ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C‑335/15, «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 141 ΕΚ) – Οδηγία 75/117/EOK – Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομέν

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C‑335/15, «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 141 ΕΚ) – Οδηγία 75/117/EOK – Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομέν

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2016 Στην υπόθεση C‑335/15, «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 141 ΕΚ) – Οδηγία 75/117/EOK – Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων – Άρθρο 1 – Οδηγία 92/85/EOK – Μέτρα που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων – Άρθρο 11, σημεία 2, στοιχείο β΄, και 3 – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει για τους τακτικούς δικαστές αποζημίωση για τις επιβαρύνσεις που υφίστανται κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας – Μη ύπαρξη δικαιώματος στην αποζημίωση αυτή για γυναίκα τακτικό δικαστή σε περίπτωση υποχρεωτικής άδειας μητρότητας ληφθείσας πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005»

Στην υπόθεση C‑335/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Maria Cristina Elisabetta Ornano

κατά

Ministero della Giustizia, Direzione Generale dei Magistrati del Ministero,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Šváby, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský και M. Safjan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. De Socio, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Cattabriga και A. Szmytkowska,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρου 141 ΕΚ), του άρθρου 120 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρου 142 ΕΚ), του άρθρου 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 11 της οδηγίας 92/85/EOK του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/EOK) (ΕΕ 1992, L 348, σ. 1), καθώς και των άρθρων 2, 14 και 15 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Maria Cristina Elisabetta Ornano και Ministero della Giustizia, Direzione Generale dei Magistrati del Ministero (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Γενική Διεύθυνση Δικαστών του Υπουργείου, Ιταλία, στο εξής: Υπουργείο Δικαιοσύνης) σχετικά με την άρνηση χορηγήσεως σε γυναίκα τακτικό δικαστή, για τις περιόδους υποχρεωτικής άδειας μητρότητας που είχε λάβει πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, αποζημιώσεως για τις επιβαρύνσεις που υφίστανται οι τακτικοί δικαστές κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 75/117/EOK

3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117/EOK του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42), προβλέπει τα εξής:

«Η αρχή της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που προβλέπεται στο άρθρο 119 της συνθήκης [ΕΟΚ] και που καλείται στο εξής “αρχή της ισότητος των αμοιβών”, συνεπάγεται για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο.

Ιδιαίτερα, όταν χρησιμοποιείται σύστημα επαγγελματικής κατατάξεως για τον καθορισμό των αμοιβών, το σύστημα αυτό πρέπει να βασίζεται σε κοινά κριτήρια για τους εργαζομένους άνδρες και γυναίκες και να επιβάλλεται κατά τρόπο που να αποκλείει τις διακρίσεις που βασίζονται στο φύλο.»

4        Η οδηγία αυτή καταργήθηκε με την οδηγία 2006/54 από τις 15 Αυγούστου 2009. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης είναι όμως προγενέστερα της καταργήσεως της οδηγίας 75/117.

 Η οδηγία 76/207/EOK

5        Η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 76/207/EOK του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), έχουν ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι, όσον αφορά τις αμοιβές, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 10 Φεβρουαρίου 1975 την οδηγία [75/117]·

ότι φαίνεται επίσης αναγκαίο να αναληφθούν ενέργειες εκ μέρους της Κοινότητος για την πραγματοποίηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, τόσον όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση και την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση, καθώς και τους άλλους όρους εργασίας· ότι η ισότης μεταχειρίσεως μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών αποτελεί έναν από τους στόχους της Κοινότητος, εφ’ όσον πρόκειται ιδίως να προωθηθεί η εναρμόνιση με στόχο την πρόοδο των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού· ότι η συνθήκη δεν προβλέπει τις ειδικές εξουσίες που απαιτούνται για τον σκοπό αυτόν».

6        Η οδηγία 76/207 καταργήθηκε με την οδηγία 2006/54 από τις 15 Αυγούστου 2009. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης είναι όμως προγενέστερα της καταργήσεως της οδηγίας 76/207.

 Η οδηγία 92/85

7        Η ένατη, η δέκατη έκτη, δέκατη έβδομη και δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85 έχουν ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι η προστασία των εγκύων, των λεχώνων και των γαλουχουσών εργαζομένων δεν πρέπει να καθιστά μειονεκτική τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας και δεν πρέπει να θίγει τις οδηγίες περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών·

[...]

