το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (αα) αντικαθίσταται ως εξής:
« - όταν ο εκδότης έχει συσταθεί σε τρίτη χώρα, το κράτος μέλος που επιλέγει ο εκδότης μεταξύ των κρατών μελών στα οποία οι κινητές αξίες του έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Η επιλογή του κράτους μέλους καταγωγής εξακολουθεί να ισχύει, εκτός εάν ο εκδότης επιλέξει νέο κράτος μέλος καταγωγής σύμφωνα με την υποπερίπτωση (γγ) και δημοσιοποιήσει την επιλογή του σύμφωνα με την υποπερίπτωση (δδ) της παρούσας»
(β) η υποπερίπτωση (ββ) αντικαθίσταται ως εξής:
«Προκειμένου για εκδότη που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω υποπερίπτωσης (αα), το κράτος μέλος που επιλέγει ο εκδότης μεταξύ του κράτους μέλους στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και των κρατών μελών στα οποία οι κινητές αξίες του έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Ο εκδότης μπορεί να επιλέξει ένα μόνον κράτος μέλος ως κράτος μέλος καταγωγής. Η επιλογή του αυτή ισχύει για τουλάχιστον τρία έτη, εκτός εάν οι κινητές του αξίες δεν είναι πλέον εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά της Ένωσης ή εάν ο εκδότης κατά τα τρία αυτά έτη ενταχθεί στο πεδίο εφαρμογής των υποπεριπτώσεων (αα) ή (γγ)»
(γ) προστίθενται υποπεριπτώσεις (γγ) και (δδ) ως εξής:
«(γγ) Σε περίπτωση εκδότη του οποίου οι κινητές αξίες δεν είναι πλέον εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά στο κράτος μέλος καταγωγής του, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (αα) ή στην υποπερίπτωση (ββ) αλλά εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ενός ή περισσοτέρων άλλων κρατών μελών, το εν λόγω νέο κράτος μέλος καταγωγής που μπορεί να επιλέξει ο εκδότης μεταξύ των κρατών μελών στην οργανωμένη αγορά των οποίων οι κινητές αξίες του εισάγονται προς διαπραγμάτευση και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του κράτους μέλους στο οποίο ο εκδότης έχει την καταστατική του έδρα»
«(δδ) Ο εκδότης δημοσιοποιεί το κράτος μέλος καταγωγής του όπως αναφέρεται στις υποπεριπτώσεις (αα), (ββ) ή (γγ) σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21. Επιπλέον, ο εκδότης δημοσιοποιεί το κράτος μέλος καταγωγής στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής.
Στην περίπτωση που ο εκδότης δεν δημοσιοποιήσει το κράτος μέλος καταγωγής κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (αα) ή στην υποπερίπτωση (ββ) εντός περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία που οι κινητές αξίες του εισήχθησαν για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, ως κράτος μέλος καταγωγής νοείται το κράτος μέλος στο οποίο έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά οι κινητές αξίες του εκδότη. Σε περίπτωση που οι κινητές αξίες του εκδότη έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές ευρισκόμενες ή λειτουργούσες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, τα εν λόγω κράτη μέλη νοούνται ως κράτη μέλη καταγωγής του εκδότη έως ότου ο εκδότης επιλέξει και δημοσιοποιήσει ένα και μόνον κράτος μέλος καταγωγής.
Για εκδότη οι κινητές αξίες του οποίου έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και ο οποίος δεν έχει δημοσιοποιήσει την επιλογή του κράτους μέλους καταγωγής όπως αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (αα) ή στην υποπερίπτωση (ββ) πριν από τις 27 Νοεμβρίου 2015, η προθεσμία των τριών μηνών αρχίζει στις 27 Νοεμβρίου 2015.
Εκδότης που έχει επιλέξει κράτος μέλος καταγωγής όπως αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης (αα) ή στις υποπεριπτώσεις (ββ) ή (γγ) και έχει κοινοποιήσει την επιλογή του στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής πριν από τις 27 Νοεμβρίου 2015 απαλλάσσεται από την υποχρέωση που επιβάλλεται από την υποπερίπτωση (αα), εκτός εάν ο εν λόγω εκδότης επιλέξει άλλο κράτος μέλος καταγωγής μετά τις 27 Νοεμβρίου 2015.»

