Αριθμ. Συνεδρίασης 180/3/22.2.2016/17.3.2016 Κανονισμός ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοδοτικών ιδρυμάτων - Κατάργηση της απόφασης ΕΠΑΘ 21/2/4.11.2011

Αριθμ. Συνεδρίασης 180/3/22.2.2016/17.3.2016 Κανονισμός ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοδοτικών ιδρυμάτων - Κατάργηση της απόφασης ΕΠΑΘ 21/2/4.11.2011

Αριθμ. Συνεδρίασης 180/3/22.2.2016

ΦΕΚ Β' 717/17-3-2016

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Αφού έλαβε υπόψη:

α) το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος,

β) την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 1/20.12.2012 «Ανασύσταση Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και ανάθεση αρμοδιότητας» (ΦΕΚ Β' 3410), όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίηση αυτής με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 52/2.10.2015 «Σύνθεση και αρμοδιότητες της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Β' 2312),

γ) το Ν. 4261/2014 "Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 36/2013/ΕΕ) κατάργηση του Ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 107), και ιδίως τις διατάξεις του {start}άρθρου 145{end}, {start}παρ. 5 άρθρου 146{end} και παρ. 1 άρθρου 153 αυτού,

δ) την υπ' αριθμ. 975/1/12.7.1956 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής «Κανονισμός Εκκαθαρίσεως Τραπεζών εν ανακλήσει αδείας λειτουργίας των» (ΦΕΚ Α' 168),

ε) την απόφαση ΕΠΑΘ 21/2/4.11.2011 «Κανονισμός ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων» (ΦΕΚ Β' 2498), όπως ισχύει,

στ) την απόφαση ΕΠΑΘ 77/1/30.5.2013 «Όροι και προϋποθέσεις για τη ρύθμιση οφειλών σε προσωρινή ο οριστική καθυστέρηση προς πιστωτικά ιδρύματα που έχουν τεθεί σε ειδική εκκαθάριση» ΦΕΚ (Β' 1492),

ζ) το από 15.2.2016 εισηγητικό σημείωμα της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών,

η) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζει τα εξής:

Προοίμιο

Με την παρούσα ασκείται η κανονιστική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος εκ του {start}άρ. 145 παρ. 2{end} Ν. 4261/2014. Δεν καταστρώνεται αυτοδύναμη ρύθμιση για την ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος ή εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοδοτικού ιδρύματος. Αντίθετα, εισάγονται ειδικότεροι κανόνες εκεί όπου απαιτείται, ενώ κατά τα λοιπά ισχύει η συμπληρωματική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα.

Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή διαφορετικά από ό,τι η πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας. Σχέδιο αναδιοργάνωσης με την έννοια των άρ. 107 επ. ΠτΚ δεν χωρεί, όπως δεν χωρεί άλλωστε ήδη κατά το {start}άρ. 145 παρ. 1{end} στοιχ. α Ν. 4261/2014 και η διαδικασία εξυγίανσης των άρ. 99 επ. ΠτΚ. Μέτρα αντιστοιχούντα στην αναδιοργάνωση του ΠτΚ μπορούν πάντως να ληφθούν εκτός της προβλεπόμενης στην παρούσα Πράξη διαδικασίας, πρόκειται δε για τα προβλεπόμενα στον νόμο μέτρα εξυγίανσης.

Άρθρο 1
Όργανα της ειδικής εκκαθάρισης


1. Διαχειριστικό όργανο της ειδικής εκκαθάρισης είναι ο ειδικός εκκαθαριστής, με την επιφύλαξη του {start}άρθρου 146{end} Ν. 4261/2014, όπως ισχύει, και εποπτικό όργανο είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. Για τις αναφερόμενες στην παρούσα δίκες αρμόδιο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πτωχευτικού Κώδικα, το πολυμελές πρωτοδικείο της έδρας του ιδρύματος, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.

2. Ο ειδικός εκκαθαριστής πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε τραπεζικά θέματα. Η αμοιβή του ειδικού εκκαθαριστή καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και δύναται να αποτελείται από σταθερό και μεταβλητό τμήμα. Όταν ο ανωτέρω ειδικός εκκαθαριστής είναι νομικό πρόσωπο, ορίζεται και φυσικό πρόσωπο που είναι άμεσα υπεύθυνο έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος για την ειδική εκκαθάριση, επιφυλασσόμενης κάθε ευθύνης του νομικού προσώπου.

