ΑΠ 439/2016 Δικαιολογημένη και αδικαιολόγητη συνεχούς απουσίας του μισθωτού, θεωρούμενης ως σιωπηρή οικειοθελής αποχώρηση. Σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει ότι η σύμβαση λύεται εκτός άλλων πε

ΑΠ 439/2016 Δικαιολογημένη και αδικαιολόγητη συνεχούς απουσίας του μισθωτού, θεωρούμενης ως σιωπηρή οικειοθελής αποχώρηση. Σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει ότι η σύμβαση λύεται εκτός άλλων πε



Περίληψη
Κατά το άρθρο 31 παρ. 3 εδ. β του οργανισμού της αρχικά εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...." που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 3239/1955 και των ν.δ. 3755/1957, 186/1969, 1198/1972 και 73/1974 και εγκρίθηκε με την 46806/10314/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, με αποτέλεσμα να έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, η εργασιακή σύμβαση μεταξύ της εναγομένης και του προσωπικού της, η οποία είναι ορισμένου χρόνου, λύεται εκτός άλλων περιπτώσεων και ένεκα αδικαιολόγητης συνεχούς απουσίας του μισθωτού επί τριάντα εργάσιμες ημέρες, θεωρούμενης ως οικειοθελούς αποχωρήσεως.
Δηλαδή η διάταξη αυτή από τη συνεχή απουσία του μισθωτού επί τριάντα εργάσιμες ημέρες συνάγει, κατά πλάσμα του νόμου, ότι ο μισθωτός αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του μόνο εφόσον η συνεχής αυτή απουσία του είναι αδικαιολόγητη (ΑΠ 221/1992).

Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. "Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος".
Προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι:
α) η ύπαρξη δικαιώματος,
β) η άσκηση του δικαιώματος, ήτοι οποιαδήποτε συμπεριφορά του δικαιούχου που κατατείνει στην πραγμάτωση του περιεχομένου του,
γ) η κατάχρηση του δικαιώματος, ήτοι η υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται:
αα) από την καλή πίστη (δηλαδή την επιβαλλόμενη στην κοινωνική συμβίωση ευθύτητα και εντιμότητα στις συναλλαγές) ή
ββ) από τα χρηστά ήθη (ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου) ή
γγ) από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και
δ) η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών, ως προφανής δε νοείται η έκδηλη, η καταφανής.

Τη συνδρομή των πιο πάνω προϋποθέσεων πρέπει να επικαλείται εκείνος που προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό αλλά και να περιέχει η απόφαση με την οποία γίνεται δεκτός τέτοιος ισχυρισμός.



Αριθμός 439/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "..." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ουρανία Μπάρλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Γ. Κ. του Λ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ρουπακιώτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-11-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 507/2010 του ίδιου δικαστηρίου και 7727/2013 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-10-2014 αίτησή της και τους από 6-10-2015 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καρυστηναίου ανέγνωσε την από 6-11-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί ο πρώτος λόγος της αίτησης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 31 παρ. 3 εδ. β του οργανισμού της αρχικά εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...." που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 3239/1955 και των ν.δ. 3755/1957, 186/1969, 1198/1972 και 73/1974 και εγκρίθηκε με την 46806/10314/1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, με αποτέλεσμα να έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, η εργασιακή σύμβαση μεταξύ της εναγομένης και του προσωπικού της, η οποία είναι ορισμένου χρόνου, λύεται εκτός άλλων περιπτώσεων και ένεκα αδικαιολόγητης συνεχούς απουσίας του μισθωτού επί τριάντα εργάσιμες ημέρες, θεωρούμενης ως οικειοθελούς αποχωρήσεως.
Δηλαδή η διάταξη αυτή από τη συνεχή απουσία του μισθωτού επί τριάντα εργάσιμες ημέρες συνάγει, κατά πλάσμα του νόμου, ότι ο μισθωτός αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του μόνο εφόσον η συνεχής αυτή απουσία του είναι αδικαιολόγητη (ΑΠ 221/1992).

Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. "Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι: α) η ύπαρξη δικαιώματος, β) η άσκηση του δικαιώματος, ήτοι οποιαδήποτε συμπεριφορά του δικαιούχου που κατατείνει στην πραγμάτωση του περιεχομένου του, γ) η κατάχρηση του δικαιώματος, ήτοι η υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται: αα) από την καλή πίστη (δηλαδή την επιβαλλόμενη στην κοινωνική συμβίωση ευθύτητα και εντιμότητα στις συναλλαγές) ή ββ) από τα χρηστά ήθη (ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου) ή γγ) από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και δ) η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών, ως προφανής δε νοείται η έκδηλη, η καταφανής. Τη συνδρομή των πιο πάνω προϋποθέσεων πρέπει να επικαλείται εκείνος που προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό αλλά και να περιέχει η απόφαση με την οποία γίνεται δεκτός τέτοιος ισχυρισμός.




2. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφασή του το εφετείο δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Ο ενάγων είναι απόφοιτος εξαταξίου γυμνασίου και του τμήματος διοίκησης και δημοσίων σχέσεων της διετούς φοίτησης αγγλικής οικονομικής σχολής B.C.Α... γνωρίζει δε άριστα την αγγλική γλώσσα και έχει ειδικές γνώσεις για εξειδικευμένες εφαρμογές σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, διαθέτοντας σχετικούς τίτλους σπουδών. Στις 20-7-1979 προσλήφθηκε από την εναγομένη και την 1-10-1981 μετατάχθηκε στο λογιστικό κλάδο με το βαθμό του δόκιμου λογιστή. Υπηρέτησε από της προσλήψεώς του στο κατάστημα…, στο κατάστημα…, στο κατάστημα θυρίδα … ως υπάλληλος γραφείου καταθέσεων και ως υπάλληλος γραφείου κίνησης κεφαλαίων. Στις 28-12-1988 ο ενάγων ανέλαβε καθήκοντα ταμία με πρόσθετα καθήκοντα teller στο ίδιο ως άνω κατάστημα και την 11-2-1991 τοποθετήθηκε προϊστάμενος γραφείου καταθέσεων στο εν λόγω κατάστημα με δικαίωμα β υπογραφής. Δεν τοποθετήθηκε μόνιμα σε άλλη θέση ευθύνης και τον Φεβρουάριο του 2005 αποσπάσθηκε στην περιφερειακή διεύθυνση Αθηνών και κεντρικού της εναγομένης και κατόπιν παρουσιάσθηκε στο κατάστημα … της εν λόγω περιφερειακής διεύθυνσης στις 6-10-2005. Με τις από 7-11-2005 και 28-11-2005 επιστολές που απηύθηναν υπάλληλοι του καταστήματος … προς την περιφερειακή διεύθυνση Αθηνών και κεντρικού γνωστοποίησαν ότι ο ενάγων είχε παρουσιασθεί στο κατάστημα από 6-10-2005 και είχε απουσιάσει έξι... ημέρες με ασθένεια και τρεις ημέρες... με κανονική άδεια και ζητούσαν, επειδή η παρουσία του ήταν ανύπαρκτη και δεν είχε προσκομίσει ιατρική γνωμάτευση, να απομακρυνθεί από το εν λόγω κατάστημα. Από το έτος 2005 ο ενάγων άρχισε να παρουσιάζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία αντιμετώπιζε αρχικά με φαρμακευτική αγωγή. Ειδικότερα από το χρόνο που ο ενάγων τοποθετήθηκε στο κατάστημα … της εναγομένης είχε λάβει αναρρωτική άδεια για το χρονικό διάστημα από 11-1-2006 έως 25-1-2006 κατόπιν έγκρισης αυτής από την υγειονομική επιτροπή της εναγομένης, διότι κρίθηκε ότι έπασχε από αγχώδη νεύρωση πανικού και αφού η επιτροπή έλαβε υπόψη της και την από 12-1-2006 ιατρική βεβαίωση του Σισμανόγλειου Γενικού Νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία έπασχε από αγχώδη διαταραχή και διαταραχή πανικού. Επίσης είχε λάβει αναρρωτική άδεια για το χρονικό διάστημα από 11-2-2006 έως 