Yπόθεση C‑454/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 24ης Νοεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους – Διατάξεις που αφορούν την

Yπόθεση C‑454/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 24ης Νοεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους – Διατάξεις που αφορούν την

Yπόθεση C‑454/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 24ης Νοεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους – Διατάξεις που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση – Περιεχόμενο – Αναγκαία μέτρα για την προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων προσδοκίας των μισθωτών στο πλαίσιο επικουρικού συνταξιοδοτικού συστήματος – Υποχρέωση προβλέψεως δικαιώματος αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία των συνταξιοδοτικών εισφορών που δεν έχουν καταβληθεί – Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση C‑454/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hessisches Landesarbeitsgericht (ανώτερο δικαστήριο εργατικών διαφορών του ομόσπονδου κράτους της Έσσης, Γερμανία) με απόφαση της 1ης Απριλίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Αυγούστου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Jürgen Webb-Sämann

κατά

Christopher Seagon, ενεργούντος υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως της Baumarkt Praktiker DIY GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια), A. Rosas, C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Ιουλίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο J. Webb-Sämann, εκπροσωπούμενoς από τους R. Buschmann και J. Schubert,

–        ο C. Seagon, ενεργών υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως της Baumarkt Praktiker DIY GmbH, εκπροσωπούμενος από τους E. Hess και L. Hinkel, Rechtsanwälte,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους R. Kanitz και T. Henze,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer και T. Maxian Rusche,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του J. Webb-Sämann και του C. Seagon, ενεργούντος υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως της Baumarkt Praktiker DIY GmbH (στο εξής: Baumarkt Praktiker), με αντικείμενο το δικαίωμα αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία των συνταξιοδοτικών εισφορών τις οποίες δεν είχε καταβάλει η εταιρία αυτή προ της επελεύσεως της αφερεγγυότητάς της.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2008/94 διαλαμβάνει:

«Είναι αναγκαία η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ιδίως για τη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους και για την εξασφάλιση της κατ’ ελάχιστον προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην [Ένωση]. [...]»

4        Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.

Οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγύησης είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται ή/και, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας, την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη.»

5        Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας:

«1. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής των οργανισμών εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 3.

2.      Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καθορίζουν τη διάρκεια της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης. Η διάρκεια αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι μικρότερη από την περίοδο που καλύπτει την αμοιβή των τελευταίων τριών μηνών της εργασιακής σχέσης που τοποθετείται πριν ή/και μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο.

[...]

3.      Εξάλλου, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ανώτατα όρια για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από τον οργανισμό εγγύησης. Τα ανώτατα αυτά όρια δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από ένα όριο κοινωνικώς συμβατό με τον κοινωνικό στόχο της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτής της ευχέρειας, ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις μεθόδους σύμφωνα με τις οποίες καθορίζουν το ανώτατο όριο.»

6        Το άρθρο 6 της ίδιας αυτής οδηγίας προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν ότι τα άρθρα 3, 4 και 5 δεν εφαρμόζονται για τις εισφορές των εργαζομένων που οφείλονται σύμφωνα με τα εθνικά συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως ή σύμφωνα με υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως.»

7        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών και των προσώπων που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση ή από την εγκατάσταση του εργοδότη την ημέρα επελεύσεως της αφερεγγυότητάς του, σε ό,τι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος συμπεριλαμβανόμενων και των παροχών επιζώντων, στα πλαίσια των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως.»

8        Το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν περιορίζει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για τους μισθωτούς.»

 Το γερμανικό δίκαιο

9        Το άρθρο 47 του Insolvenzordnung (πτωχευτικού κώδικα) ορίζει:

«Όποιος προβάλλει βασίμως, δυνάμει εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος, ότι ένα αγαθό δεν ανήκει στην πτωχευτική περιουσία δεν είναι πιστωτής στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Το δικαίωμά του προς αποχωρισμό του αγαθού διέπεται από τη νομοθεσία που ισχύει εκτός της διαδικασίας αφερεγγυότητας.»

10      Το άρθρο 165 του βιβλίου III του Sozialgesetzbuch (κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως) ορίζει τα εξής:

«1. Οι μισθωτοί δικαιούνται αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας εάν απασχολούνταν στη Γερμανία και εάν διατηρούν μισθολογικές αξιώσεις από την εργασιακή σχέση για τους τρεις μήνες που προηγούνται της επελεύσεως της αφερεγγυότητας. [...]