3. Ο ειδικός εκκαθαριστής, χωρίς ανάγκη λήψεως άδειας:

α) ασκεί το δικαίωμα εκπλήρωσης των εκκρεμών συμβάσεων με την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Πτωχευτικού Κώδικα,

β) αποδίδει κατά το άρθρο 37 του Πτωχευτικού Κώδικα και την παράγραφο 3 του άρθρου 145 του Ν. 4261/2014 αντικείμενα, για τα οποία ασκείται δικαίωμα αποχωρισμού,

γ) κινεί τον ειδικό λογαριασμό εξόδων της ειδικής εκκαθάρισης και υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος τουλάχιστον μηνιαίως και όποτε άλλοτε του ζητηθεί αναλυτικά στοιχεία της κίνησης του,

δ) τροφοδοτεί άμεσα τον δεσμευμένο και κινούμενο μόνον με άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος λογαριασμό στον οποίο κατατίθεται το προοριζόμενο για διανομή, σύμφωνα με το άρθρο 6, προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης, και δικαιολογεί τουλάχιστον μηνιαίως και όποτε άλλοτε του ζητηθεί προς την Τράπεζα της Ελλάδος το ποσό που δεν μεταφέρει σε αυτόν τον λογαριασμό αλλά διατηρεί στον λογαριασμό εξόδων,

ε) συνάπτει συμβιβασμό με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 146 του N. 4261/2014, ανακοινώνει δε στην Τράπεζα της Ελλάδος τους συναπτόμενους συμβιβασμούς και στ) συνομολογεί ρύθμιση σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην απόφαση ΕΠΑΘ 77/1/30.5.2013, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 146 του N. 4261/2014.

4. Ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί να συνάπτει τις απαιτούμενες προς υποβοήθηση των εργασιών της ει-δικής εκκαθάρισης συμβάσεις, τα δε οφειλόμενα στους αντισυμβαλλομένους λογίζονται ως έξοδα της ειδικής εκκαθάρισης. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο συμβάσεις θεωρούνται συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης εργασίας κατά την έννοια του Παραρτήματος Ι της ΠΔ/ΤΕ 2577/2006, όπως ισχύει, συνάπτονται δε κατόπιν άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτός αν πρόκειται για μη ουσιώδεις εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης, σε κάθε περίπτωση με κάθε δυνατή μέριμνα για τον περιορισμό των δαπανών σε ύψος που συνάδει με τον σκοπό της ειδικής εκκαθάρισης. Στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζεται ανάλογα η παράγραφος 1.5. του κεφαλαίου Γ του ανωτέρω Παραρτήματος. Για το σκοπό της παρούσας, ως ουσιώδεις εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης νοούνται οι αναφερόμενες στο στοιχείο ii της παραγράφου 2α του κεφαλαίου Α του ως άνω Παραρτήματος, καθώς επίσης κάθε εργασία που αφορά στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης και οι εργασίες είσπραξης απαιτήσεων. Η σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης που αφορά μη ουσιώδεις εργασίες κοινοποιείται, τριάντα (30) ημέρες πριν από την σύναψή της, στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία δύναται να αντιταχθεί ή να θέσει ειδικούς όρους. Για τις δαπάνες της εκκαθάρισης η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνεται μηνιαίως και διατηρεί το δικαίωμα αντίρρησης.

5. Ο ειδικός εκκαθαριστής συνιστά άρτιο και αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης, επαρκές και ανάλογο προς την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εργασιών εκκαθάρισης. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, παρακολούθησης, διαχείρισης και αναφοράς των κινδύνων, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου. Ο ειδικός εκκαθαριστής ορίζει ανεξάρτητη Επιτροπή Ελέγχου, στην οποία δεν περιλαμβάνονται τα φυσικά πρόσωπα της παραγράφου 2. Η ως άνω Επιτροπή Ελέγχου είναι τριμελής, απαιτείται δε η σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος για τον ορισμό των μελών της και τον καθορισμό της αμοιβής τους. Η Επιτροπή Ελέγχου είναι αρμόδια και οφείλει να μεριμνά:

α) για την παρακολούθηση και την ετήσια αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης,

β) για την επίβλεψη και την αξιολόγηση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης, της συμμόρφωσης με τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της καθώς και της αποτελεσματικότητάς της,

γ) για την υποβολή στον ειδικό εκκαθαριστή προτάσεων για την αντιμετώπιση τυχόν διαπιστούμενων αδυναμιών και την παρακολούθηση των μέτρων που λαμβάνει συναφώς ο ειδικός εκκαθαριστής και

δ) για την ανάθεση πρόσθετων ελέγχων στο όνομα της ειδικής εκκαθάρισης στους εσωτερικούς ή εξωτερικούς ελεγκτές, χωρίς να θίγεται κατά τα λοιπά η εφαρμογή της παραγράφου 4.

Τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου έχουν απεριόριστη πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που βρίσκονται στη διάθεση του ειδικού εκκαθαριστή και λαμβάνουν υπόψη τις παρατηρήσεις των ελεγκτών και των εποπτικών αρχών.

Τα πορίσματα της Επιτροπής Ελέγχου υποβάλλονται στον ειδικό εκκαθαριστή και στην Τράπεζα της Ελλάδος.

6. Στον ειδικό εκκαθαριστή που παραβαίνει διατάξεις των άρθρων 145-146 του N. 4261/2014 ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται βάσει αυτών των διατάξεων, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας, καθώς ομοίως και στο φυσικό πρόσωπο που έχει οριστεί ως άμεσα υπεύθυνο σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 και στα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου της παραγράφου 5, μπορεί να επιβληθεί κύρωση, ήτοι πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος ή επίπληξη. Για τον προσδιορισμό της κύρωσης λαμβάνονται υπόψη η έκταση της παράβασης, η επίπτωσή της στην επίτευξη του σκοπού της ειδικής εκκαθάρισης και ο βαθμός υπαιτιότητας του ειδικού εκκαθαριστή και, αν συντρέχει περίπτωση, του άμεσα υπεύθυνου φυσικού προσώπου.

Άρθρο 2
Απογραφή - οικονομικές καταστάσεις

1. Ο ειδικός εκκαθαριστής αμελλητί μετά την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης ορισμού του και καθ' όλη τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης λαμβάνει όλα τα αναγκαία εξασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα προ-κειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και να προστατευθεί η αξία της υπό ειδική εκκαθάριση περιουσίας.

2. Ο ειδικός εκκαθαριστής απογράφει την υπό ειδική εκκαθάριση περιουσία και υποβάλλει έκθεση απογραφής στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από τη θέση του ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση. Στην περίπτωση εφαρμογής των παρ. 5 και 6 του εσωτερικού άρθρου 38 και των παρ. 5 και 6 του εσωτερικού άρθρου 40 του άρθρου 2 N. 4335/2015, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε συμπληρωματική απογραφή, εφαρμόζοντας αναλόγως το πρώτο εδάφιο, σε διάστημα ενός (1) μηνός από τη σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

3. Ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεούται να συντάξει και να δημοσιεύσει, όχι αργότερα από την υποβολή της έκθεσης απογραφής, κατά τα προβλεπόμενα στον Ν. 2190/1920 τις (ετήσιες) οικονομικές καταστάσεις για όλες τις προηγούμενες εταιρικές χρήσεις, των οποίων η προβλεπόμενη εκ του νόμου σύνταξη ή δημοσίευση εκκρεμούσε μέχρι την ημερομηνία θέσης σε ειδική εκκαθάριση. Περαιτέρω, ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεούται στην σύνταξη ελεγχθέντος από νόμιμο ελεγκτή ισολογισμού έναρξης εκκαθάρισης εντός προθεσμίας επτά (7) μηνών από τη θέση του ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση, καθώς και στη σύνταξη και δημοσίευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων κατά τον νόμο.

Άρθρο 3
Αναγγελία


1. Ο ειδικός εκκαθαριστής καλεί εντός δέκα (10) ημερών από τον ορισμό του τους πιστωτές του ιδρύματος να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους. Η πρόσκληση αυτή δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλά-δος και, εφόσον αφορά πιστωτικό ίδρυμα, μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, εκ των οποίων δύο τουλάχιστον εκδίδονται στην έδρα του πιστωτικού ιδρύματος και μία είναι οικονομική. Εφόσον η ανωτέρω πρόσκληση αφορά χρηματοδοτικό ίδρυμα δημοσιεύεται σε τρεις ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, εκ των οποίων μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα του χρηματοδοτικού ιδρύματος και μια είναι οικονομική. Ατομική ενημέρωση των πιστωτών δεν χωρεί, με την επιφύλαξη του άρθρου 16 του Νόμου 3458/2006 (ΦΕΚ Α' 94). Οι πιστωτές αναγγέλλονται εντός μηνός από την τελευταία δημοσίευση της πρόσκλησης σύμφωνα με το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο. Η αναγγελία γίνεται εγγράφως στον ειδικό εκκαθαριστή, έχει το περιεχόμενο που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 91 του Πτωχευτικού Κώδικα και συνοδεύεται από τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση.

