Υπόθεση C-558/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και έλεγχος της υποχρεώσεως ασφαλίσεως της ευθύνης αυτής – Οδηγία 2

Υπόθεση C-558/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και έλεγχος της υποχρεώσεως ασφαλίσεως της ευθύνης αυτής – Οδηγία 2

Υπόθεση C-558/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και έλεγχος της υποχρεώσεως ασφαλίσεως της ευθύνης αυτής – Οδηγία 2000/26/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 5 – Ασφαλιστική επιχείρηση – Αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών – Επαρκείς εξουσίες αντιπροσωπεύσεως – Παθητική νομιμοποίηση ενώπιον των δικαστηρίων»

Στην υπόθεση C-558/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο του Πόρτο, Πορτογαλία) με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Νοεμβρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Alberto José Vieira de Azevedo,

Maria da Conceição Ferreira da Silva,

Carlos Manuel Ferreira Alves,

Rui Dinis Ferreira Alves,

Vítor José Ferreira Alves

κατά

CED Portugal Unipessoal Lda,

Instituto de Seguros de Portugal – Fundo de Garantia Automóvel,

παρισταμένου του:

Instituto de Seguros de Portugal – Fundo de Acidentes de Trabalho,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot (εισηγητή), προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, A. Arabadjiev και S. Rodin, δικαστές

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        το Instituto de Seguros de Portugal – Fundo de Garantia Automóvel, εκπροσωπούμενο από τους G. Ribeiro και T. Andrade, advogados,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και M. Figueiredo καθώς και από την M. Rebelo,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την P. Costa de Oliveira και τον K.-P. Wojcik,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Οκτωβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφοι 4, 5 και 8, της οδηγίας 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων) (ΕΕ 2000, L 181, σ. 65), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005 (ΕΕ 2005, L 149, σ 14) (στο εξής: οδηγία 2000/26).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Alberto José Vieira de Azevedo και της Maria da Conceição Ferreira da Silva καθώς και των Carlos Manuel Ferreira Alves, Rui Dinis Ferreira Alves και Vítor José Ferreira Alves, αφενός, και της CED Portugal Unipessoal Lda (στο εξής: CED) και του Instituto de Seguros de Portugal – Fundo de Garantia Automóvel (Ινστιτούτο ασφαλίσεων της Πορτογαλίας – Επικουρικό Ταμείο Ασφαλίσεως Αυτοκινήτων) (στο εξής: Επικουρικό Ταμείο Ασφαλίσεως Αυτοκινήτων), αφετέρου, σχετικά με την παθητική νομιμοποίηση της CED, ως αντιπροσώπου της ασφαλιστικής εταιρίας του κυρίου του οχήματος που προκάλεσε τροχαίο ατύχημα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ 2009, L 263, σ. 11), κωδικοποίησε τις πέντε οδηγίες που είχαν εκδοθεί με σκοπό την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την υποχρεωτική ασφάλιση των αυτοκινήτων.

4        Ωστόσο, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης επήλθαν κατά τη διάρκεια του 2007, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2009/103, το κρίσιμο για την υπόθεση νομικό πλαίσιο παραμένει ιδίως αυτό της οδηγίας 2000/26.

5        Κατά την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2000/26, ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλησε να εξασφαλίσει στους ζημιωθέντες από τροχαία ατυχήματα ανάλογη μεταχείριση, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου λαμβάνει χώρα το ατύχημα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6        Εξάλλου, η οδηγία 2000/26 περιέχει τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις:

«(10)      Αυτό συνεπάγεται ότι θα παρασχεθεί στο ζημιωθέντα δικαίωμα ασκήσεως ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης του υπευθύνου μέρους.

(11)      Μια ικανοποιητική λύση θα ήταν εάν ο ζημιωθείς που έχει υποστεί οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη από τροχαίο ατύχημα, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και το οποίο συνέβη σε κράτος διάφορο εκείνου στο οποίο διαμένει, μπορεί να εγείρει αξιώσεις αποζημίωσης στο κράτος μέλος διαμονής του κατά αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών, ο οποίος έχει διορισθεί εκεί από την ασφαλιστική επιχείρηση του υπεύθυνου μέρους.

