ΣτΕ 2721/2016 Τα διασφαλιστικά μέτρα των άρθρων 14 και 20 του ν. 2523/1997 μπορούν να ληφθούν σε βάρος του γενικού διευθυντή της εταιρείας κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2523/1997, μόνον εφ' όσον η αρμόδια αρχή αποδεικνύει ότι κατά τον κρ

ΣτΕ 2721/2016 Τα διασφαλιστικά μέτρα των άρθρων 14 και 20 του ν. 2523/1997 μπορούν να ληφθούν σε βάρος του γενικού διευθυντή της εταιρείας κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2523/1997, μόνον εφ' όσον η αρμόδια αρχή αποδεικνύει ότι κατά τον κρ

 ΣτΕ  2721/2016


Περίληψη

Τα διασφαλιστικά μέτρα των άρθρων 14 και 20 του ν. 2523/1997 μπορούν να ληφθούν σε βάρος του γενικού διευθυντή της εταιρείας κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2523/1997, μόνον εφ' όσον η αρμόδια αρχή αποδεικνύει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το πρόσωπο αυτό ασκούσε πράγματι καθήκοντα διοίκησης ή διαχείρισης της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας.

Αιτιολογία με την οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί νομιμότητας των επιβληθέντων σε βάρος φορολογουμένου μέτρων αποκλειστικά στην ιδιότητα του τελευταίου ους γενικού διευθυντή εταιρίας, χωρίς να διερευνήσει ειδικώς εάν αυτός  είχε, πράγματι, ασκήσει συγκεκριμένα καθήκοντα διοίκησης κατά τον χρόνο διάπραξης της φορολογικής παράβασης, είναι πλημμελής, διότι για την επιβολή των μέτρων του άρθρου 14 παρ.1 του ν. 2523/1997 δεν αρκούσε το γεγονός ότι ο φορολογούμενος  είχε την προαναφερθείσα ιδιότητα,  αλλά απαιτείτο να αποδειχθεί ότι αυτός είχε προβεί, κατά τον χρόνο διάπραξης της παράβασης, υπό την ιδιότητα αυτή, σε συγκεκριμένες πράξεις διοίκησης ή διαχείρισης της εν λόγω εταιρείας.


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19 Οκτωβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 10 Δεκεμβρίου 2015 αίτηση: του .... του ..., κατοίκου ... (οδός .....), ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Αγγελική Βογιατζή (A.M. 20351), που την διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 7/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1393234, 1393267, 4156615/2015 ειδικά έντυπα παραβόλου Α' σειράς).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 7/2015 απόφασης της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της ΔΝΥ Γ 11157 ΕΞ 2014 ΕΜΠ/31.12.2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση του ιδίου περί άρσεως των μέτρων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 που είχαν ληφθεί σε βάρος του με την 23832/20-9-2013 απόφαση της Προϊσταμένης της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Ιωαννίνων.

3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α' 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]».
 

4. Επειδή, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την ισχύ του ν. 3900/2010, επί διαφοράς, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το τιθέμενο εκ του νόμου όριο ή η οποία δεν έχει χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναφερόμενους σε καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή, πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1676, 1195/2016, 1283/2015, 4095/2014 κ.ά.). Επομένως, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, πρέπει η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 1676/2016, ΣτΕ 736/2016 κ.ά.).
 

