Υπόθεση  ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ(πέμπτο τμήμα) της 26ης Οκτωβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές –Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Άρθρα 6 και 7 – Διαφήμιση αφορώσα συνδρομή δορυφορικής τηλεοράσεως – Τιμή της συνδρομής περιλαμβάνουσα, εκτό

Υπόθεση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ(πέμπτο τμήμα) της 26ης Οκτωβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές –Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Άρθρα 6 και 7 – Διαφήμιση αφορώσα συνδρομή δορυφορικής τηλεοράσεως – Τιμή της συνδρομής περιλαμβάνουσα, εκτό

Υπόθεση C‑611/14 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 26ης Οκτωβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές –Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Άρθρα 6 και 7 – Διαφήμιση αφορώσα συνδρομή δορυφορικής τηλεοράσεως – Τιμή της συνδρομής περιλαμβάνουσα, εκτός από τη μηνιαία τιμή της συνδρομής, εξαμηνιαία τιμή για την απαραίτητη για την αποκωδικοποίηση των εκπομπών κάρτα – Παράλειψη μνείας της τιμής της εξαμηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως ή παρουσίασή της κατά τρόπο λιγότερο εμφανή σε σχέση με τη μηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση – Παραπλανητική πράξη – Παραπλανητική παράλειψη – Μεταφορά διατάξεως οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο μόνον με τις προπαρασκευαστικές εργασίες του εθνικού νόμου για τη μεταφορά της οδηγίας και όχι με το ίδιο το κείμενο του νόμου αυτού»

Στην υπόθεση C‑611/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Retten i Glostrup (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Glostrup, Δανία) με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Δεκεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά της

Canal Digital Danmark A/S,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, M. Berger, A. Borg Barthet (εισηγητή), E. Levits και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Canal Digital Danmark A/S, εκπροσωπούμενη από τον M. Hopp, advokat,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Thorning και την M. Søndahl Wolff,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και τη J. Kemper,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον F. Urbani Neri, avvocato dello Stato,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Eberhard,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Skjeie και I. Jansen,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Clausen και τον D. Roussanov,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης που κινήθηκε κατά της Canal Digital Danmark A/S (στο εξής: Canal Digital) και αφορά τις εφαρμοζόμενες από την εταιρεία αυτή πρακτικές διαθέσεως στο εμπόριο πακέτων τηλεοπτικών προγραμμάτων συνδρομητικής τηλεοράσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 2005/29

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 11, 12, 14 και 18 της οδηγίας 2005/29 έχουν ως εξής:

«(5)      Ελλείψει ενιαίων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο, τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών και αγαθών δια μέσου των συνόρων ή στην ελευθερία εγκατάστασης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο βαθμό που επιδιώκουν την προστασία αναγνωρισμένων στόχων δημοσίου συμφέροντος, και εφόσον είναι αναλογικά προς τους στόχους αυτούς. Σύμφωνα με τους κοινοτικούς στόχους, όπως καθορίζονται στις διατάξεις της συνθήκης και του παράγωγου κοινοτικού δικαίου που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία και σύμφωνα με την πολιτική της Επιτροπής για την εμπορική επικοινωνία όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής “Τα πορίσματα της Πράσινης Βίβλου σχετικά με τις εμπορικές επικοινωνίες στην εσωτερική αγορά”, παρόμοια εμπόδια θα πρέπει να εξαλειφθούν. Τα εμπόδια αυτά μπορούν να εξαλειφθούν μόνο με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο οι οποίοι να προβλέπουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και με τη διασαφήνιση ορισμένων νομικών εννοιών σε κοινοτικό επίπεδο, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και για τη συμμόρφωση με την απαίτηση ασφάλειας του δικαίου.

(6)       Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία επιδιώκει την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης διαφήμισης, οι οποίες βλάπτουν άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και, συνεπώς, έμμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των θεμιτών ανταγωνιστών. […]

[…]

(11)      Το υψηλό επίπεδο σύγκλισης που επιτυγχάνεται με την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων μέσω της παρούσας οδηγίας δημιουργεί ένα κοινό υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει μια ενιαία γενική απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που στρεβλώνουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών. [...]

[…]

(12)      Η εναρμόνιση θα αυξήσει σημαντικά τη νομική βεβαιότητα και για τους καταναλωτές και για τις επιχειρήσεις. Τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις θα μπορούν να βασίζονται σε ένα ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο βασιζόμενο, με τη σειρά του, σε σαφώς καθορισμένες νομικές έννοιες που θα ρυθμίζουν όλες τις πτυχές των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών σε όλη την ΕΕ. Το αποτέλεσμα θα είναι η εξάλειψη των εμποδίων από τον κατακερματισμό των κανόνων για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και η επίτευξη της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς σε αυτό τον τομέα.

[…]

(14)      Επιδίωξη είναι οι παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές να καλύπτουν εκείνες τις πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της παραπλανητικής διαφήμισης, οι οποίες εξαπατούν τον καταναλωτή και τον εμποδίζουν να κάνει τεκμηριωμένη και, επομένως, αποτελεσματική επιλογή. Σύμφωνα με τους νόμους και τις πρακτικές των κρατών μελών για την παραπλανητική διαφήμιση, η παρούσα οδηγία κατατάσσει τις παραπλανητικές πρακτικές σε παραπλανητικές πράξεις και σε παραπλανητικές παραλείψεις. Όσον αφορά τις παραλείψεις, η οδηγία καθορίζει έναν περιορισμένο αριθμό βασικών πληροφοριών που χρειάζεται ο καταναλωτής για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής. Οι πληροφορίες αυτές δεν πρέπει να ανακοινώνονται σε όλες τις διαφημίσεις αλλά μόνο όπου ο εμπορευόμενος απευθύνει πρόσκληση για αγορά, έννοια που προσδιορίζεται σαφώς στην οδηγία. Η προσέγγιση πλήρους εναρμόνισης την οποία ακολουθεί η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να ορίζουν, στο εθνικό τους δίκαιο, τα κύρια χαρακτηριστικά συγκεκριμένων προϊόντων, όπως συλλεκτικών αντικειμένων ή ηλεκτρικών προϊόντων, των οποίων η παράλειψη θα ήταν ουσιαστική όταν διατυπώνεται πρόσκληση για αγορά. [...]

[…]

(18)      Είναι σκόπιμο να προστατεύονται όλοι οι καταναλωτές από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. [...] Η παρούσα οδηγία, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της προστασίας που παρέχει, θέτει ως σημείο αναφοράς τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων, κατά την ερμηνεία του Δικαστηρίου [...] Η [έννοια του] μέσου καταναλωτή δεν αποτελεί στατιστική [έννοια]. Τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν τη δική τους κρίση, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου για να προσδιορίζουν την τυπική αντίδραση του μέσου καταναλωτή σε δεδομένη περίπτωση.»

