ΑΠ 1147/2017 Μεταβίβαση επιχείρησης, υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις - Άρση υπερημερίας εργοδότημε επαναπρόσληψη του μισθωτού

ΑΠ 1147/2017 Μεταβίβαση επιχείρησης, υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις - Άρση υπερημερίας εργοδότημε επαναπρόσληψη του μισθωτού

Απόφαση 1147 / 2017    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Περίληψη

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2112/1920 "η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος". Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ. 16/18-7-1920. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας "τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, τον διάδοχο.
Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας".
Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50, αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σ’ αυτή εκδόθηκε το Π.Δ. 178/2002.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του Π.Δ/τος, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

Ως "μεταβιβάζων" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, ενώ ως "διάδοχος" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση.

Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα με το διάδοχο, παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων.
Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση ή από κανονισμούς εργασίας ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό.
Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει ( ΑΠ 330/2015, ΑΠ 525/2013, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 1082/2010, ΑΠ 1468/2007).

Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις,
α) από τυχόν άκυρη απόλυση του μισθωτού από τον αρχικό εργοδότη και από την υπερημερία του τελευταίου που δεν έχει αρθεί με νόμιμο τρόπο, χωρίς να προσαπαιτείται συναίνεση οιουδήποτε ή προσφορά των υπηρεσιών του μισθωτού στο νέο εργοδότη ή κάποια άλλη ενέργεια ( ΑΠ 1378/2002 ) και
β) προς καταβολή των αποδοχών υπερημερίας στον εργαζόμενο, του οποίου κατήγγειλε ακύρως την εργασιακή σύμβαση και αρνήθηκε ν’ αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες ο παλαιός εργοδότης, δηλαδή πριν από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση της επιχείρησης, αφού το προσωπικό της, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο απολυθείς ακύρως από τον παλαιόν εργοδότη εργαζόμενος, εντάσσεται ως σύνολο στην ενότητα που σχηματίζει η επιχείρηση που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1697/1998).



Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθ. 648, 656, 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1, 2 και 5 του ν. 3198/1955 και των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 προκύπτει ότι ο εργοδότης που καταγγέλλει ακύρως την σύμβαση εργασίας περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και πρέπει να καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος.

Ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψη του μισθωτού ή με δήλωση ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής συμβάσεως (ΑΠ 339/2009). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013).
Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006).
Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 65/2012).Ακόμη από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167, 168, 648 και 669 ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργειά της, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της- εργαζόμενος (ΑΠ 624/2008).




Αριθμός 1147/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Θεόδωρο Τζανάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Ν. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιδομενέα Γκίκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία "... P.C." και το διακριτικό τίτλο "... P.C.", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/2/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1937/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 466/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25/5/2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Τζανάκης ανέγνωσε την από 7/1/2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Απόστολου Παπαγεωργίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Aπό τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ. 1-3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (βλ. ΑΠ 142/2016 ΤΝΠ Νόμος). Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ...13.11.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ι. Π. Σ., που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και με κλήση για συζήτηση για την δικάσιμο της 19.01.2016 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη. Κατά την δικάσιμο αυτή η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για την 22.11.2016 για την οποία δεν χρειαζόταν νέα κλήση της αναιρεσίβλητης. Επομένως, αφού η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω μετ’ αναβολή δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει να δικασθεί ερήμην αλλά η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα.

2. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, 466/2015 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, ως απαράδεκτη, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσία την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, κατά της 1937/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσία την από 26-2-2013 αγωγή, με την οποία η ενάγουσα ζητούσε, λόγω της συμβάσεως εργασίας της που την συνέδεε με την εναγομένη να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, α) για δεδουλευμένες αποδοχές της το ποσό των 5.849,88 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-2-2012 έως 19-7-2012 και β) για αποδοχές υπερημερίας το ποσό των 15.243,99 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 20-7-2012 έως 30-9-2013, άλλως για αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 8.892,33, άλλως το ποσό των 3.049 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552,553,556,558,564,566 παρ.1 του ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 "η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος". Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ. 16/18-7-1920. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας "τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, τον διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας". Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50, αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σ’ αυτή εκδόθηκε το 178/2002 Π.Δ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του Π.Δ/τος, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως "μεταβιβάζων" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, ενώ ως "διάδοχος" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα με το διάδοχο, παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση ή από κανονισμούς εργασίας ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει ( ΑΠ 330/2015, ΑΠ 525/2013, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 1082/2010, ΑΠ 1468/2007). Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις, α) από τυχόν άκυρη απόλυση του μισθωτού από τον αρχικό εργοδότη και από την υπερημερία του τελευταίου που δεν έχει αρθεί με νόμιμο τρόπο, χωρίς να προσαπαιτείται συναίνεση οιουδήποτε ή προσφορά των υπηρεσιών του μισθωτού στο νέο εργοδότη ή κάποια άλλη ενέργεια ( ΑΠ 1378/2002 ) και β) προς καταβολή των αποδοχών υπερημερίας στον εργαζόμενο, του οποίου κατήγγειλε ακύρως την εργασιακή σύμβαση και αρνήθηκε ν’ αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες ο παλαιός εργοδότης, δηλαδή πριν από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση της επιχείρησης, αφού το προσωπικό της, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο απολυθείς ακύρως από τον παλαιόν εργοδότη εργαζόμενος, εντάσσεται ως σύνολο στην ενότητα που σχηματίζει η επιχείρηση που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1697/1998). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθ. 648, 656, 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1, 2 και 5 του Ν. 3198/1955 και 1 και 3 του Ν. 2112/1920 προκύπτει ότι ο εργοδότης που καταγγέλλει ακύρως την σύμβαση εργασίας περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και πρέπει να καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψη του μισθωτού ή με δήλωση ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής συμβάσεως (ΑΠ 339/2009). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 65/2012).Ακόμη από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167, 168, 648 και 669 ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργειά της, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της- εργαζόμενος (ΑΠ 624/2008).