5. Επειδή, με τις ΣτΕ 691/2009, ΣτΕ 1593/2011 ΣτΕ 1594/2011, ΣτΕ 225/2015 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, καθ' ερμηνεία των άρθρων 14 παρ. 1 (όπως το άρθρο 14 ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 3296/2004, Α' 253) και 20 παρ. 1 του ν. 2523/1997 (Α' 179) ότι, επί διαφυγής καταβολής φόρων από ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, το ύψος των οποίων υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 14, επιβάλλονται, προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, συγκεκριμένα απαγορευτικά μέτρα σε βάρος των φυσικών προσώπων, τα οποία, κατά τον χρόνο διάπραξης της φοροδιαφυγής, είχαν μία από τις ιδιότητες που απαριθμούνται στην περ. α της παραγράφου 1 του άρθρου 20, ήτοι είχαν την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας ή του διευθύνοντος ή εντεταλμένου ή συμπράττοντος συμβούλου ή διοικητή ή γενικού διευθυντή ή διευθυντή και γενικότερα την ιδιότητα προσώπου εντεταλμένου στη διοίκηση ή διαχείριση της ανώνυμης εταιρείας είτε αμέσως από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση. Μόνον δε εάν ελλείπουν όλα τα ανωτέρω πρόσωπα, όπως περαιτέρω κρίθηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, λαμβάνονται τα μέτρα σε βάρος των λοιπών μελών του διοικητικού συμβουλίου, υπό την πρόσθετη, όμως, στην περίπτωση αυτή προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή αποδεικνύει ότι τα τελευταία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχαν ασκήσει πράγματι, προσωρινώς ή διαρκώς, τουλάχιστον ένα από τα καθήκοντα διοίκησης ή διαχείρισης της ανώνυμης εταιρείας.
 

6. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 20.9.2013, συμπληρωματική της από 5.2.2013 ειδικής έκθεσης ελέγχου, ειδική έκθεση ελέγχου του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 ελεγκτή υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων, προέκυψαν τα εξής : Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε, ύστερα από την 594/3.3.2006 εντολή διενέργειας τακτικού ελέγχου του Προϊσταμένου της ίδιας Δ.Ο.Υ., προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000) και του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992), καθώς και των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ΠΟΛ. 1037/2005 και 1081/2005, στην ελεγχθείσα ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «....», με αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα τα Ιωάννινα, η οποία για την παρακολούθηση των εργασιών της τήρησε κατά τις ελεγχθείσες διαχειριστικές περιόδους από 1.7.1998 έως 30.6.1999, από 1.7.1999 έως 30.6.2000, από 1.7.2000 έως 30.6.2001, από 1.7.2001 έως 30.6.2002, από 1.7.2002 έως 30.6.2003 και από 1.7.2003 έως 30.6.2004, βιβλία Γ' κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω εταιρεία συστάθηκε στις 30.7.1979, σύμφωνα με το 110.465/25.7.1979 καταστατικό ίδρυσης συμβολαιογράφου Ιωαννίνων, το οποίο δημοσιεύθηκε στο 2709/30.7.1979 Φ.Ε.Κ. (τεύχος ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14, 20 και 21 του ως άνω καταστατικού, η εταιρεία διοικείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο έχει τη γενική διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, διευθύνεται δε και εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 21 του καταστατικού της. Εξάλλου, στις 25.8.2004 με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας αποφασίσθηκε η λύση αυτής και η θέση της σε εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 111 του ν. 2725/1999. Περαιτέρω, η-ελεγκτής διαπίστωσε ότι η ελεγχθείσα επιχείρηση είχε υποπέσει σε παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και συγκεκριμένα στις εξής: α) δεν επέδειξε τα βιβλία και στοιχεία που τήρησε κατά τις ελεγχθείσες χρήσεις από 1.7.1998 μέχρι και 30.6.2004, ύστερα από έγγραφη πρόσκληση ελέγχου που επιδόθηκε νομότυπα στις 28.11.2006 στον εκκαθαριστή της ..., σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 36 παρ. 1 του ανωτέρω Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και β) δεν υπέβαλε συγκεντρωτικές καταστάσεις για διασταύρωση πληροφοριών, που αφορούσαν συναλλαγές που είχε πραγματοποιήσει για την επαγγελματική της εξυπηρέτηση ή την εκπλήρωση του σκοπού της, από αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών, από χονδρικές πωλήσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών και από καταβολή ή είσπραξη αμοιβών, αποζημιώσεων, οικονομικών ενισχύσεων και άλλων δικαιωμάτων νια τις ελεγχθείσες χρήσεις, όπως είχε υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ίδιου Κώδικα. Επίσης, η ελεγκτής, αφού έλαβε υπόψη της ότι η συνολική αξία του οφειλόμενου από την ελεγχθείσα επιχείρηση φόρου προστιθέμενης αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ν. 2859/2000 και του παρακρατούμενου φόρου από αμοιβές ποδοσφαιριστών από μεταγραφές ή ανανεώσεις συμβολαίων που δεν είχε αποδώσει η επιχείρηση στο Δημόσιο, κατ' άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2238/1994, κατά τις ελεγχθείσες χρήσεις, σύμφωνα με τους σχετικούς πίνακες της οικείας έκθεσης ελέγχου (βλ. σελ. 9 έως 12 αυτής), υπερέβαινε το ποσό τω 150.000,00 ευρώ, εκτίμησε ότι έπρεπε να ληφθούν, κατ' αρχάς, σε βάρος της ελεγχθείσας επιχείρησης μέτρα για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997. Επιπλέον, η ελεγκτής εκτίμησε ότι τα εν λόγω διοικητικά μέτρα έπρεπε να ληφθούν σε βάρος, μεταξύ άλλων, και του ήδη αναιρεσείοντος, ο οποίος είχε διατελέσει Γενικός Διευθυντής του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.7.1998 έως 19.7.1998, από 16.3.2001 έως 14.6.2001 και από 15.6.2001 έως 19.7.2002 (από την ημερομηνία συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας σε σώμα μέχρι την προηγούμενη ημερομηνία της επόμενης συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου σε σώμα), σύμφωνα με τα ευρισκόμενα στο φάκελο αντίγραφα των 7479/22.9.1998, 1713/6.3.2002 και 1712/6.3.2002 Φ.Ε.Κ. (τεύχη ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης), κατ' εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 1 περίπτωση α' σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ-.-2 του ανωτέρω-ν. 2523/1997. Στη συνέχεια-, με το 23832/20.9.2013 έγγραφο της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων, απευθυνόμενο, μεταξύ άλλων, και στον αναιρεσείοντα, γνωστοποιήθηκε σε αυτόν ότι ύστερα από τον διενεργηθέντα κατά τα ανωτέρω έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η ελεγχθείσα επιχείρηση όφειλε Φ.Π.