ότι τα μέτρα οργάνωσης της εργασίας που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων δεν θα έχουν πρόσφορα αποτελέσματα εάν δεν συνοδεύονται από τη διατήρηση δικαιωμάτων σχετιζομένων με τη σύμβαση εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης αμοιβής ή/και του ευεργετήματος κατάλληλου επιδόματος·

ότι, εξάλλου, ούτε οι διατάξεις περί αδείας μητρότητας θα έχουν πρόσφορα αποτελέσματα εάν δεν συνοδεύονται από τη διατήρηση δικαιωμάτων σχετιζομένων με τη σύμβαση εργασίας και τη διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος·

ότι η έννοια του κατάλληλου επιδόματος σε περίπτωση άδειας μητρότητος πρέπει να θεωρηθεί ως τεχνικό σημείο αναφοράς με σκοπό τον καθορισμό του ελάχιστου επιπέδου προστασίας και δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ερμηνεύεται ως εισάγουσα αναλογία μεταξύ εγκυμοσύνης και ασθενείας».

8        Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)      έγκυος εργαζομένη, κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάσταση της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική·

β)      λεχώνα εργαζομένη, κάθε εργαζόμενη γυναίκα που διανύει το στάδιο της λοχείας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή/και πρακτικής και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάσταση της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία ή/και πρακτική·

γ)      γαλουχούσα εργαζομένη, κάθε εργαζόμενη γυναίκα που διανύει το στάδιο της γαλουχίας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή/και πρακτικής και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάσταση της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία ή/και πρακτική.»

9        Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Άδεια μητρότητας», προβλέπει τα εξής:

«1.       Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 να δικαιούνται άδεια μητρότητας διάρκειας 14 συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

2.      Η άδεια μητρότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτική άδεια μητρότητας δύο εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.»

10      Το άρθρο 11, σημεία 1 έως 3, της ως άνω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα συναφή προς τη σύμβαση εργασίας», ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες εγκύους, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τ[ου]ς, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπονται τα ακόλουθα:

1)      στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5, 6 και 7, τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σύμβαση εργασίας, περιλαμβανομένης της διατήρησης αμοιβής ή/και του ευεργετήματος κατάλληλου επιδόματος των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, πρέπει να εξασφαλίζονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2)      στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 8, πρέπει να εξασφαλίζονται:

α)      τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, εκτός από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο κατωτέρ[ω] στοιχείο β)·

b)      η διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος στις εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2·

3)      το επίδομα που αναφέρεται στο σημείο 2 στοιχείο β) κρίνεται κατάλληλο εφόσον εξασφαλίζει αμοιβή ισοδύναμη τουλάχιστον προς εκείνη που θα εισέπραττε η ενδιαφερόμενη εργαζομένη σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους συνδεδεμένους με την κατάσταση της υγείας της, εντός ενός ενδεχομένου ανωτάτου ορίου καθοριζομένου από τις εθνικές νομοθεσίες».

 Το ιταλικό δίκαιο

11      Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του legge n. 27, provvidenze per il personale di magistratura (νόμος 27, για τις παροχές προς τους δικαστικούς λειτουργούς), της 19ης Φεβρουαρίου 1981 (GURI αριθ° 52, της 21ης Φεβρουαρίου 1981, στο εξής: νόμος αριθ. 27/81), προβλέπει την καταβολή ειδικής δικαστικής αποζημιώσεως στους Ιταλούς τακτικούς δικαστές για τις επιβαρύνσεις που υφίστανται κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας (στο εξής: ειδική δικαστική αποζημίωση).

12      Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004, οι ευρισκόμενες σε υποχρεωτική άδεια μητρότητας γυναίκες τακτικοί δικαστές στερούνταν το ευεργέτημα της αποζημιώσεως αυτής. Συναφώς, το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου 27/81 (στο εξής: αρχικό κείμενο του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου 27/81) προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Μέχρι τη θέσπιση νέου συστήματος αμοιβών του προσωπικού, όπως αυτό προβλέπεται στον νόμο αριθ. 97 της 2ας Απριλίου 1979, καθιερώνεται υπέρ των τακτικών δικαστών, για τις επιβαρύνσεις που υφίστανται κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους, από 1ης Ιουλίου 1980, ειδική αποζημίωση η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της συντάξεως, ύψους 4 400 000 ιταλικών λιρών ανά έτος, η οποία καταβάλλεται μηνιαίως εξαιρουμένων των περιόδων έκτακτης άδειας, ειδικής άδειας για οποιονδήποτε λόγο, υποχρεωτικής ή προαιρετικής άδειας των άρθρων 4 και 7 του νόμου αριθ. 1204 της 30ής Δεκεμβρίου 1971 και θέσεως σε διαθεσιμότητα για οποιονδήποτε λόγο.»