(12)      Η λύση αυτή παρέχει τη δυνατότητα να διευθετούνται, με οικείες στους ζημιωθέντες διαδικασίες, ζημίες, τις οποίες υφίστανται εκτός του κράτους μέλους διαμονής τους.

(13)      Με το σύστημα του αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών στο κράτος μέλος διαμονής του ζημιωθέντος, δεν θίγεται ούτε το ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζεται στην εκάστοτε περίπτωση ούτε το ζήτημα της δικαιοδοσίας.

(14)      Το δικαίωμα του μέρους να ασκεί ευθεία αγωγή κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης για οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη που έχει υποστεί, αποτελεί λογικό συμπλήρωμα του διορισμού αντιπροσώπου, ενώ συνάμα βελτιώνει τη νομική θέση των ζημιωθέντων από τροχαία ατυχήματα τα οποία συνέβησαν σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο διαμένουν.

(15)      Για να καλυφθούν τα προαναφερθέντα κενά, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι το κράτος μέλος όπου έχει εκδοθεί η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, απαιτεί από την επιχείρηση να διορίζει αντιπροσώπους για το διακανονισμό των ζημιών, διαμένοντες ή εγκατεστημένους στα άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι θα συγκεντρώνουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις αξιώσεις που προκύπτουν από αυτού του είδους τα ατυχήματα και θα προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προς διακανονισμό των αξιώσεων εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής της σχετικής αποζημιώσεως οι εν λόγω αντιπρόσωποι θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες να εκπροσωπούν την ασφαλιστική επιχείρηση, έναντι των προσώπων που υφίστανται ζημίες από τα εν λόγω ατυχήματα, αλλά και να την εκπροσωπούν, αν παραστεί ανάγκη, ενώπιον των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων, οσάκις χρειάζεται, των δικαστηρίων, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.

(16)      Η δραστηριότητα του αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών δεν αρκεί για να απονείμει δικαιοδοσία στα δικαστήρια στο κράτος μέλος όπου διαμένει ο ζημιωθείς, εάν δεν την προβλέπουν οι σχετικοί κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.

(16α)       Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [(ΕΕ 2001, L 12, σ. 1)], ο ζημιωθείς δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του ασφαλιστή αστικής ευθύνης στο κράτος μέλος της κατοικίας του ενάγοντος.

[...]»

7        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/26 προβλέπει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να θεσπίσει ειδικές διατάξεις σχετικές με τους ζημιωθέντες που δικαιούνται αποζημίωση για οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη τις οποίες υπέστησαν λόγω ατυχήματος που συνέβη σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους διαμονής του ζημιωθέντος, και οι οποίες προκλήθηκαν από την κυκλοφορία οχημάτων ασφαλισμένων και συνήθως σταθμευόντων σε κράτος μέλος.»

8        Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι αναφερόμενοι στο άρθρο 1 ζημιωθέντες σε ατυχήματα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως να διαθέτουν δικαίωμα ασκήσεως ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπευθύνου.

9        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Αντιπρόσωποι για τον διακανονισμό των ζημιών», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν τους κινδύνους που κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 157)], εκτός από την ευθύνη του μεταφορέα, διορίζουν, σε κάθε κράτος μέλος, εκτός εκείνου στο οποίο έχουν λάβει την επίσημη άδειά τους, αντιπρόσωπο για το διακανονισμό των ζημιών. Ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών αναλαμβάνει τη διαχείριση και το διακανονισμό των αξιώσεων που προκύπτουν από ατυχήματα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1. Ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών έχει τη διαμονή ή εγκατάστασή του στο κράτος μέλος όπου έχει διοριστεί.

[...]

4.      Ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών συγκεντρώνει, όσον αφορά τις σχετικές αξιώσεις, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για το διακανονισμό των αξιώσεων και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διαπραγμάτευση του διακανονισμού των ζημιών. Ο υποχρεωτικός διορισμός αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών δεν εμποδίζει το ζημιωθέντα ή την ασφαλιστική επιχείρησή του να στρέφονται απ’ ευθείας κατά του υπαιτίου του ατυχήματος ή της ασφαλιστικής επιχείρησής του.