Τέλος, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ., αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση. Εσφαλμένο αιτιολογικό με την έννοια της παραπάνω διατάξεως υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της αποφάσεως. Ως αιτιολογικό, δηλαδή, νοείται στη συγκεκριμένη περίπτωση η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν την μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζεται με τις αιτιολογίες της αποφάσεως, οι οποίες ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (ΟλΑΠ 30/1998, ΑΠ 95/2014).

Επομένως η ευδοκίμηση του λόγου αναιρέσεως που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του αρθ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου (ΟλΑΠ 27/1998,ΑΠ 95/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: " Η διατηρούσα επιχείρηση κομμωτηρίων εταιρία με την επωνυμία ... ΑΕ, προσέλαβε το μήνα Νοέμβριο του 1999 την ενάγουσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως κομμώτρια αντί μηνιαίου μισθού. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής η ενάγουσα προσέφερε έκτοτε ανελλιπώς την υπό την συμφωνηθείσα ιδιότητα εργασία της στο κομμωτήριο της εργοδότριάς της επί της οδού ... στο ... Αττικής, μέχρι την 19-7-2012, οπότε η τελευταία κατήγγειλε την άνω σύμβασή της χωρίς όμως να της καταβάλει την αποζημίωση απολύσεως και τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-2-2012 έως 19-7-2012, συμπεριλαμβανομένου και του δώρου Πάσχα 2012 συνολικού ύψους 5.849,88 ευρώ. Η ως άνω εταιρία όμως, όχι μόνο δεν τακτοποίησε τις οφειλές της προς την ενάγουσα, αλλά, αφού τον ίδιο κιόλας μήνα υπέβαλε αίτηση περί κήρυξής της σε πτώχευση, λόγω παύσης πληρωμών, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (2012) μεταβίβασε την επιχείρηση-κομμωτήριο που διατηρούσε στο Νέο Ψυχικό στην εναγομένη, η οποία έκτοτε δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο συγκεκριμένο χώρο, χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις και το προσωπικό της προκατόχου της, εκμεταλλευόμενη τη φήμη και την πελατεία της. Η νέα αυτή εταιρεία συνεστήθη τον Ιούνιο του 2012 από τον Ι. Ζ., υιό του βασικού μετόχου και νομίμου εκπροσώπου της προηγούμενης, Η. Ζ. (στην εταιρεία αυτή μετείχε και ο Ι. Ζ.), και κάνει χρήση της άδειας για την ίδρυση και λειτουργία κομμωτηρίου που είχε παρασχεθεί σε εκείνη (έχοντας απλώς προβεί σε τυπική αντικατάστασή της), συνεχίζοντας έτσι την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Ένεκα μάλιστα της στενής σχέσης των νομίμων εκπροσώπων των δύο εταιρειών και την ανάμειξη του ενός στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του άλλου ήδη πριν τη σύσταση της νέας εταιρείας, είναι προφανές ότι ο διοικών τη νέα εταιρεία (εναγομένη) Ι. Ζ. γνώριζε ότι της μεταβιβάζεται το σύνολο της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Συνεπώς, συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων περί μεταβίβασης επιχείρησης και του άρθρου 479 ΑΚ, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά, ως εκ τούτου δε η εναγομένη εταιρεία ευθύνεται εις ολόκληρο με την προκάτοχό της απέναντι στην ενάγουσα για τις άνω αξιώσεις της τελευταίας (δεδουλευμένες αποδοχές). Δεν αποδείχθηκε όμως ότι η ενάγουσα επιχείρησε πραγματικά την προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών της και προς την εναγομένη, αντιθέτως προέκυψε ότι τυπικά και μόνο ζήτησε την απασχόλησή της από αυτήν με αγωγή, ώστε να θεμελιώσει αξίωση μισθών υπερημερίας, ενόψει της προαναφερόμενης άκυρης, λόγω μη καταβολής της σχετικής αποζημίωσης απολύσεως, καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης. Αντίθετα όμως με όσα ισχύουν για τον εργοδότη που καταγγέλλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, που περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος, επί μεταβίβασης επιχείρησης απαιτείται η πραγματική και προσήκουσα προσφορά εργασίας στο νέο ιδιοκτήτη προκειμένου να καταστεί και αυτός υπερήμερος ως προς την αποδοχή της, αφού μέχρι τότε εκείνος κατά κανένα τρόπο δεν έχει εκδηλώσει αντίθετη βούληση, ούτε δύναται να συναχθεί και γι’ αυτόν ανάλογο τεκμήριο με εκείνο που αντλήθηκε για τον πραγματικό εργοδότη από την άκυρη καταγγελία, αφού σε αυτήν δεν εμπεριέχεται δική του δήλωση βούλησης. Επομένως, το αγωγικό αίτημα περί επιδικάσεως αποδοχών υπερημερίας πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος, η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη στις 5-3-2013 (βλ. υπ’ αριθμ. ...5-3-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Π. Χ.), ήτοι μετά την παρέλευση της οριζόμενης στο άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για τη διεκδίκηση αποζημίωσης απόλυσης, η οποία (απόλυση) έλαβε χώρα εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, στις 19-7-2012.
Συνεπώς, το σχετικό αγωγικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Η ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν διακόπηκε με την με αριθμ. καταθ. .../2-10-2012 αγωγή της ενάγουσας κατά της εναγομένης και της αρχικής εργοδότριάς της, από το δικόγραφο της οποίας η ενάγουσα παραιτείται με την κρινόμενη αγωγή, διότι ναι μεν η αγωγή αυτή κατατέθηκε πριν τη συμπλήρωση των έξι μηνών από την επίδικη καταγγελία, και συγκεκριμένα στις 4-10-2012 (βλ. υπ’ αριθμ. .../4-10-2012 εκθέσεις επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή), πλην όμως στο δικόγραφό της δεν περιλαμβάνεται αίτημα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως απολύσεως. Επομένως, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.849,88 ευρώ".
Συνεπώς, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι η αναιρεσίβλητη δεν είναι υπόχρεη να καταβάλει μισθούς υπερημερίας στην αναιρεσείουσα και για το, μετά από την από 19-7-2012 καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της αναιρεσείουσας από την αρχική εργοδότρια, χρονικό διάστημα, με την αιτιολογία ότι απαιτείτο από την αναιρεσείουσα πραγματική και προσήκουσα προσφορά της εργασίας της στην αναιρεσίβλητη, πράγμα το οποίο η αναιρεσείουσα δεν έπραξε, ορθά κατά αποτέλεσμα έκρινε, απορρίπτοντας το σχετικό αγωγικό κονδύλιο απόληψης μισθών υπερημερίας. Επομένως, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης με τις πιο πάνω, κατ’ αρθ. 578 ΚΠολΔ, θα πρέπει ο σχετικός από το άρθρο 559 αριθ. 1 δεύτερος λόγος να απορριφθεί αβάσιμος.


4. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχή, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, ναι μεν η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι δεκτοί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, εφόσον στηρίζονται στο πραγματικό υλικό, που υποβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και εφόσον γίνεται σαφής επίκληση στο αναιρετήριο.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεως του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος, (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 168/2015, ΑΠ 6/2009, ΑΠ 139/2001, ΑΠ 539/2003). Κατ’ ακολουθία αυτών, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αιτίαση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, με το να δεχθεί ότι το επικουρικό αγωγικό κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης, που έγινε στις 19-7-2012, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω παρέλευσης της οριζόμενης από το άρθρο 6 παρ.2 του ν.3198/1955 εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 3 του ν.3863/2010, ( που ορίζει ότι ,όταν η αποζημίωση απόλυσης υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών ,ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο μηνών ,ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις ), κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο Εφετείο και δεν αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεως του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος, ενόψει (και) του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν υπάγεται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 562 § 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις.

5. Κατά μεν την παράγραφο 1 του άρθρου 556 ΚΠολΔ δικαίωμα αναιρέσεως έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών και ο εφεσίβλητος, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Το έννομο αυτό συμφέρον πρέπει να επικαλείται ο αναιρεσείων με το αναιρετήριο (ΑΠ 133/2013, ΑΠ 1468/2009), η ύπαρξή του δε κρίνεται κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ (ΑΠ 133/2013,ΑΠ 1935/2009). Στη προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ζητεί με τον τρίτο λόγο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ την αναίρεση της 466/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεσή της που στρεφόταν κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ως απαράδεκτη, ενώ έγινε δεκτή η αντίθετη έφεση της εναγομένης, που είχε δικαστεί πρωτοδίκως ερήμην, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατήθηκε η υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.849,88 για δεδουλευμένους μισθούς. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής σύμφωνα με το άρθρα 528 και 556 ΚΠολΔ, αφού ήταν ερήμην η εναγόμενη στη πρώτο βαθμό και με την έφεσή της εξαφανίσθηκε καθ’ ολοκληρίαν η πρωτοβάθμια απόφαση και εξετάσθηκε εκ νέου καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή και ως προς το αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας για το διάστημα από 20-7-2012 έως 30-9-2013, για το οποίο παραπονείτο με την έφεσή της η ενάγουσα και το οποίο απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, ενόψει μη υποβολής αιτήματος για την καταβολή δικαστικής δαπάνης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, η οποία δεν παραστάθηκε, δεν επιδικάζονται έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας ,που ηττήθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.05.2015 αίτηση για αναίρεση της 466/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: Taxheaven