ΑΠ 575/2018 Άκυρη σύμβαση εργασίας - Οφέλεια εργοδότη - Ύψος αμοιβής και επιδόματα που οφείλει ο εργοδότης να αποδώσει στον ακύρως απασχοληθέντα εργαζόμενο

ΑΠ 575/2018 Άκυρη σύμβαση εργασίας - Οφέλεια εργοδότη - Ύψος αμοιβής και επιδόματα που οφείλει ο εργοδότης να αποδώσει στον ακύρως απασχοληθέντα εργαζόμενο

Απόφαση 575 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Περίληψη
Με τη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α του ΑΚ ορίζεται ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια και με τη διάταξη του άρθρου 908 εδ α του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι ο λήπτης υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη για οιονδήποτε λόγο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, ανεξαρτήτως της ζημίας του τελευταίου, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης που αποσυνδέει ορισμένες μισθολογικές αξιώσεις από το κύρος της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.

Επομένως, ο εργοδότης υποχρεούται να αποδώσει στον ακύρως απασχοληθέντα εργαζόμενο την αμοιβή την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε εάν ήταν έγκυρη η σύμβαση εργασίας υπό τις επικρατούσες στον τόπο της παροχής συνθήκες για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα γάμου, τέκνων και προϋπηρεσίας, δηλαδή επιδόματα που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού, εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως μισθωτού.

Η ωφέλεια αυτή πάντως δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι τυχόν υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις (ΑΠ 58/2015, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 760/2003), σε περίπτωση δε έλλειψης τέτοιων, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκείνη που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλο εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΑΠ 186/2010).

Εξ άλλου, ο πλουτισμός του εργοδότη απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών του μισθωτού στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης εργασίας και κατά συνέπεια είναι αδιάφορο εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν ήταν σε θέση να προβεί στην πρόσληψη άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Δηλαδή η εκ μέρους του πλουτίσαντος εργοδότη απασχόληση άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δεν αποτελεί προϋπόθεση για τον πλουτισμό, αλλά λαμβάνεται υπόψη υποθετικά και μόνο για τον προσδιορισμό της αξίας της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης από τη λήψη των υπηρεσιών του απασχοληθέντος μισθωτού, στο πλαίσιο της μεταξύ τους άκυρης σύμβασης εργασίας. Ο ως άνω γενικός κανόνας των άρθρων 904 επόμ. ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιεικείας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και γενικότερα επί φορέων του δημοσίου τομέα, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 131/2015, ΑΠ 1022/2015, ΑΠ 535/2014).
Η δε παρά την απαγόρευση συνταγματικών ή άλλων διατάξεων κατάρτιση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή έργου με το Δημόσιο ή με φορέα του δημοσίου τομέα, επαγόμενη την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης εργασίας κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, συνιστά απλώς τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 904 επόμ. του ΑΚ, το Δημόσιο ή ο φορέας του ευρύτερου δημοσίου τομέα ενέχονται σε απόδοση της ωφέλειας που προήλθε από την παρασχεθείσα σε αυτούς εργασία, εκ της οποίας αυτοί κατέστησαν πλουσιότεροι (ΑΠ 131/2015).