5.      Ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, και να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους. Πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει την υπόθεση στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους διαμονής του ζημιωθέντος.

6.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν υποχρέωση της οποίας η αθέτηση επισύρει κατάλληλες, αποτελεσματικές και συστηματικές, οικονομικές ή ισοδύναμες διοικητικές κυρώσεις, και σύμφωνα με την οποία εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς κοινοποίησε την αίτηση αποζημίωσης είτε απευθείας στην ασφαλιστική επιχείρηση του υπαιτίου του ατυχήματος είτε στον αντιπρόσωπο για το διακανονισμό των ζημιών:

α)      η ασφαλιστική επιχείρηση του υπαιτίου του ατυχήματος ή ο αντιπρόσωπός της για το διακανονισμό των ζημιών οφείλει να υποβάλει αιτιολογημένη προσφορά αποζημίωσης, σε περίπτωση που η ευθύνη δεν αμφισβητείται και η ζημία έχει αποτιμηθεί, ή

β)      η ασφαλιστική επιχείρηση στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση αποζημίωσης ή ο αντιπρόσωπός της για το διακανονισμό των ζημιών οφείλει να παράσχει αιτιολογημένη απάντηση επί των σημείων που περιέχονται στην αίτηση, σε περίπτωση που η ευθύνη αμφισβητείται ή δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί σαφώς ή σε περίπτωση που η ζημία δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι, εάν η προσφορά δεν γίνει εντός του τριμήνου, οφείλεται τόκος επί του ποσού της αποζημιώσεως την οποία προσφέρει η ασφαλιστική επιχείρηση ή επιδικάζει το δικαστήριο στον ζημιωθέντα.

[...]

8.      O διορισμός αντιπροσώπου υπευθύνου για το διακανονισμό των ζημιών δεν συνιστά αφ’ εαυτού άνοιγμα υποκαταστήματος κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ 1992, L 228, σ. 1),] και ο αντιπρόσωπος που είναι υπεύθυνος για το διακανονισμό των ζημιών δεν θεωρείται εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (ΕΕ 1988, L 172, σ. 1),] ούτε

[...]

–        κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 [...]».

 Το πορτογαλικό δίκαιο

10      Η οδηγία 2000/26 μεταφέρθηκε στο πορτογαλικό δίκαιο με το Decreto-Lei n° 72-A/2003 – Lei do Seguro Obrigatório (νομοθετικό διάταγμα 72-A/2003, σχετικά με τον νόμο περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως), της 14ης Απριλίου 2003, που τροποποιεί, αφενός, το Decreto-Lei n° 522/85 – Seguro Obrigatório de Responsabilidade Civil Automóvel (νομοθετικό διάταγμα 522/85 περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία μηχανοκίνητων οχημάτων), της 31ης Δεκεμβρίου 1985, και, αφετέρου, το Decreto-Lei n° 94-B/98 – Regula as condições de acesso e de exercício da actividade seguradora e resseguradora no território da Comunidade Europeia (νομοθετικό διάταγμα 94-B/98, περί των όρων προσβάσεως και ασκήσεως ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων επί του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), της 17ης Απριλίου 1998.

11      Το άρθρο 43 του νομοθετικού διατάγματος 522/85, όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 72-A/2003, έχει ως εξής:

«1.      Οι ασφαλιστικές εταιρίες με καταστατική έδρα στην Πορτογαλία, καθώς επίσης τα υποκαταστήματα στην Πορτογαλία ασφαλιστικών εταιριών με καταστατική έδρα εκτός της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που έχουν λάβει άδεια ασφαλίσεως κινδύνων του κλάδου “Αστική ευθύνη από επίγεια αυτοκινούμενα οχήματα εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα”, μπορούν να διορίζουν ελεύθερα αντιπρόσωπο, σε έκαστο εκ των λοιπών κρατών μελών, εντεταλμένο για τον διακανονισμό, στη χώρα διαμονής του θύματος, των ζημιών που προκλήθηκαν σε κράτος άλλο από το κράτος διαμονής του τελευταίου (στο εξής: αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών).