4        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2005/29:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.»

5        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

γ)       “προϊόν”: κάθε αγαθό ή υπηρεσία [...]

δ)      “εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτέςˮ (οι οποίες αναφέρονται στο εξής και ως «εμπορικές πρακτικές»): κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές·

ε)      “ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτώνˮ: η χρήση μιας εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε·

[...]

θ)      “πρόσκληση για αγοράˮ: η εμπορική επικοινωνία στην οποία αναφέρονται χαρακτηριστικά του προϊόντος και η τιμή, με τρόπο ο οποίος ενδείκνυται για τα μέσα της εμπορικής επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται, ούτως ώστε να έχει ο καταναλωτής τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την αγορά·

[...]

ια)      “απόφαση συναλλαγήςˮ: απόφαση που λαμβάνει ο καταναλωτής για το κατά πόσον, πώς και υπό ποίους όρους θα πραγματοποιήσει αγορά, θα καταβάλει τίμημα πλήρως ή εν μέρει, θα κρατήσει ή θα διαθέσει προϊόν ή θα ασκήσει συμβατικό δικαίωμα επί του προϊόντος, είτε ο καταναλωτής αποφασίσει να προβεί σε ενέργεια είτε όχι».

6        Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 της οδηγίας 2005/29:

«1.      Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

2.      Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν:

α)      είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας,

και

β)      στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

[...]

4.      Ιδιαιτέρως, εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες όταν:

α)      είναι παραπλανητικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 6 και 7,

[...]».

7        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2005/29, το οποίο επιγράφεται «Παραπλανητικές πράξεις», ορίζει τα εξής:

«1.       Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι επομένως αναληθής ή όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της, εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει τον μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε:

[...]

δ)      η τιμή ή ο τρόπος υπολογισμού της ή η ύπαρξη ειδικής πλεονεκτικής τιμής·

[...]».

8        Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 της οδηγίας 2005/29 το οποίο επιγράφεται «Παραπλανητικές παραλείψεις»:

«1.      Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

2.      Παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο εμπορευόμενος αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, λαμβανομένων υπόψη των ζητημάτων που περιγράφονται στην εν λόγω παράγραφο, ή όταν δεν προσδιορίζει την εμπορική επιδίωξη της εμπορικής πρακτικής, εφόσον αυτή δεν είναι ήδη προφανής από το συγκεκριμένο πλαίσιο και όταν, και στις δύο περιπτώσεις, τούτο έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να λάβει ο μέσος καταναλωτής απόφαση για συναλλαγή την οποία, διαφορετικά, δεν θα είχε λάβει.

3.      Όταν το μέσο που χρησιμοποιείται για την ανακοίνωση της εμπορικής πρακτικής επιβάλλει περιορισμούς τόπου ή χρόνου, οι περιορισμοί αυτοί καθώς και τα μέτρα που λαμβάνει ο εμπορευόμενος για να καταστήσει την πληροφορία προσιτή στους καταναλωτές με άλλο τρόπο, λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν η πληροφορία έχει παραλειφθεί.

4.      Στην περίπτωση της πρόσκλησης για αγορά, θεωρούνται ουσιώδεις οι ακόλουθες πληροφορίες, εάν δεν είναι ήδη προφανείς από το συγκεκριμένο πλαίσιο:

α)      τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, στο βαθμό που ενδείκνυνται σε σχέση με το μέσο και το προϊόν·

β)      η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του εμπορευομένου, όπως η εμπορική επωνυμία του και, όπου ενδείκνυται, η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του εμπορευομένου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί·

γ)      η τιμή, συμπεριλαμβανομένων των φόρων, ή αν, λόγω της φύσεως του προϊόντος, η τιμή δεν μπορεί ευλόγως να καθοριστεί εκ των προτέρων, ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται η τιμή, και, όπου ενδείκνυται, όλες οι πρόσθετες επιβαρύνσεις αποστολής, παράδοσης ή ταχυδρομείου ή, όταν αυτές οι επιβαρύνσεις ευλόγως δεν μπορούν να υπολογιστούν εκ των προτέρων, το γεγονός ότι μπορεί να απαιτηθούν τέτοιες πρόσθετες επιβαρύνσεις·

δ)      οι ρυθμίσεις για την πληρωμή, παράδοση, εκτέλεση και αντιμετώπιση παραπόνων, εφόσον αποκλίνουν από τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας·

ε)      για προϊόντα και συναλλαγές όπου υφίσταται δικαίωμα υπαναχώρησης ή ακύρωσης, η ύπαρξη αυτού του δικαιώματος.

5.      Οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που θεσπίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, σχετικά με την εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης ή του μάρκετινγκ, των οποίων ενδεικτικός κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, θεωρούνται ουσιώδεις.»

 Το δανικό δίκαιο

9        Η οδηγία 2005/29 μεταφέρθηκε στο δανικό δίκαιο με τον lov nr. 1547 om ændring af lov om markedsføring (Gennemførelse af direktivet om urimelig handelspraksis, kontrolundersøgelser m.v.) [νόμο 1547 για την τροποποίηση του νόμου περί των εμπορικών πρακτικών (μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, επιθεωρήσεις κ.λπ.)], της 20ής Δεκεμβρίου 2006 (στο εξής: νόμος για την τροποποίηση του νόμου περί των εμπορικών πρακτικών).

10      Το άρθρο 3 του markedsføringslov (νόμου περί των εμπορικών πρακτικών), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί των εμπορικών πρακτικών), ορίζει τα εξής:

«Οι επιχειρηματίες δεν δύνανται να χρησιμοποιούν παραπλανητικές ή ανακριβείς δηλώσεις ή να παραλείπουν ουσιώδεις πληροφορίες, εάν τούτο ενδέχεται να στρεβλώσει σημαντικά την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών ή άλλων επιχειρηματιών στην αγορά.

Απαγορεύονται οι εμπορικές πρακτικές των οποίων το περιεχόμενο, η μορφή ή οι μέθοδοι είναι παραπλανητικά, επιθετικά ή ασκούν αθέμιτη επιρροή στους καταναλωτές ή σε άλλους επιχειρηματίες και οι οποίες ενδέχεται να στρεβλώσουν σημαντικά τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

Η ακρίβεια των δηλώσεων που αφορούν πραγματικά στοιχεία πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί.

Ο Υπουργός Εμπορίου και Αναπτύξεως θεσπίζει λεπτομερέστερους κανόνες για τις ειδικές εμπορικές πρακτικές οι οποίες πρέπει, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να θεωρούνται σε κάθε περίπτωση αθέμιτες εις βάρος των καταναλωτών.»