3. Η περίπτωση (ιε) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«(ιε) "Πρόσωπο" νοείται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, τόσο φυσικό όσο και νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Ως "Νομικά πρόσωπα" κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοούνται και καταχωρισμένες ενώσεις επιχειρήσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, καθώς και εμπιστεύματα (trusts).»

4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007 προστίθεται περίπτωση (ιθ) ως εξής:
«ιθ) "επίσημη συμφωνία": νοείται συμφωνία που είναι δεσμευτική βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας.»

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εκδότης δημοσιοποιεί ετήσια οικονομική έκθεση με το περιεχόμενο που ορίζεται στην επόμενη παράγραφο το αργότερο τέσσερις (4) μήνες μετά τη λήξη κάθε οικονομικής χρήσης. Ως αφετηρία της προθεσμίας θεωρείται η τελευταία ημέρα της οικονομικής χρήσης.
Ο εκδότης διασφαλίζει ότι η έκθεση αυτή είναι στη διάθεση του επενδυτικού κοινού για διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών.»

6. Στο άρθρο 4 του ν. 3556/2007 προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής:
«10. Από την 1η Ιανουαρίου 2020, οι ετήσιες οικονομικές εκθέσεις συντάσσονται σε ενιαίο ηλεκτρονικό μορφότυπο για την υποβολή εκθέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών - ΕΑΚΑΑ) που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (EE) 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου θα έχει προβεί σε ανάλυση κόστους/οφέλους.»

7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. 0 εκδότης μετοχών ή χρεωστικών τίτλων δημοσιοποιεί εξαμηνιαία οικονομική έκθεση που αφορά στο πρώτο εξάμηνο της οικονομικής χρήσης το συντομότερο δυνατό και, το αργότερο, εντός τριών (3) μηνών μετά τη λήξη της περιόδου αναφοράς. Ως αφετηρία της προθεσμίας θεωρείται η τελευταία ημέρα του εξαμήνου. Ο εκδότης διασφαλίζει ότι η έκθεση αυτή είναι στη διάθεση του επενδυτικού κοινού για διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών.»

8. Μετά το άρθρο 5 του ν. 3556/2007 προστίθεται νέο άρθρο 5Α ως εξής:
«Άρθρο 5Α
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να ορίζονται πρόσθετες πληροφορίες και στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η ετήσια και η εξαμηνιαία οικονομική έκθεση των άρθρων 4 και 5 αντίστοιχα.»

9. Το άρθρο 6 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6
Έκθεση για τις πληρωμές στις κυβερνήσεις
Οι εκδότες οι οποίοι δραστηριοποιούνται στους κλάδους της εξόρυξης ή της υλοτομίας από πρωτογενή δάση, όπως ορίζονται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1 και 2 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των Οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, υποχρεούνται να καταρτίζουν σε ετήσια βάση, σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 της εν λόγω Οδηγίας, έκθεση για τις πληρωμές τις οποίες καταβάλλουν στις κυβερνήσεις. Η έκθεση δημοσιεύεται το αργότερο έξι μήνες μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους και παραμένει διαθέσιμη στο κοινό τουλάχιστον για δέκα έτη. Οι πληρωμές προς τις κυβερνήσεις αναφέρονται σε ενοποιημένη βάση.»

10. Το άρθρο 7 του ν. 3556/2007 καταργείται.

11. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα άρθρα 4 και 5 δεν εφαρμόζονται στους ακόλουθους εκδότες:
α) στο Ελληνικό Δημόσιο και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στα κράτη και στις τοπικές ή περιφερειακές αρχές των κρατών, στους δημόσιους διεθνείς φορείς στους οποίους συμμετέχει ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) και σε κάθε άλλο μηχανισμό που δημιουργείται με στόχο τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, προσφέροντας προσωρινή χρηματοδοτική συνδρομή στα κράτη μέλη τα οποία έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ανεξάρτητα από το αν εκδίδουν μετοχές ή άλλες κινητές αξίες
β) σε εκδότες που εκδίδουν αποκλειστικά χρεωστικούς τίτλους που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, των οποίων η ανά μονάδα ονομαστική αξία είναι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000 ευρώ) ή, στην περίπτωση χρεωστικών τίτλων σε άλλο νόμισμα, εκτός ευρώ, εφόσον η αντίστοιχη ανά μονάδα ονομαστική αξία, την ημερομηνία της έκδοσης, είναι ισοδύναμη με τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.»
γ) Κατά παρέκκλιση από την περίπτωση β' της παρούσας παραγράφου, τα άρθρα 4 και 5 δεν εφαρμόζονται σε εκδότες που εκδίδουν αποκλειστικά χρεωστικούς τίτλους των οποίων η ανά μονάδα ονομαστική αξία είναι τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ή, στην περίπτωση χρεωστικών τίτλων σε άλλο νόμισμα, εκτός του ευρώ, η αντίστοιχη ανά μονάδα ονομαστική αξία είναι, κατά την ημερομηνία της έκδοσης, ισοδύναμη με τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, οι οποίοι έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά στην Ένωση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2010, για όσο χρονικό διάστημα οι εν λόγω χρεωστικοί τίτλοι είναι σε κυκλοφορία.»

12. Η παράγραφος 6 του άρθρου 9 του ν. 3556/2007 καταργείται

13. Το άρθρο 11 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 11
Υποχρέωση ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή διάθεσης χρηματοπιστωτικών μέσων
1. Η υποχρέωση ενημέρωσης του άρθρου 9 καταλαμβάνει επίσης και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα μέσω τρίτου:
α) χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία, κατά τη λήξη τους, παρέχουν στον κάτοχο, σύμφωνα με επίσημη συμφωνία, είτε το άνευ όρων δικαίωμα απόκτησης είτε τη διακριτική ευχέρεια ως προς το δικαίωμα απόκτησης, μετοχών οι οποίες ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου και έχουν ήδη εκδοθεί από εκδότη του οποίου οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά.
β) χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) αλλά τα οποία αναφέρονται σε μετοχές για τις οποίες γίνεται λόγος σε αυτό το στοιχείο και έχουν οικονομική επίπτωση αντίστοιχη με εκείνη των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται σε αυτό, είτε παρέχουν δικαίωμα φυσικού διακανονισμού είτε όχι.
Η υποχρέωση ενημέρωσης περιλαμβάνει την κατάταξη ανά είδος των κατεχόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το στοιχείο α) και των κατεχόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το στοιχείο β) του προηγούμενου εδαφίου, κάνοντας διάκριση μεταξύ των χρηματοπιστωτικών μέσων που παρέχουν δικαίωμα φυσικού διακανονισμού και των χρηματοπιστωτικών μέσων που παρέχουν δικαίωμα διευθέτησης τοις μετρητοίς.
2. Ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου υπολογίζεται με βάση τον συνολικό θεωρητικό αριθμό των υποκείμενων μετοχών του χρηματοπιστωτικού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση που το χρηματοπιστωτικό μέσο προβλέπει αποκλειστικά διευθέτηση τοις μετρητοίς, οπότε ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου υπολογίζεται βάσει του «συντελεστή δέλτα», πολλαπλασιάζοντας το θεωρητικό ποσό των υποκείμενων μετοχών με τον «συντελεστή δέλτα» του μέσου. Για το σκοπό αυτό, ο κάτοχος συγκεντρώνει και ενημερώνει για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν σχέση με τον ίδιο εκδότη υποκείμενων μετοχών. Μόνο θετικές θέσεις λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων ψήφου. Οι θετικές θέσεις δεν συμψηφίζονται με τις αρνητικές θέσεις που έχουν σχέση με τον ίδιο εκδότη
3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα ακόλουθα θεωρούνται ως χρηματοπιστωτικά μέσα, με την προϋπόθεση ότι πληρούν όλους τους όρους των στοιχείων α) ή β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1: α) κινητές αξίες,
β) δικαιώματα προαίρεσης,
γ) συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης,
δ) συμβάσεις ανταλλαγής (swaps),
ε) προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου,
στ) συμβάσεις επί διαφορών, και
ζ) άλλες συμβάσεις ή συμφωνίες με παρόμοια οικονομική επίπτωση για τις οποίες μπορεί να υπάρξει φυσικός διακανονισμός ή διευθέτηση τοις μετρητοίς.
4. Οι εξαιρέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 12 και οι περιπτώσεις απαλλαγής των παραγράφων 1 έως 5 του άρθρου 13 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις υποχρεώσεις ενημέρωσης του παρόντος άρθρου.
5. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα και με τα σχετικά με την Οδηγία 2004/109/ΕΚ εκτελεστικά μέτρα, δύναται να καθορίζει το περιεχόμενο της ενημέρωσης, την προθεσμία και τον αποδέκτη της ενημέρωσης της παραγράφου 1 του παρόντος.»