13      Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 325, του legge n. 311, Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge finanziaria 2005) [νόμος 311, για τις ρυθμίσεις όσον αφορά την κατάρτιση του ετήσιου και του πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος περί προϋπολογισμού του 2005)], της 30ής Δεκεμβρίου 2004 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 306, της 31ης Δεκεμβρίου 2004), ο οποίος επεξέτεινε το δικαίωμα ειδικής δικαστικής αποζημιώσεως στην περίπτωση της υποχρεωτικής άδειας μητρότητας των τακτικών δικαστών (στο εξής: τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου 27/81). Το εν λόγω τροποποιημένο κείμενο άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2005.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

14      Στις 23 Φεβρουαρίου 2007, η M. C. E. Ornano, δικαστής του Tribunale di Cagliari (πρωτοδικείο Cagliari, Ιταλία), ζήτησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να της καταβληθεί, μεταξύ άλλων, ειδική δικαστική αποζημίωση για δυο περιόδους υποχρεωτικής άδειας μητρότητας τις οποίες είχε λάβει κατά τα έτη 1997/1998 και 2000/2001.

15      Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2007, το Υπουργείο Δικαιοσύνης απέρριψε την αίτηση της M. C. E. Ornano με την αιτιολογία ότι οι δύο αυτές περίοδοι άδειας μητρότητας ήταν προγενέστερες της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του τροποποιημένου κειμένου του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου αριθ. 27/81, ήτοι της 1ης Ιανουαρίου 2005, και ότι η τροποποίηση αυτή δεν είχε αναδρομική ισχύ.

16      Στις 30 Ιουλίου 2007, η M. C. E. Ornano προσέβαλε την απόφαση αυτή με έκτακτη προσφυγή ενώπιον του Presidente della Repubblica (Προέδρου της Δημοκρατίας, Ιταλία). Αρμόδιο δικαστήριο στις προσφυγές αυτές είναι το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία).

17      Στο πλαίσιο της ως άνω προσφυγής, η M. C. E. Ornano υποστήριξε ότι το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου 27/81 είχε εφαρμογή στις καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της διατάξεως αυτής και ως προς τις οποίες, όπως εν προκειμένω, δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί η παραγραφή.

18      Στις 9 Οκτωβρίου 2007, το Υπουργείο Δικαιοσύνης απέκλεισε την αναδρομική εφαρμογή του τροποποιημένου κειμένου του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου αριθ. 27/81. Επισήμανε ότι το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) είχε θέσει ζήτημα συνταγματικότητας του ως άνω τροποποιημένου κειμένου και ότι επανειλημμένως το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) έκρινε, μεταξύ άλλων με διάταξη της 13ης Απριλίου 2007, ότι η ρύθμιση αυτή δεν αντέβαινε στο Ιταλικό Σύνταγμα.

19      Με έγγραφο της 13ης Απριλίου 2015, το Υπουργείο Δικαιοσύνης διαβίβασε στο Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) διάταξη του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου) της 14ης Μαΐου 2008, με την οποία το τελευταίο είχε κρίνει προδήλως αβάσιμο το ζήτημα συμμορφώσεως προς το Ιταλικό Σύνταγμα του αρχικού κειμένου του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου αριθ. 27/81 κατά το μέτρο που απέκλειε το δικαίωμα ειδικής δικαστικής αποζημιώσεως κατά τη διάρκεια υποχρεωτικής άδειας μητρότητας. Συναφώς, το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου 27/81 δεν είχε εφαρμογή ως προς περιόδους προγενέστερες της ενάρξεως ισχύος του εν λόγω τροποποιημένου κειμένου.