2.      Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών, ο οποίος έχει τη διαμονή ή εγκατάστασή του στο κράτος μέλος όπου έχει διοριστεί, δύναται να ενεργεί για λογαριασμό μίας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών εταιριών.

3.      Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών πρέπει να διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 και να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους. Πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει την υπόθεση στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους διαμονής του ζημιωθέντος.

4.      Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό συγκεντρώνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον διακανονισμό των αξιώσεων και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διαπραγμάτευση του διακανονισμού των ζημιών.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Στις 17 Οκτωβρίου 2007, σε ισπανικό αυτοκινητόδρομο, συνέβη τροχαίο ατύχημα στο οποίο ενεπλάκη όχημα υπό ενοικίαση ασφαλισμένο στην Ισπανία από την εταιρία Helvetia Compañía Suiza, SA de Seguros y Reaseguros (στο εξής: Helvetia) με αποτέλεσμα τον θάνατο του Luis de Sousa Alves και την πρόκληση σωματικών βλαβών στον A. J. Vieira de Azevedo, οι οποίοι είναι αμφότεροι Πορτογάλοι υπήκοοι.

13      Ο A. J. Vieira de Azevedo καθώς και η σύζυγος και τα τέκνα του L. de Sousa Alves άσκησαν, ενώπιον του Instância Central Cível da Comarca do Porto-Este (Penafiel) [πρωτοδικείου της Περιφέρειας του Porto-Este (Penafiel), Πορτογαλία], αγωγές αποζημιώσεως για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν. Εναγόμενοι ήσαν, αφενός, η CED, αντιπρόσωπος της Helvetia στην Πορτογαλία και, αφετέρου επικουρικώς, το Επικουρικό Ταμείο Ασφαλίσεως Αυτοκινήτων.

14      Το ως άνω δικαστήριο, αφού διαπίστωσε «έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως» της CED και κατά συνέπεια του Επικουρικού Ταμείου Ασφαλίσεως Αυτοκινήτων, απέρριψε τις αγωγές αυτές.

15      Ο A. J. Vieira de Azevedo καθώς και η σύζυγος και τα τέκνα του L. de Sousa Alves άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως των εν λόγω αγωγών ενώπιον του Tribunal da Relação do Porto (εφετείου του Πόρτο, Πορτογαλία). Υποστηρίζουν ότι η CED, ως αντιπρόσωπος της Helvetia στην Πορτογαλία, μπορεί να εναχθεί ενώπιον των πορτογαλικών δικαστηρίων στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως για τις ζημίες τις οποίες υπέστησαν.

16      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι αντιπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιριών οι οποίοι ασκούν τη δραστηριότητά τους στην αλλοδαπή, όπως προσδιορίζονται δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/26 και οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες για τη διαχείριση και τον διακανονισμό των ζημιών μπορούν επίσης να ενάγονται ενώπιον δικαστηρίου από ημεδαπούς υπηκόους.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο του Πόρτο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Επιτρέπουν η αιτιολογική σκέψη 16α και το άρθρο 4[, παράγραφοι 4, 5 και 8, της οδηγίας 2000/26] [...] την άσκηση αγωγής κατά του αντιπροσώπου ασφαλιστικής εταιρίας που δεν ασκεί δραστηριότητες στη χώρα όπου ασκείται αγωγή αποζημιώσεως λόγω τροχαίου ατυχήματος, βάσει της υποχρεωτικής ασφαλίσεως αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα που συνήφθη σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εξαρτάται η εν λόγω δυνατότητα ασκήσεως αγωγής κατά του αντιπροσώπου από τους συγκεκριμένους όρους της συναφθείσας μεταξύ αυτού και της ασφαλιστικής εταιρίας συμβάσεως;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

18      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/26 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι ο εντεταλμένος, δυνάμει του άρθρου αυτού, αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών μπορεί να ενάγεται, εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως την οποία εκπροσωπεί, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως ασκουμένης από ζημιωθέντα ο οποίος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής.