11      Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου L 2, της 4ης Οκτωβρίου 2006, που οδήγησε στη θέσπιση του νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί των εμπορικών πρακτικών, αναφέρονται τα εξής:

«Τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 της [οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές] πρέπει να ενσωματωθούν στην αναμόρφωση των ισχυουσών διατάξεων του άρθρου 3 για τις παραπλανητικές και μη προσήκουσες εμπορικές πρακτικές, από κοινού με νέες διατάξεις περιέχουσες τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών σε περίπτωση προσκλήσεως για αγορά προς τους καταναλωτές, τις οποίες προβλέπει η οδηγία.»

12      Κατά τα οριζόμενα στις προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω νόμου, όσον αφορά το σχέδιο του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, βάσει του οποίου συνετάγη το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί των εμπορικών πρακτικών:

«Οι παραλείψεις είναι δυνατόν να συνίστανται στο ότι ο επιχειρηματίας αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή, γενικότερα, μη προσήκοντα. Εντούτοις, προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσον υφίσταται ουσιώδης παράλειψη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω εμπορική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων όλων των περιστάσεων και των περιορισμών που άπτονται του χρησιμοποιούμενου μέσου επικοινωνίας. Πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη τυχόν μέτρα που λαμβάνει ο επιχειρηματίας προκειμένου οι εν λόγω πληροφορίες να είναι προσιτές μέσω άλλων μορφών μάρκετινγκ. Ενδέχεται, εντούτοις, να πρόκειται για ουσιώδεις πληροφορίες, η παράλειψη των οποίων θα ήταν παραπλανητική υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, ακόμα και λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών ως προς τον χρόνο και την έκταση των διαφημίσεων που επιβάλλουν τα μέσα μαζικής ενημερώσεως. Η τελική απόφαση σχετικά με το κατά πόσον υφίσταται παράβαση θα βασίζεται, όπως μέχρι σήμερα, σε συγκεκριμένη αξιολόγηση της επίμαχης εμπορικής πρακτικής.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Η Canal Digital είναι επιχείρηση εγκατεστημένη στη Δανία, η οποία παρέχει στους καταναλωτές τηλεοπτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων πακέτων τηλεοπτικών προγραμμάτων.

14      Η εταιρεία αυτή διώκεται ενώπιον του Retten i Glostrup (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Glostrup, Δανία) επειδή, στο πλαίσιο διαφημιστικής εκστρατείας που αφορούσε συνδρομές και διεξήχθη το φθινόπωρο του 2009, παρέβη έξι φορές, μεταξύ άλλων, το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί των εμπορικών πρακτικών.

15      Κατά το εν λόγω δικαστήριο, αυτή η διαφημιστική εκστρατεία συνίστατο σε δύο διαφημιστικά μηνύματα που μεταδόθηκαν από την τηλεόραση και το Διαδίκτυο καθώς και σε τρεις διαφημίσεις-πανό (banner) που δημοσιεύτηκαν στο Διαδίκτυο, μεταξύ άλλων στην αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου της Canal Digital.

16      Η τιμή των εν λόγω συνδρομών αποτελείτο, αφενός, από μια μηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση ανερχόμενη σε 99 δανικές κορώνες (DKK) (περίπου 13,30 ευρώ) ή σε 149 DKK (περίπου 20 ευρώ) και, αφετέρου, από μια εξαμηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση για «υπηρεσία κάρτας», ανερχόμενη σε 389 DKK (περίπου 52,30 ευρώ).

17      Στα δύο διαφημιστικά μηνύματα που μεταδόθηκαν από την τηλεόραση και το Διαδίκτυο, η τιμή των μηνιαίων κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεων ανακοινωνόταν προφορικώς και αναγραφόταν εντός κύκλου καθώς και σε κείμενο εμφανιζόμενο στο κάτω μέρος της οθόνης. Καμία πληροφορία για την εξαμηνιαία «υπηρεσία κάρτας» δεν παρεχόταν προφορικώς. Η τιμή της κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως για την εν λόγω «υπηρεσία κάρτας» αναγραφόταν στο κείμενο που εμφανιζόταν στο κάτω μέρος της οθόνης, το οποίο ανέφερε επίσης το συνολικό ποσό επιβαρύνσεως του καταναλωτή για το πρώτο έτος της συνδρομής (στο εξής: περίοδος υποχρεωτικής δεσμεύσεως). Η συνολική τιμή που θα έπρεπε να πληρώσει ο συνδρομητής για την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως, η οποία περιελάμβανε την εξαμηνιαία «υπηρεσία κάρτας», αναγραφόταν εντός του κύκλου που εμφανιζόταν στην οθόνη, με μικρότερα στοιχεία από αυτά της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως, αλλά δεν γινόταν μνεία αυτής στο φωνητικό μήνυμα που συνόδευε το διαφημιστικό μήνυμα. Το κείμενο στο οποίο γινόταν μνεία της εξαμηνιαίας «υπηρεσίας κάρτας» και η συνολική τιμή που έπρεπε να καταβληθεί για την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως, το οποίο αναγραφόταν με μικρότερους χαρακτήρες στο κάτω μέρος της οθόνης, εμφανιζόταν περισσότερο χρόνο από ό,τι ο κύκλος, περίπου επί έξι δευτερόλεπτα. Στη διαφήμιση που ανέφερε την τιμή των 99 DKK, η τιμή της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως αναγραφόταν εντός του κύκλου, με χαρακτήρες περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερους από αυτούς του κειμένου που εμφανιζόταν στο κάτω μέρος της οθόνης. Αυτό το τελευταίο κείμενο ήταν λευκό και ένα τμήμα του κειμένου, που αφορούσε συγκεκριμένα την εξαμηνιαία «υπηρεσία κάρτας», εμφανιζόταν σε ανοιχτόχρωμο φόντο. Στη διαφήμιση που ανέφερε την τιμή των 149 DKK, η αναγραφόμενη εντός του κύκλου τιμή της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως εμφανιζόταν με χαρακτήρες περίπου 1,5 φορά μεγαλύτερους από αυτούς του κειμένου που εμφανιζόταν στο κάτω μέρος της οθόνης. Το τελευταίο αυτό κείμενο εμφανιζόταν με λευκά στοιχεία σε γαλάζιο και πράσινο φόντο.

18      Στη μία από τις διαφημίσεις-πανό, η τιμή της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως, δηλαδή η τιμή των 99 DKK, εμφανιζόταν εντός κύκλου. Εντός του κύκλου αυτού εμφανιζόταν επίσης, με μικρότερους χαρακτήρες, η συνολική τιμή που θα έπρεπε να πληρώσει ο καταναλωτής για την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως. Η εξαμηνιαία «υπηρεσία κάρτας» δεν μνημονεύονταν. Κάνοντας «κλικ» σε αυτή τη διαφήμιση-πανό, ο καταναλωτής μπορούσε να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες για τη συνδρομή, μεταξύ άλλων για την εν λόγω «υπηρεσία κάρτας».