14. Μετά το άρθρο 11 του ν. 3556/2007 προστίθεται νέο άρθρο 11Α, ως εξής:
«Άρθρο 11Α
Άθροιση
1. Οι υποχρεώσεις ενημέρωσης που ορίζονται στα άρθρα 9, 10 και 11 εφαρμόζονται επίσης σε πρόσωπα, όταν ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου τα οποία κατέχουν άμεσα ή έμμεσα σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10, αθροιζόμενος με τον αριθμό των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία κατέχουν άμεσα ή έμμεσα σύμφωνα με το άρθρο 11, φθάνει, υπερβαίνει ή κατέρχεται των ορίων που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1.
Η ενημέρωση που απαιτείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνει διάκριση μεταξύ του αριθμού των δικαιωμάτων ψήφου που ενσωματώνονται σε μετοχές σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 και των δικαιωμάτων ψήφου που έχουν σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 11.
2. Το πρόσωπο που έχει προβεί ήδη σε ενημέρωση για τα δικαιώματα ψήφου που έχουν σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 11 προβαίνει εκ νέου σε ενημέρωση, όταν αποκτήσει τις υποκείμενες μετοχές και, λόγω αυτής της απόκτησης, ο συνολικός αριθμός δικαιωμάτων ψήφου από μετοχές που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη έχει φθάσει ή έχει υπερβεί τα όρια που θεσπίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1.».

15. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα δικαιώματα ψήφου, που υπάγονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών πιστωτικού ιδρύματος ή Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σημείο 86 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και στο άρθρο 102 του Κανονισμού (EE) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (EE) 648/2012, δεν υπολογίζονται για τους σκοπούς του άρθρου 9 εφόσον:
(α) τα δικαιώματα ψήφου που υπάγονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δεν υπερβαίνουν το 5%, και
(β) τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται σε μετοχές που υπάγονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη.»

16. Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3556/2007 προστίθεται παράγραφος 2α ως εξής:
«2α. Το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται σε δικαιώματα ψήφου ενσωματωμένα σε μετοχές που αποκτώνται για λόγους σταθεροποίησης σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται σε αυτές τις μετοχές δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη.

17. Το εισαγωγικό μέρος της παραγράφου 2 του άρθρου 14, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η ενημέρωση του εκδότη πραγματοποιείται ταχέως και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός τριών (3) ημερών διαπραγμάτευσης, μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο μέτοχος ή το πρόσωπο, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 10».