20      Κατά το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), παραμένει το ερώτημα αν το αρχικό κείμενο του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου 27/81 συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τις διάφορες ρυθμίσεις του που αποβλέπουν στην προστασία της μητρότητας και στην εξασφάλιση της απουσίας διακρίσεων λόγω φύλου, ιδίως σε ό,τι αφορά την αμοιβή των εργαζομένων.

21      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι η μητρότητα δεν περιάγει τις οικείες εργαζόμενες σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας.

22      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, κατά τη νομολογία πάντοτε του Δικαστηρίου, όσον αφορά ειδικώς την αμοιβή, η ευρισκόμενη σε άδεια μητρότητας εργαζόμενη, μολονότι δεν έχει αξίωση σε διατήρηση ολόκληρης της αμοιβής της, πρέπει να διατηρεί όχι μόνο τον βασικό μισθό της αλλά και το δικαίωμα στα επιδόματα που συναρτώνται προς την επαγγελματική θέση της.

23      Εν προκειμένω δε, η ειδική δικαστική αποζημίωση εμμέσως αναγνωρίσθηκε από τον Ιταλό νομοθέτη ως «μη έχον δυνητικό χαρακτήρα στοιχείο» της αμοιβής των τακτικών δικαστών και πάντως ως μη επηρεαζόμενη από τη θέση σε υποχρεωτική άδεια, όπως αυτή διαλαμβάνεται στον νόμο 311, της 30ής Δεκεμβρίου 2004, για τις ρυθμίσεις όσον αφορά την κατάρτιση του ετήσιου και του πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος περί προϋπολογισμού του 2005), ο οποίος παρέσχε δικαίωμα στην αποζημίωση αυτή για τις περιόδους υπηρεσίας που συμπληρώνονται υπό καθεστώς υποχρεωτικής άδειας μητρότητας.

24      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιτίθενται το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, σημεία 1, 2, στοιχείο β΄, και 3, και οι δύο τελευταίες αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 92/85, καθώς και [το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 141 ΕΚ), το άρθρο 120 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 142 ΕΚ)], κατά το μέρος που το άρθρο αυτό ορίζει ότι “[τ]α κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διατήρηση της υφισταμένης ισοτιμίας των συστημάτων περί αδειών μετ’ αποδοχών”, οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, καθώς και το άρθρο 15 και οι αιτιολογικές σκέψεις 23 και 24 της οδηγίας 2006/54, και, τέλος, το άρθρο 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων σε εθνική ρύθμιση η οποία, βάσει του αρχικού κειμένου του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου αριθ. 27/1981, δεν επιτρέπει την παροχή της αποζημιώσεως, που αυτή προβλέπει, για τις προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 2005 περιόδους υποχρεωτικής άδειας μητρότητας;»

25      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Αυγούστου 2015, απορρίφθηκε το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου για υπαγωγή της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 Επί του ερωτήματος

26      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, σε περίπτωση περιόδου υποχρεωτικής άδειας μητρότητας που κείται χρονικώς πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, γυναίκα τακτικός δικαστής αποκλείεται από το ευεργέτημα αποζημιώσεως για τις επιβαρύνσεις τις οποίες υφίστανται οι τακτικοί δικαστές κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

27      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης ανάγονται στα έτη 1997/1998 και 2000/2001, κατά τα οποία η M. C. E. Ornano έλαβε υποχρεωτικές άδειες μητρότητας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να εξετασθεί βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες ίσχυαν κατά τις περιόδους αυτές, ιδίως δε της οδηγίας 92/85, του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρου 141 ΕΚ) και της οδηγίας 75/117.

 Επί της οδηγίας 92/85

28      Εν προκειμένω, εφόσον η M. C. E. Ornano έλαβε δύο υποχρεωτικές άδειες μητρότητας, η ερμηνεία των σημείων 2, στοιχείο β΄, και 3, του άρθρου 11 της οδηγίας 92/85, που αφορούν την άδεια μητρότητας, πρέπει να πραγματοποιηθεί χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί υπόψη το, επίσης μνημονευόμενο από το αιτούν δικαστήριο, σημείο 1 του ως άνω άρθρου 11. Ειδικότερα, το τελευταίο αυτό σημείο, το οποία παραπέμπει στα άρθρα 5 έως 7 της ως άνω οδηγίας, αφορά τις εγκύους καθώς και τις γαλουχούσες εργαζόμενες και επομένως περιπτώσεις διαφορετικές από την επίδικη στην κύρια δίκη περίπτωση.