19      Στις δύο άλλες διαφημίσεις-πανό εμφανιζόταν μόνον η τιμή της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως, δηλαδή 99 DKK. Κάνοντας «κλικ» στη διαφήμιση-πανό, ο καταναλωτής αποκτούσε πρόσβαση στην αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου της Canal Digital, όπου μπορούσε να βρει συμπληρωματικές πληροφορίες για τη συνδρομή, μεταξύ άλλων για την εξαμηνιαία «υπηρεσία κάρτας».

20      Η τελευταία περίπτωση για την οποία ασκήθηκε δίωξη αφορά την αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου της Canal Digital. Εκεί, οι συνδρομές παρουσιάζονταν με τον τίτλο «το φθηνότερο πακέτο ψηφιακής τηλεοράσεως υψηλής ευκρίνειας στη Δανία». Σε συνάρτηση με το κείμενο αυτό, εμφανιζόταν ένας κύκλος που περιέβαλλε τη αναγραφόμενη τιμή, δηλαδή 99 DKK. Κάτω από την τιμή αυτή, με μικρότερους χαρακτήρες, εμφανιζόταν η συνολική τιμή που έπρεπε να καταβληθεί για την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως. Πληροφορίες σχετικά με την εξαμηνιαία «υπηρεσία κάρτας» εμφανίζονταν λίγο πιο κάτω σε αυτή την αρχική σελίδα, με διαφορετικούς και μικρότερους χαρακτήρες, καθώς και, ακόμη πιο κάτω, υπό τον τίτλο «όροι της προσφοράς». Στο σημείο αυτό αναφερόταν επίσης και η συνολική τιμή που θα έπρεπε να καταβληθεί για την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως, η οποία περιελάμβανε την εν λόγω «υπηρεσία κάρτας».

21      Στις έξι προαναφερθείσες περιπτώσεις, ασκήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ποινική δίωξη κατά της Canal Digital, λόγω παραβάσεως του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί των εμπορικών πρακτικών, με το σκεπτικό ότι η εταιρία αυτή δεν είχε ενημερώσει τους καταναλωτές κατά τρόπο αρκούντως σαφή σχετικά με το γεγονός ότι στη μηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση των 99 DKK ή των 149 DKK προσετίθετο συνδρομή σε εξαμηνιαία «υπηρεσία κάρτας» ανερχόμενη στο ποσό των 389 DKK.

22      Το εν λόγω δικαστήριο, το οποίο επισημαίνει ότι οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2005/29 δεν περιελήφθησαν στον νόμο περί των εμπορικών πρακτικών, αλλά μνημονεύονται μόνον στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που οδήγησε στην έκδοση του νόμου αυτού, διερωτάται κατά πόσον ο εν λόγω νόμος είναι σύμφωνος προς την προαναφερθείσα οδηγία.

23      Εκτιμώντας, εξάλλου, ότι στη διαφορά της κύριας δίκης ανακύπτουν ζητήματα ερμηνείας των άρθρων 6 και 7 της ως άνω οδηγίας, το Retten i Glostrup (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Glostrup) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει η [οδηγία 2005/29] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό καθεστώς, όπως το προβλεπόμενο από το άρθρο 3 του [νόμου περί των εμπορικών πρακτικών], το οποίο απαγορεύει τις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων όσων άπτονται προσκλήσεων για αγορά, αλλά δεν αναφέρεται, ούτε στο άρθρο 3 ούτε σε άλλο σημείο του νόμου, στους περιορισμούς που απορρέουν από το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, δυνάμει του οποίου πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον εμπορική πρακτική παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, και από το άρθρο 7, παράγραφος 3, δυνάμει του οποίου πρέπει να εξετάζεται αν το μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιείται επιβάλλει περιορισμούς τόπου ή χρόνου;

2)      Πρέπει το άρθρο 6 της [οδηγίας 2005/29] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι –στην περίπτωση κατά την οποία ο επιχειρηματίας επέλεξε να ορίσει τη συνολική τιμή τρέχουσας συνδρομής έτσι ώστε ο καταναλωτής να πρέπει να καταβάλλει τόσο μηνιαία όσο και εξαμηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση– η πρακτική αυτή θα θεωρηθεί παραπλανητική εάν υπογραμμίζεται ιδιαίτερα, στο πλαίσιο της πρακτικής μάρκετινγκ, η τιμή της μηνιαίας επιβαρύνσεως, ενώ αυτή της εξαμηνιαίας επιβαρύνσεως παραλείπεται ολοσχερώς ή παρουσιάζεται με λιγότερο εμφανή τρόπο;

3)      Πρέπει το άρθρο 7 της [οδηγίας 2005/29] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι –στην περίπτωση κατά την οποία ο επιχειρηματίας επέλεξε να ορίσει τη συνολική τιμή τρέχουσας συνδρομής αορίστου χρόνου έτσι ώστε ο καταναλωτής να πρέπει να καταβάλλει τόσο μηνιαία όσο και εξαμηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση– υφίσταται παραπλανητική παράλειψη, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 7, εάν υπογραμμίζεται ιδιαίτερα, στο πλαίσιο της πρακτικής μάρκετινγκ, η τιμή της μηνιαίας επιβαρύνσεως, ενώ αυτή της εξαμηνιαίας επιβαρύνσεως παραλείπεται ολοσχερώς ή παρουσιάζεται με λιγότερο εμφανή τρόπο;

4)      Προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια εμπορική πρακτική, όπως η περιγραφόμενη στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα, είναι παραπλανητική, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κατά πόσον η προαναφερθείσα πρακτική:

α)      εμφαίνει τη συνολική τιμή της συνδρομής για την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως, συμπεριλαμβανομένης της τιμής της εξαμηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως

ή/και

β)      πραγματοποιείται μέσω διαφημίσεων ή δημοσιότητας στο Διαδίκτυο με παραπομπή στον δικτυακό τόπο του επιχειρηματία, όπου αναφέρονται στοιχεία σχετικά με την εξαμηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση ή/και τη συνολική τιμή της συνδρομής στην οποία περιλαμβάνεται και το ποσό της εξαμηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως;

5)      Ασκεί επιρροή στην απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα το γεγονός ότι το μάρκετινγκ γίνεται μέσω τηλεοπτικών διαφημίσεων;

6)      Περιέχει το άρθρο 7, παράγραφος 4, της [οδηγίας 2005/29] εξαντλητική απαρίθμηση των ουσιωδών πληροφοριών που πρέπει να περιέχονται σε πρόσκληση για αγορά;

7)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο έκτο ερώτημα, αποκλείει το άρθρο 7, παράγραφος 4, της [οδηγίας 2005/29] το ενδεχόμενο πρόσκληση για αγορά –στην οποία ανακοινώνεται η συνολική τιμή που θα πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής για το πρώτο έτος της συνδρομής (περίοδος υποχρεωτικής δεσμεύσεως)– να θεωρηθεί παραπλανητική εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, ή του άρθρου 6 της [εν λόγω] οδηγίας, αν, για παράδειγμα, παρέχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με ορισμένα –αλλά όχι όλα– τα στοιχεία της τιμής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

24      Με το πρώτο ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον εμπορική πρακτική πρέπει να θεωρηθεί ως παραπλανητική παράλειψη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω πρακτική, ιδίως οι τοπικοί ή χρονικοί περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας, έστω και αν μια τέτοια απαίτηση δεν προκύπτει ρητώς από το γράμμα της οικείας εθνικής ρυθμίσεως.