25-2-2006 κατόπιν έγκρισης αυτής από την υγειονομική επιτροπή της εναγομένης, διότι κρίθηκε ότι έπασχε από δυσθυμία και αφού η επιτροπή αυτή έλαβε υπόψη της και την από 11-2-2006 ιατρική βεβαίωση του ψυχίατρου του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, κατά την οποία βρέθηκε να πάσχει από δυσθυμία. Ακολούθως στην από 30-6-2006 ιατρική γνωμάτευση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών αναφέρεται ότι ο ενάγων εξετάσθηκε και βρέθηκε να πάσχει από καταθλιπτική συνδρομή με έντονα συνοδά συμπτώματα άγχους και σωματόμορφες διαταραχές (ζάλη, κεφαλαλγία, υπέρταση) και πρέπει, εκτός της δέουσας φαρμακευτικής αγωγής που θα λαμβάνει, να απέχει από την εργασία του επί δύο μήνες για να παρακολουθήσει υποστηρικτική ψυχοθεραπεία. Ειδικότερα από την από 25-10-2006 ιατρική γνωμάτευση του αναπληρωτή διευθυντή ψυχίατρου του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών Γ. Χ.... προκύπτει ότι ο ενάγων παρακολουθείτο επί δύο χρόνια και πλέον πάσχων από χρονίσασα καταθλιπτική συνδρομή και ήταν απαραίτητο να λαμβάνει συνεχώς φαρμακευτική αγωγή και να παρακολουθείται ανελλιπώς από ψυχίατρο. Ανάλογη είναι και η υπ’ αριθ. πρωτ. .../6-11-2007 ιατρική γνωμάτευση του ιδίου αναπληρωτή διευθυντή ψυχίατρου του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών, η οποία έχει σχεδόν το ίδιο περιεχόμενο, αναφέρεται όμως σ’ αυτήν ότι ο ασθενής δεν δύναται να εργαστεί. Ακολουθεί η υπ’ αριθ. πρωτ. .../4-3-2008 ιατρική γνωμάτευση του ιδίου αναπληρωτή διευθυντή ψυχίατρου του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών με το ίδιο περιεχόμενο. Ο ενάγων παρακολουθείτο και στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο, από το οποίο ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή αλλά και από το Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος παρουσίασε ραγδαία χειροτέρευση από το έτος 2005, όταν και η σύζυγος του, η οποία ήταν ταμίας σε υποκαταστήματα της εναγομένης, έπεσε για δεύτερη φορά θύμα ληστείας (συγκεκριμένα την 11-1-2005 στο υποκατάστημα της εναγομένης επί της οδού ...), με αποτέλεσμα να υποστεί ψυχικό σοκ και να χρειασθεί να λάβει φαρμακευτική αγωγή και να νοσηλευθεί λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Ο ενάγων απουσίασε από την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 30-6-2006 έως 18-8-2006, δεν ευσταθεί δε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τα αρμόδια όργανά της δεν γνώριζαν ότι αυτός έχει προβλήματα υγείας. Τούτο δε αποδεικνύεται ιδιαιτέρως από την από 4-8-2006 επιστολή η οποία απευθύνεται από το κατάστημα … στην Περιφερειακή Διεύθυνση Αθηνών και Κεντρικού, την οποία υπογράφουν οι Ν. Σ., διευθυντής καταστήματος … και Σ. Κ., τμηματάρχης εργασιών, και αναφέρουν ότι ο ενάγων απουσίαζε συχνά με ολιγοήμερες άδειες από την υπηρεσία είτε με δικαιολογητικά-γνωματεύσεις δημοσίων νοσοκομείων, τα οποία είχαν εγκριθεί από την υγειονομική επιτροπή της τράπεζας είτε χωρίς άδεια γιατρού και ότι τελευταία και συγκεκριμένα από 30-6-2006 μέχρι σήμερα (4-8-2006) είναι αδικαιολογήτως απών.
Με την προσκόμιση της από 30-6-2006 ως άνω αναφερομένης βεβαίωσης στον κλάδο ασθενείας Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε. στις 31-8-2006, δεν εγκρίθηκε η ζητούμενη άδεια ασθενείας για το χρονικό διάστημα από 30-6-2006 έως 28-8-2006 λόγω του εκπροθέσμου της υποβολής της.