18. Καταργείται η παράγραφος 3 του άρθρου 16 του ν. 3556/2007.

19. Καταργείται η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ν. 3556/2007.

20. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 21 του ν. 3556/2007 προστίθεται περίπτωση ε' ως εξής:
«(ε) προβλέπονται, σύμφωνα με τα σχετικά με την Οδηγία 2004/109/ΕΚ εκτελεστικά μέτρα, κανόνες που εξασφαλίζουν τη διαλειτουργικότητα των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται από το μηχανισμό κεντρικής αποθήκευσης του παρόντος άρθρου και την πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες πληροφορίες σε επίπεδο Ένωσης στο πλαίσιο εφαρμογής της παραγράφου 4.»

21. Στη θέση της παραγράφου 8 του άρθρου 21 του ν. 3556/2007, που καταργήθηκε με το άρθρο 16 του ν. 4141/2013 (Α' 81), τίθεται νέα παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Ο κεντρικός μηχανισμός αποθήκευσης του παρόντος άρθρου υποχρεούται, από την έναρξη λειτουργίας της δικτυακής πύλης που αποτελεί ευρωπαϊκό σημείο ηλεκτρονικής πρόσβασης («σημείο πρόσβασης») να διασυνδέεται με αυτή.

22. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 3556/2007, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 111 του ν. 4099/2012, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι πληροφορίες που καλύπτονται από τις υποχρεώσεις που προβλέπει το δίκαιο της τρίτης χώρας υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 19 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21.».

23. Στο τέλος της περίπτωσης (η) της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του ν. 3556/2007 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση διαπίστωσης ότι η πληροφόρηση της ετήσιας ή εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης δεν καταρτίζεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να ζητά από τον εκδότη να προβεί σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες ενέργειες:
α) επανέκδοση των οικονομικών εκθέσεων,
β) δημοσιοποίηση διορθωτικής σημείωσης, ή
γ) διόρθωση σε μελλοντικές οικονομικές εκθέσεις με αναδιατύπωση συγκρίσιμων στοιχείων, εφόσον ενδείκνυται.»

24. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 3556/2007 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τις διασυνοριακές υποθέσεις, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την επιβολή κυρώσεων και διερεύνησης, συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι κυρώσεις ή τα μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και συντονίζει τις ενέργειές της με αυτές.».