25      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2005/29 σκοπό έχει, σύμφωνα με τις αιτιολογικές της σκέψεις 5 και 6 και με το άρθρο της 1, να θεσπίσει ομοιόμορφους κανόνες σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων έναντι των καταναλωτών, για να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των τελευταίων (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, VTB-VAB και Galatea, C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2009:244, σκέψη 51).

26      Έτσι, η εν λόγω οδηγία εναρμονίζει πλήρως τους εν λόγω κανόνες στο επίπεδο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο της 4, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν πιο περιοριστικά μέτρα από εκείνα που ορίζει η εν λόγω οδηγία, ακόμη και για να διασφαλίσουν υψηλότερο βαθμό προστασίας των καταναλωτών (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, VTB-VAB και Galatea, C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2009:244, σκέψη 52).

27      Πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2005/29 οριοθετεί την εκτίμηση των εμπορικών πρακτικών, διευκρινίζοντας ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω πρακτικές, καθώς και οι τοπικοί ή χρονικοί περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το μέσο επικοινωνίας, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν πρέπει να θεωρηθούν ως παραπλανητικές πρακτικές ή παραλείψεις.

28      Κατά συνέπεια, δεν θα πληρούσε, προφανώς, τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας μια εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία δεν θα έπρεπε, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν εμπορική πρακτική πρέπει να θωρηθεί ως παραπλανητική παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 2005/29, να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω πρακτική, ιδίως οι τοπικοί ή χρονικοί περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το χρησιμοποιούμενο για τους σκοπούς της εμπορικής πρακτικής μέσο επικοινωνίας καθώς και κάθε μέτρο που λαμβάνει ο επιχειρηματίας για να καταστήσει τις πληροφορίες προσιτές στον καταναλωτή με άλλο τρόπο.

29      Καίτοι η εφαρμοστέα στη διαφορά της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση δεν αναφέρει ρητώς ότι πρέπει, κατά την εκτίμηση της επίμαχης εμπορικής πρακτικής, να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η πρακτική αυτή και, ειδικότερα, οι όροι και οι περιορισμοί που συνδέονται με τον χρησιμοποιούμενο τρόπο επικοινωνίας, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου περί μεταφοράς της οδηγίας 2005/29 στο εσωτερικό δίκαιο αναφέρεται στην εν λόγω απαίτηση. Συναφώς, η Δανική Κυβέρνηση υποστήριξε, στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας, ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες κατέχουν ιδιαίτερη θέση στη νομική παράδοση του Βασιλείου της Δανίας και των χωρών της Βόρειας Ευρώπης, στο μέτρο που τα δικαστήρια και η δημόσια διοίκηση δίνουν μεγάλη σημασία στις εν λόγω εργασίες όταν καλούνται να ερμηνεύσουν κανονιστικές πράξεις.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να υπομνησθεί ότι τόσο η απορρέουσα από οδηγία υποχρέωση προς επίτευξη του προβλεπόμενου από αυτήν αποτελέσματος όσο και το καθήκον λήψεως όλων των γενικών ή ειδικών μέτρων που είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την εκπλήρωση της ως άνω υποχρεώσεως, σύμφωνα προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών αρχών, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984, von Colson και Kamann, 14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 26, της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 51, καθώς και της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 30).

31      Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, ειδικότερα, να διασφαλίζουν την έννομη προστασία την οποία παρέχουν στους ιδιώτες οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης καθώς και το πλήρες αποτέλεσμα αυτών (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 52).

32      Ως εκ τούτου, όταν εφαρμόζει το εσωτερικό δίκαιο και ιδίως τις διατάξεις μιας κανονιστικής ρυθμίσεως που θεσπίστηκε ειδικώς για τη θέση σε εφαρμογή των επιταγών μιας οδηγίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και με τον σκοπό της οδηγίας αυτής, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 31).

33      Η επιταγή περί σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να εξασφαλίζει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, όταν εκδίδει απόφαση επί εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 114).

34      Συνεπώς, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί ένδικης διαφοράς όπως η διαφορά της κύριας δίκης, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/29 και ανακύπτει από περιστατικά μεταγενέστερα από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, οφείλει, όταν εφαρμόζει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που σκοπούν ειδικώς στη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, να τις ερμηνεύσει κατά το δυνατόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής σύμφωνης προς τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 117, καθώς και της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 31).

35      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον εμπορική πρακτική πρέπει να θεωρηθεί ως παραπλανητική παράλειψη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω πρακτική, ιδίως οι περιορισμοί που χαρακτηρίζουν το χρησιμοποιούμενο για τους σκοπούς της εν λόγω εμπορικής πρακτικής μέσο επικοινωνίας, οι τοπικοί ή χρονικοί περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το εν λόγω μέσο επικοινωνίας, καθώς και κάθε μέτρο που λαμβάνει ο επιχειρηματίας για να καταστήσει τις πληροφορίες προσιτές στον καταναλωτή με άλλο τρόπο, έστω και αν η απαίτηση αυτή δεν προκύπτει ρητώς από το γράμμα της οικείας εθνικής ρυθμίσεως.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

36      Με το δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι, όταν ο επιχειρηματίας έχει επιλέξει να ορίσει την τιμή συνδρομής έτσι ώστε ο καταναλωτής να πρέπει να καταβάλλει τόσο μηνιαία όσο και εξαμηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση, η πρακτική αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως παραπλανητική πράξη στην περίπτωση κατά την οποία υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στο πλαίσιο του μάρκετινγκ η τιμή της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως, ενώ αυτή της εξαμηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως παραλείπεται ολοσχερώς ή παρουσιάζεται με λιγότερο εμφανή τρόπο.

37      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29, θεωρείται παραπλανητική μια εμπορική πρακτική η οποία, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσιάσεώς της, αφενός, εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει τον μέσο καταναλωτή όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η τιμή ή ο τρόπος υπολογισμού της, και, αφετέρου, οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε.

38      Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία μιας παραπλανητικής εμπορικής πρακτικής, τα οποία απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, εκτιμώνται κυρίως σύμφωνα με την αντίληψη του καταναλωτή ως αποδέκτη αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, CHS Tour Services, C‑435/11, EU:C:2013:574, σκέψη 43).