2.      Οι μισθολογικές αξιώσεις περιλαμβάνουν κάθε αξίωση επί των αποδοχών η οποία πηγάζει από την εργασιακή σχέση. [...] Εάν ο μισθωτός μετέτρεψε μέρος των αποδοχών του [σε συνταξιοδοτικές εισφορές], συμφώνως προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, σημείο 3, του Betriebsrentengesetz (νόμου περί βελτιώσεως των επαγγελματικών συστημάτων συντάξεως γήρατος), και εάν αυτό το μέρος των αποδοχών έχει τοποθετηθεί σε συνταξιοδοτικά ταμεία διαφόρων μορφών ή σε πρωτασφάλιση, η μετατροπή των αποδοχών λογίζεται, για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας, ως μη συνομολογηθείσα εφόσον ο εργοδότης δεν κατέβαλε τις εισφορές αυτές στο ταμείο συντάξεων ή στον ασφαλιστικό οργανισμό.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης

11      Ο J. Webb-Sämann εργαζόταν με σχέση μερικής απασχολήσεως στην Baumarkt Praktiker από τις 18 Νοεμβρίου 1996. Την 1η Οκτωβρίου 2013 κινήθηκε διαδικασία πτωχεύσεως κατά της επιχειρήσεως αυτής. Σύνδικος πτωχεύσεως ορίστηκε ο C. Seagon.

12      Ο J. Webb-Sämann άσκησε ενώπιον του Arbeitsgericht Darmstadt (δικαστήριο εργατικών διαφορών του Ντάρμστατ, Γερμανία) αγωγή ζητώντας να υποχρεωθεί o C. Seagon, υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως της Baumarkt Praktiker, να του καταβάλει εντόκως το ποσό των 1 017,56 ευρώ. Ο ενάγων της κύριας δίκης διευκρίνισε ότι το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε μισθολογικές απαιτήσεις τις οποίες η Baumarkt Praktiker θα έπρεπε να είχε καταβάλει στον τηρούμενο στη Hamburger Pensionskasse ατομικό συνταξιοδοτικό του λογαριασμό ως εισφορές επαγγελματικής συντάξεως.

13      Οι απαιτήσεις, περιλαμβανομένων των σχετικών με τις συνταξιοδοτικές εισφορές για επαγγελματική σύνταξη, που καλύπτουν το προ της ημερομηνίας ενάρξεως της πτωχευτικής διαδικασίας τρίμηνο εξοφλήθηκαν από τον οργανισμό εγγυήσεως. Οι διάδικοι της κύριας δίκης ερίζουν πλέον μόνο για τον αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία των συνταξιοδοτικών εισφορών για επαγγελματική σύνταξη για τους μήνες Ιανουάριο έως και Ιούνιο του 2013.

14      Ο J. Webb-Sämann προέβαλε στη συνάφεια αυτή ότι είχε δικαίωμα αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία μέχρι του ύψους του διεκδικούμενου ποσού, δυνάμει του άρθρου 47 του πτωχευτικού κώδικα. Προσέθεσε ότι το ποσό αυτό είχε παρακρατηθεί υπό μορφή παρακαταθήκης και ότι, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσε μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Ο J. Webb-Sämann επικαλέστηκε επίσης το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, προβάλλοντας ότι, σε περίπτωση μη αναγνωρίσεως δικαιώματος αποχωρισμού των οφειλομένων ποσών από την εν λόγω πτωχευτική περιουσία, συντρέχει παράβαση της διατάξεως αυτής.

15      Ο C. Seagon υποστήριξε ότι το ποσό που διεκδικούσε ο J. Webb-Sämann ουδέποτε εγκατέλειψε την περιουσία της Baumarkt Praktiker και ότι, ειδικότερα, ουδεμία σύμβαση παρακαταθήκης για το ποσό αυτό είχε συναφθεί μεταξύ του J. Webb-Sämann και της Baumarkt Praktiker. Συνεπώς, κατά τον C. Seagon, ο J. Webb-Sämann δεν μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 47 του πτωχευτικού κώδικα προκειμένου να προβάλει δικαίωμα αποχωρισμού.