Α. και φόρο αμοιβών ποδοσφαιριστών από ανανέωση συμβολαίων κατά τις ελεγχθείσες χρήσεις, η συνολική αξία των οποίων υπερέβαινε τα όρια που προβλέπονται στο εδάφιο δ' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 και ότι επρόκειτο να ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε βάρος, μεταξύ άλλων, και του αναιρεσείοντος με την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή της ελεγχθείσας επιχείρησης κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 2523/1997, όπως αυτά (τα μέτρα) αναφέρονταν στο ως άνω έγγραφο (και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση). Με το 25997/7.10.2013 έγγραφο ο αναιρεσείων υπέβαλε τις απόψεις του προς την προαναφερόμενη Προϊσταμένη, κατόπιν της 23853/20.9.2013 κλήσης προς ακρόαση, σχετικά με τη λήψη σε βάρος του των επίδικων μέτρων και ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι μη νομίμως ελήφθησαν σε βάρος του τα εν λόγω μέτρα, καθώς ο ίδιος είχε διατελέσει Γενικός Διευθυντής της εταιρείας και, ως εκ τούτου, δεν είχε εξουσία εκπροσώπησης αυτής ούτε συμμετείχε με ενεργό ρόλο στη διοίκηση αυτής. Ακολούθως, με την 28485/24.10.2013 αίτηση προς τον Υπουργό Οικονομικών, την οποία ο αναιρεσείων υπέβαλε δια της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων, κατ' άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2523/1997, ζήτησε να αρθούν ολικά τα μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος του. Με την 8151/23.10.2013 απάντηση της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων γνωστοποιήθηκε προς τον αναιρεσείοντα, μεταξύ άλλων, ότι τα μέτρα διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου ελήφθησαν σε βάρος του για τον λόγο ότι είχε διατελέσει Γενικός Διευθυντής της ελεγχθείσας Π.Α.Ε. για τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα. Με την ΔΝΥ Γ 11157 ΕΞ 2014 ΕΜΠ/31.12.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδόθηκε από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ' και παρ. 2 περ. β' της Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», Β' 130/28.1.2013), απορρίφθηκε η ανωτέρω αίτηση, με την αιτιολογία ότι οι λόγοι νια τους οποίους είχαν επιβληθεί σε βάρος του τα μέτρα αυτά, εξακολουθούσαν να υφίστανται. Με την προσφυγή του ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε μεταξύ άλλων ότι μη νομίμως ελήφθησαν σε βάρος του τα επίδικα μέτρα, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 21 του καταστατικού ίδρυσης της επιχείρησης με την επωνυμία «.....», ο Γενικός Διευθυντής δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση καταστατικό όργανο της εταιρείας και δεν είχε καμία εξουσία εκπροσώπησης αυτής ενώπιον των δικαστηρίων, καθώς και ενώπιον κάθε διοικητικής αρχής όπως στην προκειμένη περίπτωση ενώπιον της Δ.Ο.Υ. Εξάλλου, ισχυρίσθηκε ότι ουδέποτε άσκησε ο ίδιος ουσιαστικά διοίκηση ή διαχείριση στην ως άνω εταιρεία, την οποία ασκούσε αποκλειστικά, βάσει του καταστατικού της, ο εκάστοτε Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Επίσης, ισχυρίσθηκε ότι με την 4253/2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, αντίγραφο της οποίας επικαλέσθηκε και προσκόμισε, το Δικαστήριο κήρυξε αθώους τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, στα οποία συμπεριλαμ-βανόταν και ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Π.Α.Ε., για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών εισφορών προς το Ι.Κ.Α. κατά τη χρονική περίοδο από 9/2003 έως 2/2005, ενώ κήρυξε ένοχο τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, για το λόγο ότι ως εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία «....» με την εν λόγω ιδιότητα δεν είχε καταβάλει εγκαίρως τις ασφαλιστικές εισφορές για το προσωπικό που είχε απασχολήσει στην επιχείρηση για τη χρονική περίοδο από 9/2003 μέχρι 5/2004. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι αυτουργοί της αποδοθείσας σε βάρος του παράβασης νοούνταν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 και παρ. 2 και 20 παρ. 1 περίπτωση α' του ν. 2523/1997, μόνο τα πρόσωπα που ήταν εντεταλμένα στη διοίκηση και διαχείριση της Π.Α.Ε. είτε με βάση το καταστατικό είτε με βάση την ιδιωτική βούληση ή που είχαν αναμειχθεί στη διοίκηση ή διαχείριση αυτής, στα οποία δεν περιλαμβάνονταν οι γενικοί διευθυντές, το δε βάρος απόδειξης της συνδρομής αυτών των προϋποθέσεοον έφερε η Διοίκηση. Επίσης, ισχυρίσθηκε ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι αποδέχθηκε τον διορισμό του στη θέση του Γενικού Διευθυντή της ως άνω εταιρείας κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα. Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι κατά τις ελεγχθείσες χρήσεις κατά τις οποίες είχε διατελέσει Γενικός Διευθυντής της ανωτέρω εταιρείας, η ως άνω επιχείρηση είχε υπερβεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 όριο των 150.000 ευρώ. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε τις 2033/8.12.2014 και 2034/8.12.2014 ένορκες καταθέσεις μαρτύρων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ιωαννίνων, οι οποίες ελήφθησαν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 185 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το περιεχόμενο των οποίων εκτιμήθηκε ελευθέρως από το δικάσαν Δικαστήριο, κατ' άρθρο 148 του ίδιου Κώδικα. Στις εν λόγω καταθέσεις οι μάρτυρες κατέθεταν, μεταξύ άλλων, ότι ο αναιρεσείων δεν είχε καμία εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, καθώς σύμφωνα με το καταστατικό της δεν είχαν ανατεθεί σε αυτό αρμοδιότητες και καθήκοντα εκτός από τον Πρόεδρο της εταιρείας. Το καθ' ου Δημόσιο με την έκθεση απόψεων της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων, καθώς και με την έκθεση απόψεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του ελέγχου, όπως αυτές εκτίθενται στην ως άνω συμπληρωματική ειδική έκθεση ελέγχου, ο αναιρεσείων είχε διατελέσει κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα Γενικός Διευθυντής της ελεγχθείσας εταιρείας και, συνεπώς, νομίμως ελήφθησαν σε βάρος του τα ένδικα μέτρα. Το δικάσαν δικαστήριο περιέλαβε στη μείζονα σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασής του, μεταξύ άλλων, την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 1 και 2 και 20 παρ. 1 περ. α' του ν. 2523/1997, η οποία παρατίθεται ανωτέρω (σκ. 5). Περαιτέρω, έλαβε υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση τα επίδικα διοικητικά μέτρα επιβλήθηκαν σε βάρος του αναιρεσείοντος συμπληρωματικά λόγω της ιδιότητας του ως Γενικού Διευθυντή της ελεγχθείσας επιχείρησης με την επωνυμία «...» κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, καθώς και ότι για την επιβολή των μέτρων αυτών δεν απαιτείτο επιπροσθέτως να διερευνηθεί ειδικώς από την αρμόδια φορολογική αρχή εάν ο αναιρεσείων είχε προβεί σε συγκεκριμένες πράξεις διοίκησης ή διαχείρισης της ους άνω ανώνυμης εταιρείας ή εάν είχε πράγματι ασκήσει τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή κατά τον χρόνο διάπραξης της φοροδιαφυγής, δεδομένου ότι για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες έχουν διαφύγει την καταβολή φόρων, το ύψος των οποίων υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14, επιβάλλονται τα ανωτέρω απαγορευτικά μέτρα στα φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατά τον χρόνο διάπραξης της φοροδιαφυγής, είχαν μία από τις ιδιότητες που απαριθμούνται στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του εν λόγω νόμου, και συγκεκριμένα είχαν την ιδιότητα του γενικού διευθυντή, ο οποίος ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, εντεταλμένος στη διοίκηση ή διαχείριση της ανώνυμης εταιρείας, είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφασή. Περαιτέρω το δικαστήριο τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι δεν γνώριζε ούτε προέκυπτε από κανένα στοιχείο ότι είχε διορισθεί στη θέση του Γενικού Διευθυντή της εταιρείας κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, καθώς και τους ισχυρισμούς των μαρτύρων στις προαναφερθείσες ένορκες καταθέσεις ότι ο αναιρεσείων δεν είχε καμία εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας και ότι σύμφωνα με το καταστατικό της δεν είχαν ανατεθεί σε αυτόν αρμοδιότητες και καθήκοντα απέρριψε ως αλυσιτελείς, με την αιτιολογία ότι, προκειμένου να εφαρμοσθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα επίδικα μέτρα, αρκούσε το γεγονός ότι είχε την ιδιότητα του γενικού διευθυντή κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα 7479/22.9.1998, 1713/6.3.2002 και 1712/6.3.2002 Φ.Ε.Κ.. Επίσης, το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη τις διαπιστώσεις του ελέγχου, όπους αυτές προέκυπταν από την οικεία συμπληρωματική ειδική έκθεση ελέγχου και ειδικότερα ότι η ως άνω εταιρεία δεν απέδωσε στο Δημόσιο, κατά τις ελεγχθείσες χρήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι χρήσεις κατά τις οποίες είχε διατελέσει Γενικός Διευθυντής ο αναιρεσείων, όπως προέκυπτε από τους πίνακες που αναγράφονταν στην οικεία έκθεση ελέγχου, συνολικό ποσό προερχόμενο από Φ.Π.Α. και φόρο από αμοιβές ποδοσφαιριστών, το ύψος των οποίων υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ και ότι τα επίδικα μέτρα επιβλήθηκαν σε βάρος του αναιρεσείοντος προκειμένου να είναι δυνατή η διατήρηση των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να είναι εφικτή η ικανοποίηση των αξιώσεων του καθ' ου από τη λήψη των μέτρων αυτών. Ενόψει των ανωτέρω, μεταξύ άλλων, σκέψεων, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι νομίμως με την ένδικη απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων απορρίφθηκε η αίτηση του αναιρεσείοντος για ολική άρση των επιβληθέντων σε βάρος του συμπληρωματικών μέτρων για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, κατ' εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου 14 και της παρ. 1 περίπτωση α' του άρθρου 20 του ν. 2523/1997, και απέρριψε την προσφυγή.
 