29      Συναφώς, το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι, στην περίπτωση άδειας μητρότητας, πρέπει να εξασφαλίζεται η διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος στις εργαζόμενες. Το άρθρο 11, σημείο 3, της ίδιας οδηγίας διευκρινίζει ότι το επίδομα που αναφέρεται στο εν λόγω σημείο 2, στοιχείο β΄, κρίνεται κατάλληλο εφόσον εξασφαλίζει αμοιβή ισοδύναμη τουλάχιστον προς εκείνη που θα εισέπραττε η ενδιαφερόμενη εργαζομένη σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους συνδεδεμένους με την κατάσταση της υγείας της, εντός ενός ενδεχομένου ανωτάτου ορίου καθοριζομένου από τις εθνικές νομοθεσίες.

30      Η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 11 της οδηγίας 92/85 έννοια της «αμοιβής» καλύπτει, όπως και ο ορισμός που περιέχεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 141 ΕΚ), τα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα από τον εργοδότη κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας λόγω της σχέσεως εργασίας. Αντιθέτως, η επίσης διαλαμβανόμενη στο εν λόγω άρθρο 11 έννοια του «επιδόματος» περιλαμβάνει κάθε ποσό που εισπράττεται από την εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας και δεν της καταβάλλεται από τον εργοδότη της βάσει της εργασιακής σχέσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1998, Boyle κ.λπ., C‑411/96, EU:C:1998:506, σκέψη 31, καθώς και της 1ης Ιουλίου 2010, Parviainen, C‑471/08, EU:C:2010:391, σκέψη 35).

31      Πάντως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι εργαζόμενες δεν μπορούν να επικαλεστούν λυσιτελώς τις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 11, σημεία 2 και 3, της οδηγίας 92/85 προκειμένου να αξιώσουν τη συνέχιση της καταβολής της πλήρους αμοιβής τους κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας, ως εάν εξακολουθούσαν να βρίσκονται πράγματι στη θέση εργασίας τους, όπως οι άλλοι εργαζόμενοι (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996, Gillespie κ.λπ., C‑342/93, EU:C:1996:46, σκέψη 20· της 30ής Μαρτίου 2004, Alabaster, C‑147/02, EU:C:2004:192, σκέψη 46, καθώς και της 1ης Ιουλίου 2010, Gassmayr, C‑194/08, EU:C:2010:386, σκέψη 82).

32      Πρέπει επομένως να γίνεται διάκριση μεταξύ της κατά το άρθρο 11, σημεία 2 και 3, της οδηγίας 92/85 έννοιας της «αμοιβής» και της έννοιας της «πλήρους αμοιβής» που εισπράττεται όταν η εργαζόμενη βρίσκεται πράγματι στη θέση εργασίας της και η οποία περιλαμβάνει εν προκειμένω την ειδική δικαστική αποζημίωση, αφορώσα τις επιβαρύνσεις τις οποίες υφίστανται οι τακτικοί δικαστές κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

33      Συναφώς, όπως προκύπτει από την οδηγία 92/85 και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο νομοθέτης της Ένωσης επεδίωκε να εξασφαλίσει ότι η εργαζόμενη θα διαθέτει κατά την άδεια μητρότητας εισόδημα ισοδύναμο τουλάχιστον προς το επίδομα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους υγείας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1998, Boyle κ.λπ., C‑411/96, EU:C:1998:506, σκέψη 32· της 1ης Ιουλίου 2010, Gassmayr, C‑194/08, EU:C:2010:386, σκέψη 83, καθώς και της 13ης Φεβρουαρίου 2014, TSN και YTN, C‑512/11 και C‑513/11, EU:C:2014:73, σκέψη 36).

34      Επομένως, όταν μια εργαζόμενη απουσιάζει από την εργασία της διότι τελεί σε άδεια μητρότητας, το απαιτούμενο από το άρθρο 11, σημεία 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας ελάχιστο επίπεδο προστασίας δεν συνεπάγεται ότι η ενδιαφερόμενη θα συνεχίσει να λαμβάνει ολόκληρη την αμοιβή της (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Gassmayr, C‑194/08, EU:C:2010:386, σκέψη 86).