19      Εισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται συγχρόνως υπόψη το γράμμα της, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί της (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Spedition Welter, C‑306/12, EU:C:2013:650, σκέψη 17).

20      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/26, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν τους κινδύνους από τη χρήση χερσαίων αυτοκινήτων οχημάτων διορίζουν, σε κάθε κράτος μέλος, εκτός εκείνου στο οποίο έχουν λάβει την επίσημη άδειά τους, αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών, ο οποίος αναλαμβάνει τη διαχείριση και τον διακανονισμό των ζημιών που προκύπτουν από ατυχήματα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής. Οι εν λόγω διατάξεις, αφεαυτών, δεν επάγονται ότι ο ως άνω αντιπρόσωπος μπορεί να ενάγεται, εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως την οποία εκπροσωπεί, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

21      Η δυνατότητα ασκήσεως αγωγής στρεφομένης κατά του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών δεν προκύπτει ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/26, κατά τις οποίες ο εν λόγω αντιπρόσωπος συγκεντρώνει, όσον αφορά τις ζημίες αυτές, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον διακανονισμό των αξιώσεων και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διαπραγμάτευση του διακανονισμού των ζημιών. Πράγματι, με τις διατάξεις αυτές, ο νομοθέτης της Ένωσης απλώς διευκρίνισε τα καθήκοντα με τα οποία είναι επιφορτισμένος ο εν λόγω αντιπρόσωπος στο πλαίσιο διαπραγματεύσεως διακανονισμού των ζημιών, χωρίς μνεία τυχόν ένδικων διαδικασιών.

22      Το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/26, διευκρινίζοντας επίσης ότι ο διορισμός και μόνον αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών δεν εμποδίζει τον ζημιωθέντα ή την ασφαλιστική επιχείρησή του να στραφούν απευθείας κατά του υπαιτίου του ατυχήματος ή της ασφαλιστικής επιχειρήσεως που τον καλύπτει, αίρει απλώς τον αποκλειστικό χαρακτήρα των καθηκόντων του εν λόγω αντιπροσώπου και δεν συνεπάγεται, αφεαυτού, αναγνώριση οιασδήποτε δυνατότητας ασκήσεως ευθείας αγωγής κατά του εν λόγω αντιπροσώπου.

23      Καίτοι, κατά το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/26, ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων και να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους αποζημιώσεως, η διάταξη αυτή, που καθορίζει με τον τρόπο αυτό τους σκοπούς της εν λόγω αντιπροσωπεύσεως, δεν διευκρινίζει το ακριβές περιεχόμενο των προς τούτο απονεμομένων εξουσιών (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Spedition Welter, C‑306/12, EU:C:2013:650, σκέψη 18).

24      Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/26, το οποίο καθορίζει τους κανόνες εξετάσεως των αιτήσεων αποζημιώσεως οι οποίες υποβάλλονται είτε απευθείας στην ασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει τον υπαίτιο του ατυχήματος είτε στον αντιπρόσωπό της για τον διακανονισμό των ζημιών, κάνει λόγο μόνον για το στάδιο της διαδικασίας αποζημιώσεως μετά το πέρας του οποίου γίνεται η προσφορά αποζημιώσεως ή η απόρριψη της σχετικής αιτήσεως, χωρίς καθόλου να ρυθμίζει το στάδιο τυχόν ένδικης διαδικασίας. Επομένως, βάσει της ως άνω διατάξεως δεν καθίσταται δυνατό να προσδιορισθεί η ιδιότητα την οποία θα μπορούσε να έχει ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών σε ένδικη διαδικασία.

25      Αντιθέτως, επισημαίνεται ότι, κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 6, της οδηγίας 2000/26, τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις διασφαλίζουσες ότι, αν η προσφορά δεν υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών, οφείλεται τόκος επί του ποσού της αποζημιώσεως την οποία προσφέρει η ασφαλιστική επιχείρηση ή επιδικάζει το δικαστήριο στον ζημιωθέντα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, παρά τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά του αντιπροσώπου της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, η προσφορά της αποζημιώσεως προέρχεται τελικώς μόνον από την επιχείρηση αυτή, υπό την επιφύλαξη τυχόν επιδικάσεώς της από το δικαστήριο.