16      Το Arbeitsgericht Darmstadt (δικαστήριο εργατικών διαφορών του Ντάρμστατ) απέρριψε την αγωγή του J. Webb-Sämann. Το δικαστήριο αυτό επισήμανε κατ’ αρχάς ότι ο J. Webb-Sämann δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει την καταβολή των συνταξιοδοτικών εισφορών στον προσωπικό λογαριασμό του και ότι μπορούσε μόνο να αξιώσει καταβολή σε ατομικό συνταξιοδοτικό λογαριασμό. Το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε εν συνεχεία ότι ο J. Webb-Sämann δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη συμβάσεως παρακαταθήκης συναφθείσας με την Baumarkt Praktiker. Τέλος, τόνισε ότι, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι είχε συναφθεί μια τέτοια σύμβαση, δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί δικαίωμα αποχωρισμού λόγω του μη ορισμένου του αντικειμένου της παρακαταθήκης σε σχέση με τα λοιπά ποσά της πτωχευτικής περιουσίας.

17      Ο J. Webb-Sämann άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Σε συνέχεια της συζητήσεως μεταξύ των διαδίκων, όπως συνοπτικά παρατίθεται στις σκέψεις 14 και 15 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν αντιβαίνει στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 τυχόν ερμηνεία του άρθρου 47 του πτωχευτικού κώδικα υπό την έννοια ότι ο J. Webb-Sämann δεν έχει δικαίωμα αποχωρισμού του ποσού των εισφορών τις οποίες δεν είχε καταβάλει η Baumarkt Praktiker στη Hamburger Pensionskasse.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hessisches Landesarbeitsgericht (ανώτερο δικαστήριο εργατικών διαφορών του ομόσπονδου κράτους της Έσσης, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 και/ή στο λοιπό δίκαιο της Ένωσης εθνική ερμηνεία κανονιστικής διατάξεως κατά την οποία δεν υφίσταται δικαίωμα αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία, κατά το άρθρο 47 του γερμανικού πτωχευτικού κώδικα (Insolvenzordnung), για ληξιπρόθεσμες μισθολογικές απαιτήσεις οι οποίες παρακρατήθηκαν από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να τις καταβάλει σε δήλη ημέρα σε ταμείο συντάξεων, πλην όμως δεν τις κατέθεσε σε χωριστό λογαριασμό;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, να εξαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία οι κρατήσεις από τον μισθό ενός πρώην μισθωτού που έχουν μετατραπεί σε συνταξιοδοτικές εισφορές, τις οποίες ο εργοδότης θα έπρεπε να έχει καταβάλει σε συνταξιοδοτικό λογαριασμό υπέρ του μισθωτού.

20      Εισαγωγικώς, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα, το οποίο έθεσαν ο C. Seagon και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, εάν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 εφαρμόζεται στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης ή εάν αυτή διέπεται από το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, πράγμα που προϋποθέτει την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής εκάστης εκ των διατάξεων αυτών.

21      Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/94 επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι οργανισμοί εγγυήσεως να εξασφαλίζουν, υπό την επιφύλαξη του άρθρου της 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών.

22      Δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν ότι τα άρθρα 3, 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας δεν εφαρμόζονται για τις εισφορές που οφείλονται βάσει των συνταξιοδοτικών συστημάτων επικουρικής προνοίας. Η δυνατότητα εξαιρέσεως των εν λόγω εισφορών προϋποθέτει, επομένως, ότι αυτές εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο άρθρο 3 της ιδίας αυτής οδηγίας.

23      Εντούτοις, από τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι οι μη καταβληθείσες συνταξιοδοτικές εισφορές εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94. Από το γράμμα του συνάγεται ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος στο πλαίσιο των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής πρόνοιας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως.

24      Μολονότι οι συνταξιοδοτικές εισφορές δεν μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, τελούν σε στενή σχέση με τα κεκτημένα δικαιώματα των μισθωτών ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος τα οποία σκοπεί να προστατεύει η διάταξη αυτή. Πράγματι, οι εισφορές αυτές έχουν ως σκοπό τη χρηματοδότηση των κεκτημένων δικαιωμάτων υπέρ του μισθωτού κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεώς του. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μη καταβολή εισφορών από τον εργοδότη μπορεί να συνιστά λόγο ανεπαρκούς καλύψεως από συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατάσταση εμπίπτουσα στο άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ., C-398/11, EU:C:2013:272, σκέψεις 37 έως 40). Εντεύθεν συνάγεται ότι τόσο το άρθρο 3 όσο και το άρθρο 8 της ιδίας αυτής οδηγίας είναι κρίσιμα σε περίπτωση μη καταβολής των συνταξιοδοτικών εισφορών.