39      Επιβάλλεται, συναφώς, να υπομνησθεί ότι το κριτήριο εκτιμήσεως που γίνεται δεκτό είναι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων (απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψη 22). Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2005/29, η έννοια του «μέσου καταναλωτή» δεν είναι στατιστική έννοια και τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν τη δική τους κρίση για να προσδιορίζουν την τυπική αντίδραση του καταναλωτή αυτού σε δεδομένη περίπτωση.

40      Κατά συνέπεια, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον εμπορικές πρακτικές, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, εξαπατούν ή ενδέχεται να εξαπατήσουν τον μέσο καταναλωτή όσον αφορά την τιμή, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, κατά πόσον η συγκεκριμένη εμπορική ανακοίνωση υποδηλώνει στον μέσο καταναλωτή μια ελκυστική τιμή η οποία, τελικώς, αποδείχθηκε παραπλανητική.

41      Υπό συνθήκες όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, θα μπορεί, ενδεχομένως, να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι οι προσφορές στον τομέα των τηλεοπτικών καναλιών χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία προτάσεων και συνδυασμών που έχουν, κατά κανόνα, πολύ λεπτομερή διάρθρωση, τόσο όσον αφορά το κόστος όσο και το περιεχόμενο, με αποτέλεσμα μια σημαντική ασυμμετρία στην πληροφόρηση, ικανή να αποπροσανατολίσει τον καταναλωτή.

42      Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2005/29, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν περιέχει καμία αναφορά στους τοπικούς ή χρονικούς περιορισμούς οι οποίοι συνδέονται με το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας. Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι χρονικοί περιορισμοί που μπορεί να ισχύουν για ορισμένα μέσα επικοινωνίας, όπως οι τηλεοπτικές διαφημίσεις, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση του παραπλανητικού χαρακτήρα εμπορικής πρακτικής υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

43      Όταν η τιμή προϊόντος, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2005/29 συντίθεται από περισσότερες συνιστώσες, εκ των οποίων η μία υπογραμμίζεται ιδιαιτέρως κατά το μάρκετινγκ, ενώ η άλλη, μολονότι αποτελεί αναπόφευκτο και προβλέψιμο στοιχείο της τιμής, παραλείπεται ολοσχερώς ή παρουσιάζεται με λιγότερο εμφανή τρόπο, πρέπει να εκτιμάται ιδίως κατά πόσον η εν λόγω παρουσίαση μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη αντίληψη της συνολικής προσφοράς.

44      Αυτό θα συμβαίνει, ιδίως, σε περίπτωση που μπορεί να δημιουργηθεί στον μέσο καταναλωτή η εσφαλμένη εντύπωση ότι του προτείνεται ιδιαίτερα ευνοϊκή τιμή, διότι μπορεί εσφαλμένως να θεωρήσει ότι θα πρέπει να καταβάλει μόνο τη συνιστώσα της τιμής που υπογραμμίζεται, η δε σχετική εκτίμηση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

45      Εξάλλου, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29, η οικεία εμπορική πρακτική πρέπει να οδηγεί ή να ενδέχεται να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή να «λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε».

46      Πρέπει, συναφώς, να επισημανθεί ότι η τιμή αποτελεί, κατ’ αρχήν, καθοριστικό στοιχείο για τον μέσο καταναλωτή, όταν πρέπει να λάβει απόφαση συναλλαγής.

47      Όταν η τιμή υποδιαιρείται σε περισσότερες συνιστώσες, σημαντικό, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η οικεία εμπορική πρακτική μπορεί να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε, είναι ιδίως το γεγονός ότι η παραλειφθείσα ή λιγότερο εμφανής συνιστώσα αντιστοιχεί σε μη αμελητέο στοιχείο της συνολικής τιμής.

48      Όσον αφορά το γεγονός ότι γίνεται μνεία της συνολικής τιμής της συνδρομής που αφορά την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει εάν η γενική παρουσίαση στο πλαίσιο των οικείων εμπορικών πρακτικών και, ειδικότερα, η παρουσίαση της συνολικής τιμής της συνδρομής παρείχε πράγματι στον μέσο καταναλωτή τη δυνατότητα να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής ή εάν, αντιθέτως, η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης εμπορική ανακοίνωση ήταν, στο σύνολό της, ικανή να οδηγήσει σε εσφαλμένη αντίληψη της προσφοράς. Θα πρέπει, ιδίως, να εξακριβωθεί κατά πόσον ο μέσος καταναλωτής ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι η σύναψη συνδρομής συνεπαγόταν και άλλα έξοδα πέραν αυτών της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως.

49      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι πρέπει να χαρακτηριστεί ως παραπλανητική μια εμπορική πρακτική η οποία συνίσταται στον κατακερματισμό της τιμής προϊόντος σε πλείονα στοιχεία και στην υπογράμμιση ενός εξ αυτών, εφόσον η πρακτική αυτή μπορεί, αφενός, να δημιουργήσει στον μέσο καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι του προτείνεται ευνοϊκή τιμή και, αφετέρου, να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης. Ωστόσο, οι χρονικοί περιορισμοί που μπορεί να ισχύουν για ορισμένα μέσα επικοινωνίας, όπως τα τηλεοπτικά διαφημιστικά μηνύματα, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να εκτιμηθεί ο παραπλανητικός χαρακτήρας εμπορικής πρακτικής, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

50      Με το τρίτο ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7 της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι, όταν ο επιχειρηματίας έχει επιλέξει να ορίσει την τιμή συνδρομής έτσι ώστε ο καταναλωτής να πρέπει να καταβάλλει τόσο μηνιαία όσο και εξαμηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση, η πρακτική αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως παραπλανητική παράλειψη, στην περίπτωση κατά την οποία υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στο πλαίσιο του μάρκετινγκ η τιμή της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως, ενώ αυτή της εξαμηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως παραλείπεται ολοσχερώς ή παρουσιάζεται με λιγότερο εμφανή τρόπο.

51      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2005/29 διακρίνει τις προσκλήσεις για αγορά, που ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας αυτής, από τις λοιπές εμπορικές πρακτικές. Συγκεκριμένα, ενώ όλες οι εμπορικές πρακτικές, περιλαμβανομένων των προσκλήσεων για αγορά, υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 3 και 5, της εν λόγω οδηγίας, μόνον οι εμπορικές πρακτικές που χαρακτηρίζονται ως προσκλήσεις για αγορά εμπίπτουν στο άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψη 24).

52      Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι επίμαχες εμπορικές ανακοινώσεις μπορούν να χαρακτηρισθούν ως προσκλήσεις για αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2005/29, διευκρινιζομένου ότι, προκειμένου να αποτελεί πρόσκληση για αγορά, δεν είναι ανάγκη μια εμπορική ανακοίνωση να παρέχει πραγματική δυνατότητα αγοράς ή να δημοσιεύεται όπου υπάρχει τέτοια δυνατότητα (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψη 32).