35      Εξάλλου, η οδηγία 92/85, που προβλέπει ένα ελάχιστο όριο προστασίας, ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να διασφαλίζουν μεγαλύτερη προστασία στις εν λόγω εργαζόμενες, διατηρώντας ή θεσπίζοντας ευνοϊκότερα μέτρα προστασίας τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά είναι σύμφωνα προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, καμία διάταξη της οδηγίας αυτής δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη ή, ενδεχομένως, τους κοινωνικούς εταίρους να προβλέψουν τη διατήρηση όλων των στοιχείων της αμοιβής τα οποία εδικαιούτο η έγκυος εργαζόμενη πριν από την εγκυμοσύνη και την άδεια μητρότητάς της (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2010, Gassmayr, C‑194/08, EU:C:2010:386, σκέψη 88, καθώς και της 13ης Φεβρουαρίου 2014, TSN και YTN, C‑512/11 και C‑513/11, EU:C:2014:73, σκέψη 37).

36      Κατά συνέπεια, από το άρθρο 11, σημεία 2, στοιχείο β΄, και 3, της οδηγίας 92/85 προκύπτει ότι, στην περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος δεν έχει προβλέψει τη διατήρηση όλων των στοιχείων της αμοιβής τα οποία εδικαιούτο μια γυναίκα τακτικός δικαστής πριν από την άδεια μητρότητάς της, ο εργοδότης της δεν υποχρεούται, σε περίπτωση περιόδου υποχρεωτικής άδειας μητρότητας που κείται χρονικώς πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, να καταβάλει στην εν λόγω εργαζόμενη αποζημίωση για τις επιβαρύνσεις τις οποίες υφίστανται οι τακτικοί δικαστές κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, εφόσον η ως άνω εργαζόμενη διέθετε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής εισόδημα ισοδύναμο τουλάχιστον προς το επίδομα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως και το οποίο θα είχε λάβει σε περίπτωση διακοπής των επαγγελματικών δραστηριοτήτων της για λόγους υγείας, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρου 141 ΕΚ) και της οδηγίας 75/117

37      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, κατά τις περιόδους άδειας μητρότητας της M. C. E. Ornano, ίσχυε το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο, από 1ης Μαΐου 1999, κατέστη το άρθρο 141 ΕΚ.

38      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον στηρίζονται στη σχέση εργασίας, τα οφέλη που παρέχονται από τον εργοδότη, βάσει των νομοθετικών διατάξεων ή λόγω συμβάσεως εργασίας, σε εργαζόμενη κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητάς της συνιστούν αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρου 141 ΕΚ) και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 (αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996, Gillespie κ.λπ., C‑342/93, EU:C:1996:46, σκέψη 14, καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 1998, Boyle κ.λπ., C‑411/96, EU:C:1998:506, σκέψη 38).

39      Κατά πάγια όμως νομολογία του Δικαστηρίου, η δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρεμφερείς καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ίδιου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1996, Gillespie κ.λπ., C‑342/93, EU:C:1996:46, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι γυναίκες όμως που λαμβάνουν άδεια μητρότητας την οποία προβλέπει η εθνική νομοθεσία τελούν σε ιδιάζουσα κατάσταση που επιτάσσει την παροχή σε αυτές ειδικής προστασίας, αλλά δεν δύναται να εξομοιωθεί προς την κατάσταση ούτε ενός άνδρα ούτε μιας γυναίκας που βρίσκονται πράγματι στη θέση εργασίας τους (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1996, Gillespie κ.λπ., C‑342/93, EU:C:1996:46, σκέψη 17).

40      Συνεπώς, η αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών, την οποία διατυπώνει το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 141 ΕΚ) και αποσαφηνίζει η οδηγία 75/117, δεν επιβάλλει υποχρέωση να διατηρούν οι εργαζόμενες την πλήρη αμοιβή τους κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητάς τους ούτε θέτει ειδικά κριτήρια για τον καθορισμό του ποσού των παροχών που τους καταβάλλονται κατά την περίοδο αυτή, με την επιφύλαξη ότι το ποσό αυτό δεν θα καθορίζεται σε τέτοιο ύψος ώστε να διακυβεύεται ο σκοπός της άδειας μητρότητας. Πλην όμως, στο μέτρο που ο υπολογισμός των παροχών αυτών στηρίζεται σε μισθό τον οποίο ελάμβανε η εργαζόμενη πριν από την έναρξη της άδειας μητρότητας, το ύψος των εν λόγω παροχών θα πρέπει να ενσωματώνει, από την έναρξη της ισχύος τους, τις αυξήσεις μισθού οι οποίες επήλθαν μεταξύ της ενάρξεως της περιόδου που καλύπτεται από τους μισθούς αναφοράς και του τέλους της άδειας μητρότητας (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1996, Gillespie κ.λπ., C‑342/93, EU:C:1996:46, σκέψη 25).