25. Το άρθρο 26 του ν. 3556/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του νόμου αυτού, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.
2. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 4, 5, 6, 9, 10, 11, 11Α, 14, 15 και 16, και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ" εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει τα εξής διοικητικά μέτρα και τις εξής διοικητικές κυρώσεις:
α) δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης
β) εντολή με την οποία απαιτείται από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο να παύσει και να μην επαναλάβει τη συμπεριφορά που αποτελεί την παράβαση
γ) πρόστιμα:
αα) στην περίπτωση νομικού προσώπου ύψους:
— έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ ή έως το 5 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατα δημοσιευμένες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις που έχει εγκρίνει το διαχειριστικό όργανο" εάν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που υποχρεούται σε κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, δυνάμει της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ο εφαρμοστέος συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με το συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδημάτων δυνάμει των σχετικών λογιστικών οδηγιών σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατα δημοσιευμένες ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διαχειριστικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης, ή
— έως το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύνανται να προσδιοριστούν, όποιο ποσό από τα δύο είναι μεγαλύτερο
ββ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου ύψους:
— έως δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ, ή
— έως το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύνανται να προσδιοριστούν.
όποιο ποσό από τα δύο είναι μεγαλύτερο.
3. Εάν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν ενημερώσει εμπρόθεσμα για την απόκτηση ή τη διάθεση σημαντικής συμμετοχής σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10, 11, 11Α και 14, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, για παραβάσεις ιδιαίτερης βαρύτητας, να επιβάλλει και αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο ύψους από τρεις χιλιάδες (3.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε όποιον:
(α) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος νόμου, ή
(β) αρνείται ή παρακωλύει την παροχή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 23 πληροφοριών ή εγγράφων ή παρέχει εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει αληθείς πληροφορίες.
5. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, ανεξάρτητα από την επιβολή κυρώσεων του παρόντος άρθρου, να αποφασίσει τη διαγραφή κινητών αξιών, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 17 του ν. 3371/2005.
6. Όταν η υποχρέωση που παραβιάσθηκε βαρύνει νομικό πρόσωπο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις αυτοτελώς στο νομικό πρόσωπο, στα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων αυτού, στα διευθυντικά στελέχη του, στον εσωτερικό ελεγκτή και στους εξωτερικούς ελεγκτές.
7. Κατά τον καθορισμό του είδους και του ύψους των ανωτέρω προβλεπομένων διοικητικών κυρώσεων, λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το σύνολο των ειδικών περιστάσεων που προέκυψαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και ενδεικτικά κατά περίπτωση:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης·
β) ο βαθμός ευθύνης (responsibility) του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου-
γ) η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, παραδείγματος χάριν όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου
δ) το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν
ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν
στ) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου ή η καθ' υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος.
8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε διοικητική κύρωση που επιβάλλει βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε πιστωτικό ίδρυμα, σε απασχολούμενα σε πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα ή σε ελεγκτές πιστωτικού ιδρύματος.»
9. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται στο πλαίσιο ή με σκοπό την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και διερεύνησης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διεξάγεται σύμφωνα με τον ν. 2472/1997 (Α'50), την Οδηγία 95/46/ΕΚ και τον Κανονισμό (ΕΚ) 45/2001, ανάλογα με την περίπτωση.

26. Μετά το άρθρο 26 του ν. 3556/2007, προστίθεται άρθρο 26Α ως εξής:
«Άρθρο 26 Α
Δημοσίευση των αποφάσεων
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κάθε απόφαση για την επιβολή κυρώσεων ή μέτρων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον πληροφοριών για το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των φυσικών ή νομικών προσώπων που ευθύνονται για αυτήν.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθυστερήσει τη δημοσίευση της απόφασης ή να δημοσιεύσει την απόφαση ανώνυμα σε μια έκτων κατωτέρω περιπτώσεων:
α) όταν, στην περίπτωση που η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο, η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποδεικνύεται δυσανάλογη, ότι τελεί, δηλαδή, σε μη ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό σύμφωνα με την προηγούμενη υποχρεωτική εκτίμηση της υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας από την εν λόγω δημοσίευση
β) όταν η δημοσίευση της απόφασης θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή μιας διεξαγόμενης επίσημης έρευνας
γ) όταν η δημοσίευση της απόφασης θα προξενούσε, στο βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη και σοβαρή ζημία στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα.
2. Εάν ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης που δημοσιεύεται δυνάμει της παραγράφου 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποχρεούται είτε να περιλάβει αυτή την πληροφορία στην αρχική δημοσίευση είτε να τροποποιήσει τη δημοσίευση εάν ασκηθεί προσφυγή αργότερα.»

Άρθρο 3
Τροποποίηση του ν. 3401/2005 (Α'257).


1. Η υποπερίπτωση (ββ) της περίπτωσης (ιδ) του άρθρου 2 του ν. 3401/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«ββ) εφόσον πρόκειται για εκδότες κινητών αξιών που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα και δεν εμπίπτουν στην υποπερίπτωση (αα), είτε το κράτος μέλος όπου οι κινητές αξίες πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο δημόσιας προσφοράς για πρώτη φορά μετά την 26ι Νοεμβρίου 2013, είτε το κράτος μέλος όπου υποβάλλεται η πρώτη αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, κατ' επιλογή του εκδότη, του προσφέροντα ή του προσώπου που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση, ανάλογα με την περίπτωση, με την επιφύλαξη μεταγενέστερης επιλογής από τους εκδότες που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
— εάν το κράτος μέλος καταγωγής δεν είχε ορισθεί κατ' επιλογή τους, ή
— σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση η) υποπερίπτωση (γγ) του ν. 3556/2007 (Α' 91)»