26      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, κατά το μη ένδικο στάδιο της ως άνω διαδικασίας αποζημιώσεως, ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών ουδαμώς αντικαθιστά την επιχείρηση την οποία εκπροσωπεί και εκπληρώνει μόνον καθήκοντα μεσολαβητή, τα οποία είναι κατ’ ανάγκην περιορισμένα. Αυτό δεν θα ίσχυε στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας μόνον αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε προβλέψει άλλως, πράγμα το οποίο δεν προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 6, της οδηγίας 2000/26.

27      Τέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 8, της οδηγίας 2000/26, κατά το οποίο ο διορισμός αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών δεν συνιστά καθεαυτόν τη δημιουργία υποκαταστήματος ασφαλιστικής επιχειρήσεως και κατά το οποίο ο ως άνω αντιπρόσωπος δεν θεωρείται εγκατάσταση τέτοιας επιχειρήσεως, ούτε καν εγκατάσταση κατά τον κανονισμό 44/2001, δεν έχει ως αντικείμενο και δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παθητική νομιμοποίηση του λόγω αντιπροσώπου, εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

28      Ούτε βάσει του πλαισίου ούτε βάσει των σκοπών της οδηγίας 2000/26 μπορεί να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να επιβάλει στα κράτη μέλη να προβλέψουν την ιδιότητα αυτή.

29      Πράγματι, ενώ, κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/26, κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι αναφερόμενοι στο άρθρο 1 ζημιωθέντες σε ατυχήματα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως να διαθέτουν δικαίωμα ασκήσεως ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπευθύνου, ούτε το άρθρο αυτό ούτε καμία άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής συνεπάγονται ότι, για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, πρέπει να αναγνωρίζεται στα ως άνω πρόσωπα η δυνατότητα ασκήσεως ευθείας αγωγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της οδηγίας 2000/26 είναι η εξασφάλιση ανάλογης μεταχειρίσεως στους ζημιωθέντες σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, ανεξαρτήτως του τόπου προκλήσεως των ατυχημάτων εντός της Ένωσης. Προς τούτο, οι εν λόγω ζημιωθέντες πρέπει να μπορούν να υποβάλλουν, εντός του κράτους μέλους διαμονής τους, αίτηση αποζημιώσεως στον αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών που ορίστηκε στο εν λόγω κράτος από την ασφαλιστική επιχείρηση του υπευθύνου. Το καθήκον του εν λόγω αντιπροσώπου συνίσταται στη διευκόλυνση της διεξαγωγής των διαβημάτων των ζημιωθέντων, ειδικότερα παρέχοντάς τους τη δυνατότητα υποβολής της αιτήσεως αποζημιώσεως στη γλώσσα τους.

31      Κατά την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2000/26, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν ότι οι αντιπρόσωποι για τον διακανονισμό των ζημιών πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες εκπροσωπήσεως της ασφαλιστικής επιχειρήσεως έναντι των προσώπων που υφίστανται ζημίες από τα εν λόγω ατυχήματα, αλλά και εκπροσωπήσεώς της ενώπιον των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων, οσάκις χρειάζεται, των δικαστηρίων, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.

32      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέσπισε μόνον ένα σύστημα κατά το οποίο οι ζημιωθέντες μπορούν, σε κάθε κράτος μέλος, να υποβάλλουν αίτηση αποζημιώσεως στον αντιπρόσωπο του ασφαλιστή του υπαίτιου για τη ζημία προσώπου, σύμφωνα με διαδικασίες που τους είναι οικείες, αλλά συμπλήρωσε ευλόγως το σύστημα αυτό, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2000/26, αναγνωρίζοντας υπέρ των ζημιωθέντων, δικαίωμα ευθείας αγωγής κατά του εν λόγω ασφαλιστή, χωρίς να υποχρεούνται να στραφούν κατά του υπευθύνου.