ΑΠ  575/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία .............), που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λιούμα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Α. του Σ., κατοίκου ..., 2) Α. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 3) Π. Γ. του Α., κατοίκου ..., 4) Π. Λ. του Π., κατοίκου ..., 5) Γ. Λ. του Σ., κατοίκου ..., 6) Δ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., 7) Ε. Σ. του Π., κατοίκου ..., 8) Β. Σ. του Ι., κατοίκου ..., 9) Σ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., 10) Κ. Γ. του Β., κατοίκου ... και 11) Κ. Ν. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/12/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 418/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 287/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την από 20/6/2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 εδάφια α και γ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση από τις υπ’ αριθμό ....10.2017, ....11.2017, ...10.2017, ....10.2017, ...10.2017, ....10.2017, ...10.2017, ....10.2017, ....10.2017, ....10.2017 και ...10.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων Χ. Τ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 20.6.2017 και με αριθ. κατάθ. ....6.2017 αίτησης αναίρεσης αυτού με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του ανωτέρω Β2 τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου την αναγραφομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (16.1.2018), καθώς και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκαν με την επιμέλεια αυτού νόμιμα και εμπρόθεσμα προς όλους τους αναιρεσίβλητους (άρθ. 124 παρ. 1, 126 παρ.1 περ. α, 127 παρ. 1, 128 παρ. 1, 3 και 4 του ΚΠολΔ). Εφόσον οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να χωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία αυτών. Με την από 20.6.2017 και με αριθ. κατάθ. ....6.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 287/4.11.2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, δικάσαντος ως Εφετείου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "..." κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 418/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η ως άνω από 7.5.2014 και με αριθ. κατάθ. ...5.2014 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ., εξαφανίσθηκε η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που είχε δεχθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσία βάσιμη την από 18.12.2011 και με αριθ. κατάθ. .../21.12.2011 αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, και δικάζοντας την αγωγή, έγινε αυτή κατά ένα μέρος δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη και επιδικάσθηκαν στους ενάγοντες μικρότερα ποσά. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

Με τον πρώτο και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως και κατά παράβαση του νόμου απέρριψε ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, τον πρώτο λόγο της από 7.5.2014 και με αριθ. κατάθ. ...5.2014 έφεσης αυτού, με τον οποίο το τότε εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον παραπονείτο για την μη απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως μη νόμιμης της από 18.12.2011 και με αριθ. κατάθ. ...2011 αγωγής των εναγόντων και τότε εφεσιβλήτων, ήδη δε αναιρεσιβλήτων, και ως προς την επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση αυτής, ενώ ο λόγος αυτός [με τον οποίο το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. ισχυριζόταν ότι μη νομίμως οι ενάγοντες και τότε εφεσίβλητοι ζήτησαν την επιδίκαση σε αυτούς των αιτουμένων με την αγωγή μισθολογικών παροχών, με βάση άκυρες συμβάσεις εργασίας που είχαν καταρτίσει, ενόψει του ότι αυτοί ουδέποτε ζήτησαν την καταβολή μισθολογικών παροχών με βάση τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, με τις οποίες αμείβονται οι μόνιμοι υπάλληλοι του αναιρεσείοντος] ήταν ορισμένος και νόμιμος. Η παρά το νόμο απόρριψη όμως ως απαραδέκτου λόγου έφεσης ιδρύει τον από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου (ΑΠ 803/2002) και δεν ιδρύει αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του ιδίου άρθρου (ή του άρθρου 560 του ΚΠολΔ για αποφάσεις ειρηνοδικείων ή πρωτοδικείων που εκδόθηκαν σε εφέσεις επί αποφάσεων ειρηνοδικείων), ο οποίος αναφέρεται σε παραβιάσεις κανόνων του ουσιαστικού και όχι του δικονομικού, ως εν προκειμένω, δικαίου. Αντίστοιχος όμως του αριθμού 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, δεν διαλαμβάνεται στους μετά την εφαρμογή του Ν. 4332/2015, [ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης (21.6.2017), ήτοι μετά την 1.1.2016], διαλαμβανόμενους στο άρθρο 560 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης κατ’ αποφάσεων πρωτοδικείων, που εκδόθηκαν επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείων, ενόψει του ότι οι λόγοι αναίρεσης, τόσο κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ, όσο και κατά το άρθρο 560 του ΚΠολΔ, απαριθμούνται στο νόμο περιοριστικά, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης "μόνο" στις διατάξεις αυτές (Ολ.ΑΠ 45/1987, ΑΠ 120/2017, ΑΠ 140/2016, ΑΠ 110/2010, ΑΠ 744/2009).