Στις 21-8-2006 η εναγομένη επέδωσε στον ενάγοντα την υπ’ αριθ....17-8-2006 επιστολή της, με την οποία του γνώρισε ότι απουσιάζει από την εργασία του από 30-6-2006 συνεχώς και αδικαιολόγητα, υπενθυμίζοντάς του παράλληλα και τις συνέπειες της απουσίας του αυτής με την αναφορά του περιεχομένου του προαναφερόμενου άρθρου 31 του οργανισμού προσωπικού της. Ο Π. Π., σύμβουλος διεύθυνσης της εναγομένης, με το από 18-8-2006 έγγραφο του προς τη διεύθυνση επιθεώρησης πρότεινε την εφαρμογή του άρθρου 31 παρ. 3β του οργανισμού της εναγομένης στην περίπτωση του ενάγοντος λόγω αδικαιολογήτων απουσιών (35 ημέρες) και η εναγομένη δια των αρμοδίων οργάνων της έλυσε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος λόγω αδικαιολόγητης απουσίας επί τριάντα τουλάχιστον συνεχείς ημέρες, θεωρώντας ότι υφίσταται οικειοθελής αποχώρηση και επέδωσε σχετικό έγγραφο στις 8-9-2006.

Από τα αναφερόμενα ανωτέρω συνάγεται ότι η απουσία του ενάγοντος από την εργασία του δεν ήταν αδικαιολόγητη και δεν συνιστά σιωπηρή δήλωση βουλήσεώς του για λύση της εργασιακής σχέσης αλλά οφείλεται στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τόσο ο ίδιος αλλά και η σύζυγος του, ώστε να μην είναι σε θέση να επιμεληθεί των υποθέσεών του και η συμπεριφορά της εναγομένης εκφεύγει των αξιολογικών ορίων του άρθρου 281 Α.Κ., δεδομένου ότι η καλή πίστη απαιτούσε η εναγομένη να εφαρμόσει, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας... κατ’ αρχήν ηπιότερα μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης και όχι το έσχατο μέτρο της απόλυσης". Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση του ενάγοντος και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση (με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή) και κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος της την αγωγή, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και υποχρέωσε την εναγομένη να τον απασχολεί με απειλή χρηματικής ποινής.

Έτσι που έκρινε το εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως αφού διέλαβε σ’ αυτήν αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του δικαιολογημένου της απουσίας του ενάγοντος από την εργασία του για χρονικό διάστημα που υπερέβαινε τις τριάντα συνεχείς εργάσιμες ημέρες και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του εναγομένης. Ειδικότερα ενώ δέχθηκε ότι η κατά τ’ ανωτέρω απουσία του ενάγοντος από την εργασία του δεν ήταν αδικαιολόγητη "αλλά οφείλεται στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τόσο ο ίδιος αλλά και η σύζυγός του, ώστε να μην είναι σε θέση να επιμεληθεί των υποθέσεών του", δέχθηκε επίσης ότι στις 31-8-2006, δηλαδή εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος, ο ενάγων προσκόμισε στο ΤΑΠΕΤΕ βεβαίωση ασθενείας του προκειμένου να του χορηγηθεί αναρρωτική άδεια (η οποία δεν του χορηγήθηκε), γεγονός που αντικειμενικώς συνεπάγεται ότι αυτός είχε τη δυνατότητα να επιμεληθεί των υποθέσεών του. Επί πλέον δέχθηκε ότι "η συμπεριφορά της εναγομένης εκφεύγει των αξιολογικών ορίων του άρθρου 281 Α.Κ.", χωρίς την επί πλέον παραδοχή ότι η υπέρβαση των ορίων αυτών είναι προφανής. Επομένως ο πρώτος κατά το δεύτερο σκέλος του λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και ο τρίτος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πιο πάνω πλημμέλειες, είναι βάσιμοι. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η παραδοχή ότι η απουσία του ενάγοντος ήταν δικαιολογημένη συνεπάγεται ανυπαρξία του δικαιώματος της εναγομένης να επικαλεσθεί την προαναφερθείσα διάταξη του κανονισμού της, ενώ η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός της να την επικαλεσθεί προϋποθέτει ύπαρξη του δικαιώματος αυτού, για το λόγο δε άλλωστε αυτό στην αγωγή του αναιρεσιβλήτου ο ισχυρισμός για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας έγινε επικουρικά, για την περίπτωση απορρίψεως της κύριας βάσεως της αγωγής του, με την οποία είχε επικαλεσθεί ότι η απουσία του δεν ήταν αδικαιολόγητη και ότι η επίκληση της ανωτέρω διατάξεως από την εναγομένη ήταν προσχηματική, συνιστώντας στην πραγματικότητα άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του. 3.


Συνεπώς πρέπει να γίνουν δεκτοί οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται το ίδιο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 7727/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος της αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσιβλήτου τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαρτίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιουνίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: Taxheaven