25      Ωστόσο, το άρθρο 3 και το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και αφορούν δύο διακριτές μορφές προστασίας.

26      Το μεν άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει όπως διασφαλίζεται από τους οργανισμούς εγγυήσεως η καταβολή των ανεξόφλητων απαιτήσεων, που περιλαμβάνουν όχι μόνον τις μισθολογικές απαιτήσεις, αλλά και, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 6 της ιδίας αυτής οδηγίας, ορισμένες εισφορές που θεωρούνται ως μισθολογικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/94 παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να περιορίσουν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3. Ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να αφορά τόσο τη διάρκεια της περιόδου που θεμελιώνει δικαίωμα πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγυήσεως όσο και το ανώτατο όριο των καταβολών στις οποίες μπορεί να προβαίνει ο οργανισμός αυτός. Εξάλλου, η προστασία που καθιερώνει το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας αφορά, κατ’ αρχήν, τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του.

27      Το δε καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 είναι πιο περιορισμένο υπό την έννοια ότι σκοπεί να προστατεύσει το συμφέρον των εργαζομένων στην καταβολή των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων. Περαιτέρω, αυτό το άρθρο, εν αντιθέσει προς τα άρθρα 3 και 4 της εν λόγω οδηγίας, δεν προβλέπει ρητώς ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίσουν το επίπεδο προστασίας (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C-278/05, EU:C:2007:56, σκέψη 43). Τέλος, εν αντιθέσει προς το άρθρο 3 της ιδίας αυτής οδηγίας, το άρθρο 8 σκοπεί να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη προστασία των συμφερόντων των μισθωτών, δεδομένου ότι τα συμφέροντα αυτά όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα δικαιώματα προσδοκίας εκτείνονται, κατ’ αρχήν, σε όλη τη διάρκεια της συντάξεως.

28      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 εφαρμόζεται στην περίπτωση των ανεξόφλητων συνταξιοδοτικών εισφορών, στον βαθμό που δεν έχει καταβληθεί κάποιο αντιστάθμισμα για αυτές δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 37 των προτάσεών του, η προστασία την οποία διασφαλίζει το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας συμπληρώνει την προστασία την οποία διασφαλίζει το άρθρο 3, αμφότερες δε οι διατάξεις μπορούν να εφαρμόζονται σωρευτικά στην ίδια και την αυτή περίπτωση.

29      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συνάγεται ότι ο J. Webb-Sämann εισέπραξε, δυνάμει του άρθρου 165 του βιβλίου III του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, αποζημίωση λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη για τις ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις για τους τρεις μήνες εργασίας που προηγήθηκαν της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά της Baumarkt Praktiker. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έκανε χρήση της ευχέρειας που της παρείχε το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/94 να εξαιρέσει τις συνταξιοδοτικές εισφορές από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής, ο ενάγων της κύριας δίκης έλαβε επίσης αποζημίωση για τις συνταξιοδοτικές εισφορές του ιδίου τριμήνου. Πάντως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τις συνταξιοδοτικές εισφορές που οφείλονται για την περίοδο από εννέα έως τρεις μήνες πριν από την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας αφερεγγυότητας. Δεδομένου ότι δεν καταβλήθηκε αποζημίωση εν είδει αντισταθμίσματος για αυτές τις μη καταβληθείσες εισφορές και δεδομένου ότι η μη καταβολή επηρέασε κατ’ ανάγκην το ύψος των δικαιωμάτων προσδοκίας, οι εισφορές αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας.

30      Ως εκ τούτου, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα μόνον του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94.

31      Κατά την αιτιολογική της σκέψη 3, η οδηγία αυτή αφορά μεταξύ άλλων «την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη» και την «εξασφάλιση της κατ’ ελάχιστον προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην [Ένωση]».