33      Ασφαλώς, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν, χωρίς να θίγεται η τήρηση των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, να καλύπτει η αντιπροσώπευση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/26 και τη δυνατότητα των ζημιωθέντων να ασκήσουν εγκύρως αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ των επαρκών εξουσιών που πρέπει να διαθέτει ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών περιλαμβάνεται η εξουσία να ενεργεί ως αντίκλητος (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Spedition Welter, C-306/12, EU:C:2013:650, σκέψεις 23 και 24).

34      Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2000/26 προκύπτει πράγματι ότι βούληση του νομοθέτη ήταν να περιλαμβάνει η εξουσία αντιπροσωπεύσεως την οποία ασκεί μια ασφαλιστική επιχείρηση στο κράτος διαμονής του ζημιωθέντος την εξουσία αντικλήτου, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, προκειμένου να μη θίγονται οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Spedition Welter, C‑306/12, EU:C:2013:650, σκέψη 22).

35      Αντιθέτως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ούτε από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2000/26 προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να επεκτείνει την εξουσία αυτή μέχρι του σημείου η αγωγή των ζημιωθέντων, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου του τόπου διαμονής τους, με σκοπό να λάβουν αποζημίωση από την ασφαλιστική επιχείρηση του υπεύθυνου, να μπορεί να στραφεί κατά του αντιπροσώπου της επιχειρήσεως αυτής.

36      Πράγματι, εφόσον οι ζημιωθέντες μπορούν να κοινοποιούν τις δικαστικές πράξεις στον αντιπρόσωπο της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν προκύπτει ότι ο σκοπός της οδηγίας 2000/26, που συνίσταται στη διευκόλυνση των διαβημάτων των προσώπων αυτών, δεν επιτυγχάνεται κατά τον τρόπο αυτόν και ότι απαιτείται να μπορεί να εναχθεί και ο ίδιος ο αντιπρόσωπος ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

37      Ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρίνισε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2000/26, ότι με το ως άνω σύστημα του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών στο κράτος μέλος διαμονής του ζημιωθέντος δεν θίγεται ούτε το ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζεται στην εκάστοτε περίπτωση ούτε το ζήτημα της δικαιοδοσίας. Ωστόσο, αν γίνει δεκτό ότι η αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορεί να στρέφεται απευθείας κατά του ίδιου του αντιπρόσωπου και όχι κατά της επιχειρήσεως την οποία εκπροσωπεί, ενδέχεται να τίθεται ζήτημα δικαιοδοσίας. Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 16 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει επίσης ότι η δραστηριότητα του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών δεν αρκεί για να απονείμει δικαιοδοσία στα δικαστήρια στο κράτος μέλος όπου διαμένει ο ζημιωθείς, εάν δεν την προβλέπουν οι σχετικοί κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν φαίνεται ότι ο σκοπός της βελτιώσεως της νομικής καταστάσεως των ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα το οποίο συνέβη εκτός του κράτους μέλους διαμονής τους συνεπάγεται ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/26, το οποίο δεν προβλέπει ρητώς ότι ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών μπορεί να ενάγεται ο ίδιος, εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως την οποία εκπροσωπεί, έχει την έννοια ότι, ενώ οι εν λόγω ζημιωθέντες μπορούν να στραφούν απευθείας κατά της επιχειρήσεως αυτής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, επιβάλλει σιωπηρώς αλλά υποχρεωτικώς στα κράτη μέλη να προβλέπουν δυνατότητα ασκήσεως αγωγής κατά του αντιπροσώπου αυτού.

39      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/26 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι ο επιφορτισμένος, δυνάμει του άρθρου αυτού, με τον διακανονισμό των ζημιών αντιπρόσωπος μπορεί να ενάγεται ο ίδιος, εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως την οποία εκπροσωπεί, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως ασκουμένης από ζημιωθέντα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

40      Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

41      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (Τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι ο επιφορτισμένος, δυνάμει του άρθρου αυτού, με τον διακανονισμό των ζημιών αντιπρόσωπος μπορεί να ενάγεται ο ίδιος, εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως την οποία εκπροσωπεί, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως ασκουμένης από ζημιωθέντα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/26, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/14.

(υπογραφές)

Πηγή: Taxheaven