53      Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29, «[μ]ια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε».

54      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, μια εμπορική πρακτική θεωρείται επίσης ως παραπλανητική παράλειψη όταν ο επιχειρηματίας αποκρύπτει ουσιώδη πληροφορία την οποία χρειάζεται ο καταναλωτής ή την παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου και όταν τούτο έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να λάβει ο καταναλωτής απόφαση για συναλλαγή την οποία, διαφορετικά, δεν θα είχε λάβει.

55      Στο μέτρο που η τιμή αποτελεί, κατ’ αρχήν, καθοριστικό στοιχείο για τον καταναλωτή, όταν αυτός πρέπει να λάβει απόφαση συναλλαγής, πρέπει να θεωρείται ως πληροφορία αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί στον καταναλωτή η δυνατότητα να λάβει μετά λόγου γνώσεως μια τέτοια απόφαση.

56      Εξάλλου, από το άρθρο 7, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι εμπορική πρακτική, χαρακτηρισθείσα προηγουμένως ως πρόσκληση για αγορά, πρέπει να περιέχει ορισμένες βασικές πληροφορίες, απαριθμούμενες στο άρθρο αυτό και θεωρούμενες ουσιώδεις, τις οποίες χρειάζεται ο καταναλωτής για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής. Αν δεν περιέχει τις πληροφορίες αυτές, στις οποίες περιλαμβάνεται η τιμή, η πρόσκληση για αγορά θεωρείται, συνεπώς, παραπλανητική (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψη 24).

57      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον οι επίμαχες εμπορικές πρακτικές είναι παραπλανητικές, λαμβάνοντας υπόψη την αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων.

58      Το εθνικό δικαστήριο οφείλει συνεπώς να εκτιμήσει κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφοι 1 έως 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2005/29, το πραγματικό πλαίσιο της επίμαχης εμπορικής πρακτικής, το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας, ιδίως τους περιορισμούς του μέσου αυτού, καθώς και τη φύση και τα χαρακτηριστικά του οικείου προϊόντος, κατά πόσον η παράλειψη ουσιώδους πληροφορίας, όπως είναι η τιμή, οδήγησε ή ενδέχεται να οδηγήσει τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψεις 52, 53 και 58).

59      Εναπόκειται, μεταξύ άλλων, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει ότι η πληροφορία που αφορούσε τη συνολική τιμή της συνδρομής για την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως, καίτοι περιεχόταν στην εμπορική ανακοίνωση, δεν ήταν κρυμμένη ούτε παρεχόταν κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου, εμποδίζοντας έτσι τον μέσο καταναλωτή να αντιληφθεί ότι η σύναψη συνδρομής συνεπαγόταν και άλλα έξοδα πλέον αυτών που αφορούν την μηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση και, κατά συνέπεια, να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής.

60      Όσον αφορά την χρήση τηλεοπτικού διαφημιστικού μηνύματος, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη τους χρονικούς περιορισμούς που ισχύουν για αυτό το μέσο επικοινωνίας. Συναφώς, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας αυτής, που αφορά τις προσκλήσεις για αγορά, πρέπει να γίνεται μνεία των χαρακτηριστικών κατά τρόπο ο οποίος ενδείκνυται για το χρησιμοποιούμενο μέσο. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να απαιτείται ο ίδιος βαθμός ακρίβειας κατά την περιγραφή του προϊόντος, ανεξαρτήτως της μορφής –ραδιοφωνικής, τηλεοπτικής, ηλεκτρονικής ή σε χαρτί– την οποία λαμβάνει η εμπορική ανακοίνωση (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψη 45). Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο χρόνος που διαθέτει ο καταναλωτής για να αξιολογήσει τις πληροφορίες που του παρέχονται μέσω τηλεοπτικού διαφημιστικού μηνύματος είναι και αυτός περιορισμένος.

61      Ομοίως, όσον αφορά την παραπομπή στον δικτυακό τόπο του επιχειρηματία, όπου αναφέρεται η τιμή της εξαμηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να καθοριστεί αν έχουν παραλειφθεί πληροφορίες, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι τοπικοί και χρονικοί περιορισμοί που επιβάλλει το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας καθώς και τα μέτρα που λαμβάνει ο επιχειρηματίας για να καταστήσει τις πληροφορίες αυτές προσιτές στον καταναλωτή με άλλο τρόπο.

62      Εντούτοις, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2005/29, θεωρούμενο υπό το πρίσμα του σκοπού ο οποίος επιδιώκεται με την εν λόγω οδηγία και συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, οι τοπικοί ή χρονικοί περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας πρέπει να σταθμίζονται σε σχέση με τη φύση και τα χαρακτηριστικά του οικείου προϊόντος, προκειμένου να καθοριστεί εάν ο οικείος επιχειρηματίας βρισκόταν όντως σε αδυναμία να περιλάβει τις επίμαχες πληροφορίες στην αρχική ανακοίνωση ή να τις παράσχει με την ανακοίνωση αυτή κατά τρόπο σαφή, κατανοητό και μονοσήμαντο.

63      Κατά συνέπεια, όταν, λαμβανομένων υπόψη των εγγενών χαρακτηριστικών του οικείου προϊόντος και των περιορισμών που επιβάλλει το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας, ήταν αδύνατη η παροχή του συνόλου των ουσιωδών πληροφοριών που αφορούν το προϊόν αυτό, μπορεί στο πλαίσιο της εμπορικής πρακτικής να γίνεται μνεία μόνον ορισμένων από αυτές, εφόσον ο επιχειρηματίας παραπέμπει ως προς τα λοιπά στον δικτυακό του τόπο, αρκεί ο δικτυακός αυτός τόπος να περιέχει τις ουσιώδεις πληροφορίες που αφορούν τα κύρια χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος, την τιμή και τους λοιπούς όρους σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2005/29.

64      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι, όταν ο επιχειρηματίας έχει επιλέξει να ορίσει την τιμή συνδρομής έτσι ώστε ο καταναλωτής να πρέπει να καταβάλλει τόσο μηνιαία όσο και εξαμηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση, η πρακτική αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως παραπλανητική παράλειψη, στην περίπτωση κατά την οποία υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στο πλαίσιο του μάρκετινγκ η τιμή της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως, ενώ αυτή της εξαμηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως παραλείπεται ολοσχερώς ή παρουσιάζεται με λιγότερο εμφανή τρόπο, εφόσον μια τέτοια παράλειψη οδηγεί τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία δεν θα είχε λάβει διαφορετικά, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς του χρησιμοποιούμενου μέσου επικοινωνίας, τη φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, καθώς και τα λοιπά μέτρα που έχει όντως λάβει ο επιχειρηματίας για να καταστήσει τις ουσιώδεις πληροφορίες που αφορούν το προϊόν προσιτές στον καταναλωτή.