2. Τα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφια της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 3401/2005, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 123 του ν. 4099/2012, αντικαθίσταται ως εξής:
« Αν οι τελικοί όροι της προσφοράς δεν περιλαμβάνονται στο βασικό ενημερωτικό δελτίο ή σε συμπλήρωμα αυτού, οι τελικοί αυτοί όροι τίθενται στη διάθεση των επενδυτών, υποβάλλονται από τον εκδότη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση που η Ελλάδα είναι το κράτος - μέλος καταγωγής του και γνωστοποιούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην εποπτική αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, το συντομότερο δυνατό όταν γίνεται κάθε δημόσια προσφορά και, εφόσον είναι εφικτό, πριν από την έναρξη της δημόσιας προσφοράς ή την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση αυτή κοινοποιεί τους εν λόγω τελικούς όρους στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών. Οι τελικοί όροι περιέχουν μόνον πληροφορίες που έχουν σχέση με το σημείωμα κινητών αξιών και δεν χρησιμοποιούνται για τη συμπλήρωση του βασικού ενημερωτικού δελτίου. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 8.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 2789/2000 (Α' 21)

Άρθρο 4
(παρ. 2 του άρθρου 70 του Κανονισμού (EE) 909/2014)


Η υποπερίπτωση (iii) της περίπτωσης 1 της παραγράφου α του άρθρου 1 του ν. 2789/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«(iii) η οποία σχέση ορίζεται ως Σύστημα και κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών από το κράτος μέλος του οποίου το δίκαιο εφαρμόζεται σύμφωνα με το ως άνω υποπερίπτωση (ϋ) εφόσον αυτό το κράτος μέλος έχει κρίνει τους κανόνες του Συστήματος ως ικανοποιητικούς.»

Άρθρο 5
(παρ. 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2010/78/ΕΕ)


1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του ν. 2789/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο κατάλογος των Συστημάτων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου κοινοποιείται αμελλητί με επιμέλεια της Τράπεζας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και στις Αρμόδιες Αρχές.»

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 10 του ν. 2789/2000 αντικαθίσταται ως εξής :
«4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, τροποποιείται ο κατάλογος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και δύνανται να προστίθενται νέα ή να αφαιρούνται από αυτόν υφιστάμενα Συστήματα, συμπεριλαμβανομένων και των Συστημάτων της περίπτωσης 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου. Η Απόφαση αυτή, με το νέο πλήρη κατάλογο των Συστημάτων δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται αμελλητί, με επιμέλεια της Τράπεζας της Ελλάδος, στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και στις Αρμόδιες Αρχές.»

Άρθρο 6
Διαφάνεια στις σχέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων με επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης και επιχορηγούμενα πρόσωπα


1. Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν έδρα στην Ελλάδα, καθώς και τα υποκαταστήματα τους που λειτουργούν στην αλλοδαπή, εκτός εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του ν. 4261/2014, υποχρεούνται να δημοσιεύουν ετησίως και σε ενοποιημένη βάση πληροφορίες για όλες τις πληρωμές που έγιναν εντός της οικείας οικονομικής χρήσης, ιδίως πληρωμές για λόγους διαφήμισης, προβολής ή προώθησης, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών λόγω χορηγιών κάθε είδους, οι οποίες:
(α) Έχουν ως άμεσο ή έμμεσο αποδέκτη (αα) επιχείρηση μέσων ενημέρωσης, (ββ) επιχείρηση ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, (γγ) άλλη οντότητα που είναι συνδεδεμένη με τις ανωτέρω επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθ. 42ε παρ. 5 κ.ν. 2190/1920 ή κατά τον ορισμό του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 24.
(β) Έχουν ως άμεσο ή έμμεσο αποδέκτη επιχείρηση διαφήμισης και επικοινωνίας, κατά το μέρος που αφορούν περαιτέρω πληρωμές προς τις επιχειρήσεις της περ. α' ανωτέρω.
Οι ανωτέρω πληρωμές δημοσιεύονται ως εξατομικευμένο σύνολο πληρωμών για κάθε ένα από τα νομικά ή/και φυσικά πρόσωπα που είναι τελικοί αποδέκτες των πληρωμών αυτών.

2. Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα, υποχρεούνται να δημοσιεύουν ετησίως και σε ενοποιημένη βάση πληροφορίες για όλες τις πληρωμές που διενεργούνται εντός της οικείας οικονομικής χρήσης, λόγω δωρεάς, χορηγίας, επιχορήγησης ή από άλλη χαριστική αιτία, προς φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα. Οι ανωτέρω πληρωμές δημοσιεύονται (α) όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, ως ενιαίο σύνολο πληρωμών προς όλα τα πρόσωπα, και (β) όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, ως εξατομικευμένο σύνολο πληρωμών για κάθε ένα από αυτά.

3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
(α) Ως πιστωτικό ίδρυμα, νοείται το πιστωτικό ίδρυμα που ορίζεται στην περίπωση 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 (Α' 107).
(β) Ως επιχείρηση μέσων ενημέρωσης, νοείται η επιχείρηση που ορίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 3310/2005 (Α' 30)
(γ) Ως επιχείρηση ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, νοείται η επιχείρηση που ορίζεται στην περίπτωση ιστ' του άρθρου 22 του ν. 4339/2015 (Α' 133)
(δ) Ως επιχείρηση διαφήμισης και επικοινωνίας, νοείται κάθε επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες διαφήμισης κατά την έννοια του άρθρου 9 του ν. 2251/1994 (ΑΊ91)

4. Τα υπόχρεα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιεύουν τις πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, σωρευτικά κατά τον τρόπο που αναφέρεται στις περιπτώσεις Α και Β κατωτέρω, ως εξής:
Α. (αα) Τα πιστωτικά ιδρύματα με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, στην ετήσια οικονομική έκθεση που δημοσιοποιούν κατά το άρθρο 4 ν. 3556/2007.
(ββ) Τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, στην ετήσια έκθεση διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου του άρθρου 43α κ.ν. 2190/1920.
(γγ) για τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην αλλοδαπή ως παράρτημα στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.
Β. Στην εταιρική ιστοσελίδα του πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος, που έχει καταχωρηθεί στην οικεία Μερίδα του Γ.Ε.ΜΗ, με τη δημοσίευση των οικονομικών καταστάσεων τριμήνου. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα δεν διατηρεί ιστοσελίδα ή αυτή δεν έχει καταχωρηθεί στην οικεία Μερίδα του Γ.Ε.ΜΗ., καθώς και για τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην αλλοδαπή η δημοσίευση γίνεται σε τρεις ημερήσιες οικονομικές εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας, στην ίδια ως άνω προθεσμία.

5. Οι πληρωμές που διενεργήθηκαν το έτος 2015 θα συμπεριληφθούν στις δημοσιεύσεις που προβλέπονται στις υποπεριπτώσεις (αα), (ββ) και (γγ) της περίπτωσης Α της παραγράφου 4

6. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του εκάστοτε αρμόδιου υπουργού για θέματα εποπτείας των νομικών προσώπων και φορέων που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το παρόν άρθρο, ιδίως όσον αφορά το βαθμό ανάλυσης και τον τρόπο παρουσίασης των σχετικών πληροφοριών.

Άρθρο 7
Έναρξη Ισχύος


Ο παρών νόμος ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις του.

Πηγή: Taxheaven