41      Από την ως άνω νομολογία προκύπτει ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι μια γυναίκα τακτικός δικαστής δεν λαμβάνει την ειδική δικαστική αποζημίωση κατά τη διάρκεια υποχρεωτικής άδειας μητρότητας, σε αντίθεση με τους εν ενεργεία άνδρες συναδέλφους της, δεν στοιχειοθετεί διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρου 141 ΕΚ) και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117.

42      Πρέπει να προστεθεί ότι, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, στην περίπτωση που η εν λόγω εργαζόμενη διέθετε εισόδημα ισοδύναμο τουλάχιστον προς το επίδομα που προβλέπει η κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους και το οποίο θα είχε λάβει σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους υγείας, κατά την έννοια του άρθρου 11, σημεία 2, στοιχείο β΄, και 3, της οδηγίας 92/85, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, το εισόδημα αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ότι καθορίστηκε σε τέτοιο ύψος ώστε να διακυβεύεται ο σκοπός της άδειας μητρότητας.

43      Εξάλλου, εφόσον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, τα οφέλη που παρέχονται από τον εργοδότη κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας συνιστούν αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρου 141 ΕΚ) και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117, η αμοιβή αυτή δεν εμπίπτει στην οδηγία 76/207. Ειδικότερα προκύπτει, μεταξύ άλλων από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 76/207, ότι αυτή δεν αφορά την αμοιβή (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996, Gillespie κ.λπ., C‑342/93, EU:C:1996:46, σκέψη 24, καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 1998, Boyle κ.λπ., C‑411/96, EU:C:1998:506, σκέψη 38). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η υπό κρίση υπόθεση δεν πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της οδηγίας 76/207.

44      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 141 ΕΚ), το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 και το άρθρο 11, σημεία 2, στοιχείο β΄, και 3, της οδηγίας 92/85 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος δεν έχει προβλέψει τη διατήρηση όλων των στοιχείων της αμοιβής τα οποία εδικαιούτο μια γυναίκα τακτικός δικαστής πριν από την άδεια μητρότητάς της, δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, σε περίπτωση περιόδου υποχρεωτικής άδειας μητρότητας που κείται χρονικώς πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, γυναίκα τακτικός δικαστής αποκλείεται από το ευεργέτημα αποζημιώσεως για τις επιβαρύνσεις τις οποίες υφίστανται οι τακτικοί δικαστές κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, εφόσον η ως άνω εργαζόμενη διέθετε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής εισόδημα ισοδύναμο τουλάχιστον προς το επίδομα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως και το οποίο θα είχε λάβει σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους υγείας, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (μετέπειτα άρθρο 141 ΕΚ), το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117/EOK του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, και το άρθρο 11, σημεία 2, στοιχείο β΄, και 3, της οδηγίας 92/85/EOK του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/EOK), πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος δεν έχει προβλέψει τη διατήρηση όλων των στοιχείων της αμοιβής τα οποία εδικαιούτο μια γυναίκα τακτικός δικαστής πριν από την άδεια μητρότητάς της, δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, σε περίπτωση περιόδου υποχρεωτικής άδειας μητρότητας που κείται χρονικώς πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, γυναίκα τακτικός δικαστής αποκλείεται από το ευεργέτημα αποζημιώσεως για τις επιβαρύνσεις τις οποίες υφίστανται οι τακτικοί δικαστές κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, εφόσον η ως άνω εργαζόμενη διέθετε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής εισόδημα ισοδύναμο τουλάχιστον προς το επίδομα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως και το οποίο θα είχε λάβει σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους υγείας, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

(υπογραφές)

Πηγή: Taxheaven