2. Για πιστωτές που ενημερώνονται από τον ειδικό εκκαθαριστή για τη διαδικασία εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 16 του Νόμου 3458/2006, η προθεσμία του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 δεν αρχίζει πριν λάβει χώρα η ως άνω ενημέρωση. Η ενημέρωση αυτών των πιστωτών πρέπει να έχει λάβει χώρα έως το τέλος της προθεσμίας του πέμπτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου.

3. Η επαλήθευση των απαιτήσεων που δεν αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο με ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 92 του Πτωχευτικού Κώδικα.

4. Ο ειδικός εκκαθαριστής συμπεριλαμβάνει στον πίνακα διανομής κατά το άρθρο 6 και μη αναγγελθείσες απαιτήσεις, αν πρόκειται: α) για απαιτήσεις από καταθέσεις με την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Νόμου 3746/2009 (ΦΕΚ Α' 27) ή β) απαιτήσεις του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 13Α του Ν. 3746/2009, όπως ισχύει.

Άρθρο 4
Επαλήθευση


1. Η επαλήθευση των αναγγελθεισών απαιτήσεων γίνεται από τον ειδικό εκκαθαριστή, εγγράφως και χωρίς παράσταση των πιστωτών, σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας κατά το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3, δύναται δε να παραταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος άπαξ για όχι περισσότερο από δύο (2) μήνες. Η επαλήθευση γίνεται με αντιπαραβολή των εγγράφων του πιστωτή προς τα βιβλία και λοιπά έγγραφα του ιδρύματος, ο δε ειδικός εκκαθαριστής προβάλλει σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της επόμενης παραγράφου αντιρρήσεις κατά όσων αναγγελθεισών απαιτήσεων δεν επαληθεύει. Ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος έκθεση για την επαλήθευση των απαιτήσεων, στην οποία αναφέρονται η ταυτότητα των πιστωτών, σύντομη περιγραφή των κατατεθέντων αποδεικτικών εγγράφων, σημείωση των διορθώσεων και διαγραφών, καθώς και οι αντιρρήσεις του ειδικού εκκαθαριστή κατά αναγγελθεισών απαιτήσεων. Η υποβολή της έκθεσης ανακοινώνεται στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος και, μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε δύο ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, εκ των οποίων μία εκδίδεται στην έδρα του ιδρύματος. Κάθε πιστωτής δικαιούται να λάβει, με δικά του έξοδα, από τον ειδικό εκκαθαριστή αντίγραφο της έκθεσης.

2. Αντιρρήσεις κατά των αναγγελθεισών απαιτήσεων δύνανται να προβάλουν εγγράφως προς τον ειδικό εκ-καθαριστή, το αργότερο δεκαπέντε (15) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση περί της υποβολής της έκθεσης για την επαλήθευση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, το υπό ειδική εκκαθάριση ίδρυμα και οι λοιποί πιστωτές. Οι ασκηθείσες από τον ειδικό εκκαθαριστή αντιρρήσεις κατά απαιτήσεων καθώς και οι ασκηθείσες κατά το προηγούμενο εδάφιο αντιρρήσεις εισάγονται αμελλητί από κοινού στο σύνολό τους από τον ειδικό εκκαθαριστή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Στην συζήτηση κλητεύονται οι πιστωτές, των οποίων αμφισβητήθηκαν οι απαιτήσεις, καθώς και αυτοί που υπέβαλλαν τις αντιρρήσεις, με επιμέλεια του ειδικού εκ-καθαριστή. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η παράγραφος
2 του άρθρου 95 του Πτωχευτικού Κώδικα.

Άρθρο 5
Εκποίηση


1. Μετά την υποβολή της έκθεσης απογραφής ο ει-δικός εκκαθαριστής μπορεί να εκποιεί χωρίς ανάγκη λήψεως άδειας, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 146 του Ν. 4261/2014 και των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου, τα περιουσιακά στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, εφαρμοζομένης και της παραγράφου 2 του άρθρου 133 και του πρώτου εδαφίου του άρθρου 134 του Πτωχευτικού Κώδικα. Η εκποίηση γνωστοποιείται, όταν δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 146, προ τριάντα (30) ημερών στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία μπορεί να αντιταχθεί στην εκποίηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ή να προβλέψει διατυπώσεις για την εκποίησή τους.

2. Ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί να ζητήσει από την Τράπεζα της Ελλάδος άδεια προς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων πριν από την υποβολή της έκθεσης απογραφής ή πριν από την πάροδο της προθεσμίας κοινοποίησης της προηγούμενης παραγράφου, αν αυτό επιβάλλει το συμφέρον των πιστωτών. Με τη λήψη της άδειας η εκποίηση γίνεται, με την επιφύλαξη των στοιχείων γ) και δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 146 του Ν. 4261/2014, χωρίς άλλη διατύπωση πέραν των τυχόν οριζομένων στην άδεια.

3. Ειδικώς τα ακίνητα του ιδρύματος εκποιούνται από τον ειδικό εκκαθαριστή, αν οι ενέγγυοι πιστωτές δεν κίνησαν τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης πριν από την υποβολή της έκθεσης απογραφής, εφαρμοζομένης και της παραγράφου 2 του άρθρου 147 του Πτωχευτικού Κώδικα.

4. Με την επιφύλαξη του στοιχείου γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 146 του Ν. 4261/2014, η εκποίηση των ακινήτων γίνεται με πλειστηριασμό, ο οποίος διεξάγεται κατ' ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 959, 965 και 1005 ΚΠολΔ, αφού περιγραφή των πλειστηριαζόμενων στοιχείων, με καθορισμό τιμής πρώτης προσφοράς, έχει δημοσιευθεί από τον ειδικό εκκαθαριστή κατ' ανάλογη εφαρμογή του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 955 ΚΠολΔ και έχει τηρηθεί η διατύπωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 πριν από αυτή τη δημοσίευση.

5. Με την επιφύλαξη του στοιχείου δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 146 του Ν. 4261/2014, η εκποίηση των συμμετοχών, μετοχών, εταιρικών μεριδίων, ομολόγων και απαιτήσεων από δάνεια μεμονωμένα ή τμήματα χαρτοφυλακίου, με την έννοια του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 της απόφασης ΕΠΑΘ 77/1/29.5.2013, γίνεται με πλειστηριασμό, ο οποίος διεξάγεται κατ' ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 959 και 965 ΚΠολΔ, αφού περιγραφή των πλειστηριαζόμενων στοιχείων, με καθορισμό τιμής πρώτης προσφοράς, έχει δημοσιευθεί από τον ειδικό εκκαθαριστή κατ' ανάλογη εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 955 ΚΠολΔ και έχει τηρηθεί η διατύπωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 πριν από αυτή τη δημοσίευση. Για τίτλους που είναι εισηγμένοι σε οργανωμένη αγορά δεν διεξάγεται πλειστηριασμός. Για την πρόθεση εκποίησης των εν λόγω τίτλων η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ενημερωθεί τριάντα (30) ημέρες νωρίτερα και εφόσον δεν έχει φέρει αντίρρηση σχετικά, ενημερώνεται τρεις (3) ημέρες νωρίτερα για τη συναλλαγή και για την τιμή στην οποία πρόκειται να ολοκληρωθεί αυτή με σύντομη επεξήγηση. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος δεν φέρει αντίρρηση.

6. Για τις ενέργειες του ειδικού εκκαθαριστή προς λύση θυγατρικών εταιρειών, οι συμμετοχές στις οποίες αποτελούν περιουσιακά στοιχεία της ειδικής εκκαθάρισης, απαιτείται άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος.

7. Ο ειδικός εκκαθαριστής παραιτείται από δικαιώματα και δικόγραφα κατόπιν ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δύναται να αντιταχθεί εντός τριάντα (30) ημερών.

Άρθρο 6
Διανομή


1. Αμελλητί με το τέλος της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων κατά το προηγούμενο άρθρο, ο ειδικός εκκαθαριστής συντάσσει πίνακα διανομής, τον οποίο υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η υποβολή του πίνακα ανακοινώνεται στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος και, μία φορά την εβδομάδα επί δύο συνεχείς εβδομάδες, σε δύο ημερήσιας εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, εκ των οποίων μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα του ιδρύματος. Κάθε πιστωτής δικαιούται να λάβει, με δικά του έξοδα, από τον ειδικό εκκαθαριστή αντίγραφο του πίνακα.

2. Κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης, ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί να προβεί σε προσωρινές διανομές με την άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην περίπτωση αυτή συντάσσεται προσωρινός πίνακας διανομής, στον οποίο εφαρμόζονται οι διατυπώσεις της προηγούμενης παραγράφου.