7. Επειδή, εν προκειμένω, προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης, η οποία δεν έχει χρηματικό αντικείμενο (ΣτΕ 121/2016, ΣτΕ 1579/2015 κ.ά.), προβάλλεται αντίθεση προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ 691/2009, ΣτΕ 1593/2011 ΣτΕ 1594/2011 και ΣτΕ 225/2015 επί του ζητήματος εάν τα διασφαλιστικά μέτρα των άρθρων 14 και 20 του ν. 2523/1997 μπορούν να ληφθούν σε βάρος του γενικού διευθυντή της εταιρείας κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2523/1997, μόνον εφ' όσον η αρμόδια αρχή αποδεικνύει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το πρόσωπο αυτό ασκούσε πράγματι καθήκοντα διοίκησης ή διαχείρισης της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας. Ο τελευταίος ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στις ως άνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι βάσιμος, και, συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος προβάλλεται παραδεκτώς. Περαιτέρω, ο λόγος κρίνεται και βάσιμος, διότι, όπως κρίθηκε με τις ως άνω αποφάσεις (βλ. ιδίως ΣτΕ 225/2015), η αιτιολογία με την οποία το όικάσαν δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί νομιμότητας των επιβληθέντων σε βάρος του αναιρεσείοντος μέτρων αποκλειστικά στην ιδιότητα του τελευταίου ους γενικού διευθυντή της ως άνω εταιρείας, χωρίς να διερευνήσει ειδικώς εάν ο αναιρεσείων είχε, πράγματι, ασκήσει συγκεκριμένα καθήκοντα διοίκησης κατά τον χρόνο διάπραξης της φορολογικής παράβασης, είναι πλημμελής, διότι για την επιβολή των μέτρων του άρθρου 14 παρ.1 του ν. 2523/1997 δεν αρκούσε το γεγονός ότι ο αναιρεσείων είχε την προαναφερθείσα ιδιότητα, όπως εσφαλμένα υπέλαβε το δικάσαν δικαστήριο, αλλά απαιτείτο να αποδειχθεί ότι αυτός είχε προβεί, κατά τον χρόνο διάπραξης της παράβασης, υπό την ιδιότητα αυτή, σε συγκεκριμένες πράξεις διοίκησης ή διαχείρισης της εν λόγω εταιρείας. Συνεπώς, νια τον λόγο αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η έρευνα των λοιπών λόγων της οποίας παρέλκει, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση.
 

Διά ταύτα


Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί τν 7/2015 απόφαση της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση σύμφωνα με το σκεπτικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
 

Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016


Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ

 

Η Γραμματέας

Α. ΖυγουρίτσαΠηγή: Taxheaven