Σημειώνεται ότι το ίδιο ίσχυε για τον αναιρετικό αυτό λόγο και υπό το πριν το Ν. 4332/2015 νομοθετικό καθεστώς. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Με τη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α του ΑΚ ορίζεται ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια και με τη διάταξη του άρθρου 908 εδ α του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι ο λήπτης υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη για οιονδήποτε λόγο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, ανεξαρτήτως της ζημίας του τελευταίου, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης που αποσυνδέει ορισμένες μισθολογικές αξιώσεις από το κύρος της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.
Επομένως, ο εργοδότης υποχρεούται να αποδώσει στον ακύρως απασχοληθέντα εργαζόμενο την αμοιβή την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε εάν ήταν έγκυρη η σύμβαση εργασίας υπό τις επικρατούσες στον τόπο της παροχής συνθήκες για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα γάμου, τέκνων και προϋπηρεσίας, δηλαδή επιδόματα που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού, εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως μισθωτού.

Η ωφέλεια αυτή πάντως δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι τυχόν υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις (ΑΠ 58/2015, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 760/2003), σε περίπτωση δε έλλειψης τέτοιων, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκείνη που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλο εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΑΠ 186/2010).

Εξ άλλου, ο πλουτισμός του εργοδότη απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών του μισθωτού στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης εργασίας και κατά συνέπεια είναι αδιάφορο εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν ήταν σε θέση να προβεί στην πρόσληψη άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Δηλαδή η εκ μέρους του πλουτίσαντος εργοδότη απασχόληση άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δεν αποτελεί προϋπόθεση για τον πλουτισμό, αλλά λαμβάνεται υπόψη υποθετικά και μόνο για τον προσδιορισμό της αξίας της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης από τη λήψη των υπηρεσιών του απασχοληθέντος μισθωτού, στο πλαίσιο της μεταξύ τους άκυρης σύμβασης εργασίας. Ο ως άνω γενικός κανόνας των άρθρων 904 επόμ. ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιεικείας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και γενικότερα επί φορέων του δημοσίου τομέα, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 131/2015, ΑΠ 1022/2015, ΑΠ 535/2014).
Η δε παρά την απαγόρευση συνταγματικών ή άλλων διατάξεων κατάρτιση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή έργου με το Δημόσιο ή με φορέα του δημοσίου τομέα, επαγόμενη την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης εργασίας κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, συνιστά απλώς τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 904 επόμ. του ΑΚ, το Δημόσιο ή ο φορέας του ευρύτερου δημοσίου τομέα ενέχονται σε απόδοση της ωφέλειας που προήλθε από την παρασχεθείσα σε αυτούς εργασία, εκ της οποίας αυτοί κατέστησαν πλουσιότεροι (ΑΠ 131/2015).



Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο και τελευταίο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως και κατά παράβαση του άρθρου 904 του ΑΚ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον δεύτερο λόγο της έφεσης αυτού, με τον οποίο ισχυρίσθηκε ότι δεν συνέτρεχαν κατά νόμο οι προϋποθέσεις βασιμότητας της αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων προς λήψη των αιτουμένων μισθολογικών παροχών από την παρασχεθείσα στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον εργασία τους, ως προς την επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της αγωγής, καθόσον το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του, μετά την αποχώρηση των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων, γεγονός που προέκυψε άλλωστε και κατά την αποδεικτική διαδικασία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι για τη γέννηση των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων προς απόδοση του πλουτισμού του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. από την παροχή σε αυτό εργασίας στο πλαίσιο λειτουργίας άκυρων συμβάσεων εργασίας, αρκούσε το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών των αναιρεσιβλήτων προς το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. για όσο χρονικό διάστημα αυτοί πράγματι απασχολήθηκαν σε αυτό και κατά συνέπεια είναι αδιάφορο το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση το αναιρεσείον από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν προέβη ή δεν θα προέβαινε σε κάθε περίπτωση στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης. Ζήτημα καταδίκης του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ήττας του, δεν γεννάται στην προκειμένη περίπτωση, διότι οι αναιρεσίβλητοι λόγω της απουσίας τους στην αναιρετική δίκη δεν υποβλήθηκαν σε έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.6.2017 και με αριθ. κατάθ. …2017 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 287/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, δικάσαντος ως Εφετείου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή



Πηγή: Taxheaven