 Επί του τετάρτου και του πέμπτου ερωτήματος

65      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα.

 Επί του έκτου και του έβδομου ερωτήματος

66      Με το έκτο και το έβδομο ερώτημα που υπέβαλε, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των ουσιωδών πληροφοριών που πρέπει να περιέχονται σε πρόσκληση για αγορά και, ενδεχομένως, κατά πόσον η διάταξη αυτή αποκλείει τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί ως παραπλανητική εμπορική πρακτική μια τέτοια πρόσκληση, η οποία μνημονεύει τη συνολική τιμή της συνδρομής που αφορά την περίοδο υποχρεωτικής δεσμεύσεως.

67      Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής, το οποίο αφορά τις παραπλανητικές παραλείψεις, προβλέπει, στην παράγραφο 4, ότι, στην περίπτωση της προσκλήσεως για αγορά, θεωρούνται ουσιώδεις, εάν δεν είναι ήδη προφανείς από το συγκεκριμένο πλαίσιο, οι πληροφορίες που απαριθμεί.

68      Ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 14 της οδηγίας 2005/29, σύμφωνα με την οποία «[ό]σον αφορά τις παραλείψεις, η [εν λόγω] οδηγία καθορίζει έναν περιορισμένο αριθμό βασικών πληροφοριών που χρειάζεται ο καταναλωτής για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής», το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 4, έχει την έννοια ότι περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των πληροφοριών που πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ουσιώδεις στο πλαίσιο προσκλήσεως για αγορά.

69      Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη το –εφαρμοστέο στις προσκλήσεις για αγορά– άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, το οποίο επιτρέπει τη συνεκτίμηση των τοπικών και χρονικών περιορισμών τους οποίους επιβάλλει το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας, καθώς και των λοιπών μέτρων που λαμβάνει ο επιχειρηματίας για να καταστήσει τις πληροφορίες προσιτές στον καταναλωτή (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψεις 66 και 67).

70      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ειδικότερα, ότι η έκταση της αφορώσας την τιμή πληροφορήσεως καθορίζεται με γνώμονα τη φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, αλλά και με γνώμονα το χρησιμοποιούμενο για την πρόσκληση προς αγορά μέσο επικοινωνίας και λαμβανομένων υπόψη των συμπληρωματικών πληροφοριών τις οποίες ενδεχομένως παρέχει ο επιχειρηματίας (απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψη 68).

71      Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας παρέχει, στην πρόσκληση για αγορά, το σύνολο των πληροφοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί η εν λόγω εμπορική πρακτική ως παραπλανητική, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, ή του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

72      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο έκτο και στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των ουσιωδών πληροφοριών που πρέπει να περιέχονται σε πρόσκληση για αγορά. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, αλλά και το χρησιμοποιούμενο για την πρόσκληση προς αγορά μέσο επικοινωνίας και τις συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες ενδεχομένως παρέχει ο οικείος επιχειρηματίας, να εκτιμήσει κατά πόσον ο εν λόγω επιχειρηματίας εκπλήρωσε το καθήκον παροχής πληροφοριών το οποίο υπέχει. Το γεγονός ότι επιχειρηματίας παρέχει, στην πρόσκληση για αγορά, το σύνολο των πληροφοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί η εν λόγω πρόσκληση ως παραπλανητική εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, ή του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

73      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον εμπορική πρακτική πρέπει να θεωρηθεί ως παραπλανητική παράλειψη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω πρακτική, ιδίως οι περιορισμοί που χαρακτηρίζουν το χρησιμοποιούμενο για τους σκοπούς της εν λόγω εμπορικής πρακτικής μέσο επικοινωνίας, οι τοπικοί ή χρονικοί περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το εν λόγω μέσο επικοινωνίας, καθώς και κάθε μέτρο που λαμβάνει ο επιχειρηματίας για να καταστήσει τις πληροφορίες προσιτές στον καταναλωτή με άλλο τρόπο, έστω και αν η απαίτηση αυτή δεν προκύπτει ρητώς από το γράμμα της οικείας εθνικής ρυθμίσεως.

2)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι πρέπει να χαρακτηριστεί ως παραπλανητική μια εμπορική πρακτική η οποία συνίσταται στον κατακερματισμό της τιμής προϊόντος σε πλείονα στοιχεία και στην υπογράμμιση ενός εξ αυτών, εφόσον η πρακτική αυτή μπορεί, αφενός, να δημιουργήσει στον μέσο καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι του προτείνεται ευνοϊκή τιμή και, αφετέρου, να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης. Ωστόσο, οι χρονικοί περιορισμοί που μπορεί να ισχύουν για ορισμένα μέσα επικοινωνίας, όπως τα τηλεοπτικά διαφημιστικά μηνύματα, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να εκτιμηθεί ο παραπλανητικός χαρακτήρας εμπορικής πρακτικής, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

3)      Το άρθρο 7 της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι, όταν ο επιχειρηματίας έχει επιλέξει να ορίσει την τιμή συνδρομής έτσι ώστε ο καταναλωτής να πρέπει να καταβάλλει τόσο μηνιαία όσο και εξαμηνιαία κατ’ αποκοπήν επιβάρυνση, η πρακτική αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως παραπλανητική παράλειψη, στην περίπτωση κατά την οποία υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στο πλαίσιο του μάρκετινγκ η τιμή της μηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως, ενώ αυτή της εξαμηνιαίας κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεως παραλείπεται ολοσχερώς ή παρουσιάζεται με λιγότερο εμφανή τρόπο, εφόσον μια τέτοια παράλειψη οδηγεί τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία δεν θα είχε λάβει διαφορετικά, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς του χρησιμοποιούμενου μέσου επικοινωνίας, τη φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, καθώς και τα λοιπά μέτρα που έχει όντως λάβει ο επιχειρηματίας για να καταστήσει τις ουσιώδεις πληροφορίες που αφορούν το προϊόν προσιτές στον καταναλωτή.

4)      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των ουσιωδών πληροφοριών που πρέπει να περιέχονται σε πρόσκληση για αγορά. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, αλλά και το χρησιμοποιούμενο για την πρόσκληση προς αγορά μέσο επικοινωνίας και τις συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες ενδεχομένως παρέχει ο οικείος επιχειρηματίας, να εκτιμήσει κατά πόσον ο εν λόγω επιχειρηματίας εκπλήρωσε το καθήκον παροχής πληροφοριών το οποίο υπέχει. Το γεγονός ότι επιχειρηματίας παρέχει, στην πρόσκληση για αγορά, το σύνολο των πληροφοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί η εν λόγω πρόσκληση ως παραπλανητική εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, ή του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

(υπογραφές)Πηγή: Taxheaven