3. Για απαιτήσεις κατά των οποίων έχουν προβληθεί αντιρρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 4 διανέμεται, μόνο αν πρόκειται για απαιτήσεις του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων ή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή παρακρατείται από τον ειδικό εκκαθαριστή κατάλληλο ποσό σύμφωνα με το ύψος της απαίτησης και την εκτίμηση της πιθανότητας αναγνώρισής της. Αντιρρήσεις κατά της παρακράτησης αυτής εισάγονται ενώπιον του δικαστηρίου από όποιον έχει έννομο συμφέρον με ανακοπή κατά του πίνακα διανομής σύμφωνα με το άρθρο 161 του Πτωχευτικού Κώδικα. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την αρμοδιότητα του εισηγητή κατά το άρ. 161 παρ. 2 εδ. γ' του Πτωχευτικού Κώδικα, δύναται δε κατά την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας να θέσει τον όρο της καταβολής εγγυοδοσίας.

Άρθρο 7
Λογοδοσία και υποβολή στοιχείων


1. Ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Διεύθυνση Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών της Τράπεζας της Ελλάδος:

α) Έκθεση για την πορεία της εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης ανά τρίμηνο και εντός των πρώτων είκοσι (20) ημερολογιακών ημερών του επόμενου μήνα. Στην εν λόγω έκθεση περιλαμβάνονται επίσης, σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας κάθε εξωτερικής ανάθεσης εργασίας, στην οποία έχει προβεί ο ειδικός εκκαθαριστής καθώς και παρουσίαση των εκ-κρεμών δικών της ειδικής εκκαθάρισης. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί από τον ειδικό εκκαθαριστή την υποβολή και άλλων εκθέσεων για τα ζητήματα που εκάστοτε προσδιορίζει.

β) Τα ενημερωτικά στοιχεία του πίνακα Α του Παραρτήματος της παρούσας, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την 31η Μαρτίου, την 30η Ιουνίου, την 30η Σεπτεμβρίου και την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους αντίστοιχα.

γ) Τα στοιχεία των περιπτώσεων γ) και δ) της παραγράφου 3 και τα στοιχεία δαπανών της παραγράφου 4 του άρθρου 1 σύμφωνα με τους πίνακες Β του Παραρτήματος της παρούσας, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερολογιακών ημερών από τη λήξη κάθε μήνα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί από τον ειδικό εκκαθαριστή να υποβάλλει κατά περίπτωση και άλλα στοιχεία ή και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

2. Εάν η διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης υπερβεί την πενταετία, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει έκθεση για τις μέχρι τότε εργασίες της εκκαθάρισης, τους λόγους της καθυστέρησης και τα μέτρα που προτείνονται για την ταχεία περάτωσή της. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παραίτηση του ιδρύματος από δικαιώματα, δικόγραφα και αιτήσεις, αν η επιδίωξη τούτων είναι ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη ή αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ανωτέρω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και συμβιβασμούς, αναδιαπραγματεύσεις ή καταγγελία συμβάσεων ή και σύναψη νέων. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτήσει τροποποιήσεις στο κατατεθέν σχέδιο ενόψει της έγκρισής του. Εάν το σχέδιο εγκριθεί, ο ειδικός εκκαθαριστής ολοκληρώνει τη διαχείριση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εγκεκριμένο σχέδιο. Εάν το σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης δεν εγκριθεί, η Τράπεζα της Ελλάδος αντικαθιστά τον ειδικό εκκαθαριστή.

3. Εντός μηνός από την περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει έκθεση λογοδοσίας στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Άρθρο 8
Τελικές διατάξεις

1. Η παρούσα εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα υπό ειδική εκκαθάριση, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του Ν. 2330/1995 (ΦΕΚ Α' 172) και σε όλα τα εποπτευόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοδοτικά ιδρύματα υπό ειδική εκκαθάριση.

2. Καταργείται η απόφαση υπ' αριθμ. 975/1/12.7.1956 της Νομισματικής Επιτροπής «περί κανονισμού εκκαθαρίσεως τραπεζών εν ανακλήσει αδείας λειτουργίας των».

3. Καταργείται η απόφαση ΕΠΑΘ 21/2/4.11.2011 «Κανονισμός ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων», όπως ισχύει, και κάθε υφιστάμενη αναφορά στις διατάξεις της νοείται εφεξής ως αναφορά στην παρούσα.

4. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας και ιδίως του άρθρου 7.

Το Παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


Ο Πρόεδρος
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

Πηγή: Taxheaven