32      Έτσι, η εν λόγω οδηγία, η οποία επιχειρεί να συγκεράσει τα συμφέροντα των μισθωτών με τις ανάγκες μιας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως, αποσκοπεί στο να διασφαλίσει στους μισθωτούς, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, υπό την επιφύλαξη, συμφώνως προς το άρθρο της 11, ευνοϊκότερων διατάξεων τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν ή να θεσπίσουν. Ο βαθμός προστασίας που απαιτεί η ίδια αυτή οδηγία για κάθε μία από τις ειδικές εγγυήσεις που θεσπίζει πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με το γράμμα της αντίστοιχης διατάξεως, ερμηνευόμενο, στο αναγκαίο μέτρο, υπό το φως των ανωτέρω εκτιμήσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C‑278/05, EU:C:2007:56, σκέψεις 39 έως 41).

33      Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, αυτό ορίζει, με γενικόλογη διατύπωση, ότι τα κράτη μέλη «εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών».

34      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό τόσο του μηχανισμού όσο και του επιπέδου προστασίας των δεδουλευμένων παροχών γήρατος στο πλαίσιο επικουρικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, διακριτική ευχέρεια η οποία αποκλείει την υποχρέωση πλήρους εγγυήσεως (αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C‑278/05, EU:C:2007:56, σκέψεις 36 και 42 έως 45, καθώς και της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ., C‑398/11, EU:C:2013:272, σκέψη 42).

35      Μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, εντούτοις δεν παύουν να έχουν την υποχρέωση, συμφώνως προς τον επιδιωκόμενο από την οδηγία αυτή σκοπό, να διασφαλίζουν στους μισθωτούς το ελάχιστο επίπεδο προστασίας το οποίο απαιτεί η εν λόγω διάταξη. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι η ορθή μεταφορά του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 προϋποθέτει ότι ο μισθωτός θα είναι σε θέση να λάβει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, τουλάχιστον το ήμισυ της αξίας των παροχών γήρατος για τις οποίες έχει θεμελιώσει δικαίωμα καταβάλλοντας εισφορές στο πλαίσιο επικουρικού επαγγελματικού συστήματος προνοίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C-278/05, EU:C:2007:56, σκέψη 57, καθώς και της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ., C-398/11, EU:C:2013:272, σκέψη 51), χωρίς εντούτοις να αποκλείσει ότι, υπό άλλες συνθήκες, οι επενεχθείσες ζημίες θα μπορούσαν επίσης, έστω και εάν είναι διαφορετικό το ποσοστό τους, να θεωρηθούν ως προδήλως δυσανάλογες υπό το φως της υποχρεώσεως προστασίας των συμφερόντων των μισθωτών που προβλέπει το άρθρο 8 της ιδίας αυτής οδηγίας.

36      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία, και ιδίως από τα στοιχεία που προσκόμισε ο J. Webb-Sämann συνάγεται ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του ήσαν, λόγω της μη καταβολής των συνταξιοδοτικών εισφορών κατά την επίμαχη στη κύρια δίκη περίοδο, μειωμένα κατά πόσο κυμαινόμενο μεταξύ 5 και 7 ευρώ τον μήνα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, των οποίων την ακρίβεια πρέπει να επαληθεύσει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 δεν απαιτεί προστασία υπερβαίνουσα την ήδη παρασχεθείσα, εν προκειμένω, στον ενάγοντα της κύριας δίκης.

37      Συνεπώς, στον βαθμό που κράτος μέλος πληροί την υποχρέωση διασφαλίσεως του ελάχιστου επιπέδου προστασίας το οποίο απαιτεί το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, το περιθώριό του εκτιμήσεως όσον αφορά τον μηχανισμό προστασίας των δεδουλευμένων παροχών γήρατος στο πλαίσιο επικουρικού επαγγελματικού συστήματος προνοίας σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη δεν θίγεται.

38      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, να εξαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία οι παρακρατήσεις επί των αποδοχών πρώην μισθωτού που έχουν μετατραπεί σε συνταξιοδοτικές εισφορές, τις οποίες ο εργοδότης θα έπρεπε να έχει καταβάλει σε συνταξιοδοτικό λογαριασμό υπέρ του μισθωτού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, να εξαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία οι παρακρατήσεις επί των αποδοχών πρώην μισθωτού που έχουν μετατραπεί σε συνταξιοδοτικές εισφορές, τις οποίες ο εργοδότης θα έπρεπε να έχει καταβάλει σε συνταξιοδοτικό λογαριασμό υπέρ του μισθωτού.

(υπογραφές)

Πηγή: Taxheaven