ΑΠ 767/2018 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας θεωρείται και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν

ΑΠ 767/2018 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας θεωρείται και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν

Απόφαση 767 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Περίληψη

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης. Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά. Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 447/2015, 940/2015, 1248/2015, 790/2014).

Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 324/2017, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ1502/2010). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους ( ΑΠ 1114/2017).

Περαιτέρω, όταν η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούμενο δικαίωμα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγμα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ( ή 560 αρ. 5, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) ΚΠολΔ, επιπλέον δε η ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς ένα από τα παραπάνω περιστατικά, εάν τα υπόλοιπα δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση και ιδρύει τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 (ή 560 αριθ. 6, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 ) ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1127/2008, ΑΠ 363/2007).

Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αν τα αυτοτελή περιστατικά που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι αλυσιτελή και συνεπώς δεν θεωρούνται ουσιώδη, αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 1127/2008). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ( 560 αρ. 6) ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,1/1999, ΑΠ 73/2017).





Αριθμός 767/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Ταρπινίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Β. του Θ., ..., 2)Ι. Γ. του Π., κάτοικου ..., 3)Π. Ι. του Χ., κάτοικου ..., και 4)Κ. Κ. του Ε., ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ντεμογιάννη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/5/2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Εορδαίας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 169/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 73/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την με αριθμό κατάθεσης ...6-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1 Με την ην από 28-6-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 73/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εργοδότριας εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της εκδοθείσας ερήμην της 169/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Εορδαίας. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου, έγινε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσία η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη αναιρεσείουσα να καταβάλει στον καθένα εργαζόμενο ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το αναφερόμενο ποσό για μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης της εργασίας από τους τελευταίους. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).

2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης. Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά. Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 447/2015, 940/2015, 1248/2015, 790/2014).

Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 324/2017, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ1502/2010). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους ( ΑΠ 1114/2017).

Περαιτέρω, όταν η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούμενο δικαίωμα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγμα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ( ή 560 αρ. 5, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) ΚΠολΔ, επιπλέον δε η ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς ένα από τα παραπάνω περιστατικά, εάν τα υπόλοιπα δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση και ιδρύει τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 (ή 560 αριθ. 6, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 ) ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1127/2008, ΑΠ 363/2007).

Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αν τα αυτοτελή περιστατικά που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι αλυσιτελή και συνεπώς δεν θεωρούνται ουσιώδη, αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 1127/2008). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ( 560 αρ. 6) ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,1/1999, ΑΠ 73/2017).


Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κρίνοντας επί έφεσης της αναιρεσείουσας -εργοδότριας, επί αγωγής των αναιρεσιβλήτων-εργαζομένων για την καταβολή των αποδοχών τους από την υπερημερία της αναιρεσείουσας-εργοδότριάς τους, στην οποία αυτή περιήλθε κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας τους εξαιτίας της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών τους, δέχθηκε, όπως από αυτή προκύπτει, ανελέγκτως τα ακόλουθα, σε σχέση με τους ερευνωμένους αναιρετικούς λόγους ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας από μέρους των αναιρεσιβλήτων: «.... Η άσκηση της επίσχεσης εργασίας από τους εφεσίβλητους - ενάγοντες δεν έγινε αιφνιδίως, αλλά μετά από αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες τους προς τους νόμιμους εκπροσώπους της εκκαλούσας-εναγομένης περί καταβολής των οφειλομένων σε αυτούς αποδοχών και λοιπών οφειλομένων προς αυτούς παροχών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ήδη από το έτος 2010 υπήρχε καθυστέρηση στην καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, οι οποίες δεν καταβάλλονταν εμπρόθεσμα, αλλά οι εργαζόμενοι εξοφλούνταν τμηματικά με έναντι καταβολές. Ήδη από το θέρος του 2012 η εναγομένη, που παρουσίαζε οικονομικές δυσχέρειες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάλεσε, δια των νομίμων εκπροσώπων της, τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και τους εδώ ενάγοντες-εφεσίβλητους, σε συνάντηση, προκειμένου να τους ζητήσει να μην προβούν σε επίσχεση εργασίας, οι δε εργαζόμενοι πράγματι δεν άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους και συνέχισαν να παρέχουν αδιαλείπτως την εργασία τους έως τον Δεκέμβριο του 2012, οπότε και γνωστοποίησαν στην εκκαλούσα-εναγομένη ότι προβαίνουν σε επίσχεση εργασίας, αφού τους είχε καταβληθεί μόνον ποσό 600 ευρώ έναντι του μηνός Σεπτεμβρίου, και παρέμεναν ανεξόφλητες απαιτήσεις τους για μισθούς των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2012, καθώς και για αποζημίωση αδείας του 2012, αποδοχές λόγω υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας, για εργασία τα Σάββατα και για υπόλοιπο αδείας κατά τα έτη 2010 και 2011. Το ανωτέρω δικαίωμα των εναγόντων ασκήθηκε νόμιμα με σαφή δήλωσή τους προς την εργοδότρια εταιρία και με σκοπό την εξασφάλιση της ικανοποίησης των ληξιπροθέσμων αξιώσεών τους και δεν είναι καταχρηστικό, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρία λόγω των οικονομικών δυσχερειών που εξ εξαιτίας της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής κατάστασης που διανύει η χώρα. Αυτοί, πριν ασκήσουν το εν λόγω δικαίωμα, εξάντλησαν κάθε άλλο μέσο για την καταβολή των οφειλομένων αποδοχών τους, υπέμεναν για όλο το προαναφερόμενο (για τον καθένα χωριστά) χρονικό διάστημα την μη εμπρόθεσμη καταβολή των αποδοχών τους, ήδη από το έτος 2010, αρκούμενοι σε καταβολή σε άτακτα χρονικά διαστήματα ποσών έναντι των οφειλομένων, με καθυστερήσεις που έφταναν και τους 2 με 2,5 μήνες κατά το έτος 2011, παρά την δεινή οικονομική. τους κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει εξαιτίας αυτού, αφού η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού των ιδίων και των οικογενειών τους, ενώ η εκκαλούσα, δια των νομίμων εκπροσώπων της, έδινε συνεχώς υποσχέσεις προς εξόφληση των οφειλομένων, τις οποίες δεν πραγματοποίησε (πλην του ανωτέρω ποσού των 600 ευρώ). Η οικονομική δυσπραγία της εναγομένης σε καμία. περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαίτησή της να εξακολουθούν οι ενάγοντες- εργαζόμενοι να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται εμπρόθεσμα για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τις ανάγκες της σε εργατικό δυναμικό ώστε να μπορεί αυτή να συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Εξάλλου, η εκκαλούσα δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να είναι συνεπής προς τους ενάγοντες εργαζομένους, δεδομένων και των μεγάλου ύψους απαιτήσεών της προς δημόσιους φορείς (..., Περιφερειακή Ενότητα ..., Περιφέρεια• Δυτικής Μακεδονίας, ... κλπ.) συνολικού ποσού 6.265.413,07 .ευρώ, μέρος των οποίων θα ηδύνατο να εκχωρήσει προς τους εν λόγω εργαζόμενους προς κάλυψη των δικών τους απαιτήσεων, ενέργεια στην οποία δεν προέβη. Περαιτέρω, η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των εναγόντων-εργαζομένων δεν οφειλόταν σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς για την εναγομένη περιστάσεις, αφού τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης είχαν αρχίσει να διαφαίνονται ήδη από το έτος 2010, η δε ομαλή επιχειρηματική πορεία της εναγομένης διαταράχθηκε έκτοτε, λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης στην ελληνική αγορά, αλλά και διεθνώς, και συνεπώς οι οικονομικές δυσκολίες της δεν προέκυψαν αιφνιδίως, όπως η ίδια ισχυρίστηκε. Εξάλλου, η εναγομένη, μολονότι προέβη σε εξόφληση των οφειλομένων αποδοχών προς τους λοιπούς εργαζομένους της, έστω και με καθυστέρηση, εξαίρεσε τους ενάγοντες, που προέβησαν στην επίσχεση εργασίας, ενέργεια που καταδεικνύει ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ικανοποιήσει έστω και εν μέρει τις αξιώσεις αυτών, αλλά λειτούργησε εκδικητικά. Επίσης, αποδείχθηκε ότι κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα και δη από τον Δεκέμβριο του 2012 έως και το Μάρτιο του 2013 (επίδικο χρονικό διάστημα), η εναγομένη ουδέποτε ξανακάλεσε τους ενάγοντες να προσέλθουν στην εργασία τους, προσφέροντας σε αυτούς τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους. Ως εκ τούτου, ουδέποτε σταμάτησε η υπερημερία της εναγομένης ως προς την αποδοχή εργασίας των εναγόντων, αφού ουδέποτε τους κάλεσε για να τους προσφέρει τις αιτούμενες δεδουλευμένες αποδοχές και λοιπές οφειλόμενες προς αυτούς παροχές. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η επίσχεση εργασίας των εφεσίβλητων της προξένησε δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, αφού η διακοπή της εργασίας των εν λόγω εργαζομένων οδήγησε στην κατάπτωση ποινικών ρητρών εκ μέρους της εργοδότριας αυτής Δ.Ε.Η. δεν ευσταθεί, δοθέντος ότι ήδη από τον Ιούλιο του 2012 είχε καταπέσει ποινική ρήτρα σε βάρος της, λόγω υπαίτιας υπέρβασης τμηματικής προθεσμίας παράδοσης έργου (βλ. υπ’ αριθμ. .../22-11-2012 επιστολή του Λιγνιτικού Κέντρου Δ.Ε.Η. Δυτικής Μακεδονίας Ορυχείου ... -Τομέα Εκμετάλλευσης ...). Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, με την επίσχεση εργασίας, επιδίωκαν την καταβολή των ληξιπροθέσμων μισθών και άλλων οφειλομένων προς αυτούς παροχών από την εναγομένη, λόγω δε μη καταβολής αυτών κινδύνευε η διαβίωση τόσο των ίδιων όσο και των οικογενειών τους. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι πρόθεση των εναγόντων δεν ήταν να δημιουργήσουν μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα στην εναγομένη και γι’ αυτό σχετικά άμεσα συνήψαν συμβάσεις εργασίας με άλλους εργοδότες, αιτούμενοι με την υπό κρίση αγωγή μισθούς υπερημερίας μόνον για 3,5 μήνες, έως τον Μάρτιο του 2013.

Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, η συνέχιση της ένδικης επίσχεσης εργασίας των εναγόντων μέχρι τον Μάρτιο του 2013, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική, διότι η άσκησή της δεν υπερέβη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επομένως, η υποβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων για επίσχεση της εργασίας τους κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη». Στη συνέχεια το Εφετείο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσίαν, αναγνώρισε ως νόμιμες τις ασκηθείσες στις 14-12-2012 και 7-1-2013 επισχέσεις εργασίας των εναγόντων, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 14-12-2012 έως 31-3-2013 και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2012 το αναφερόμενο ποσό.

Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης) διέλαβε στην απόφαση του σαφείς, πλήρεις, και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τη μη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων. Ειδικότερα από τις παραδοχές του δικαστηρίου 1) ότι «ήδη από το θέρος του 2012 η εναγομένη, που παρουσίαζε οικονομικές δυσχέρειες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάλεσε, δια των νομίμων εκπροσώπων της, τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και τους εδώ ενάγοντες σε συνάντηση, προκειμένου να τους ζητήσει να μην προβούν σε επίσχεση εργασίας, οι δε εργαζόμενοι πράγματι δεν άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους και συνέχισαν να παρέχουν αδιαλείπτως την εργασία τους έως τον Δεκέμβριο του 2012, οπότε και γνωστοποίησαν στην εναγομένη ότι προβαίνουν σε επίσχεση εργασίας, αφού τους είχε καταβληθεί μόνον ποσό 600 ευρώ έναντι του μηνός Σεπτεμβρίου...» και 2) ότι «η οικονομική δυσπραγία της εναγομένης σε καμία. περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαίτησή της να εξακολουθούν οι ενάγοντες- εργαζόμενοι να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται εμπρόθεσμα για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τις ανάγκες της σε εργατικό δυναμικό ώστε να μπορεί αυτή να συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα» δεν προκύπτει κάποια αντίφαση μεταξύ τους, αφού δεν αλληλοαναιρούνται. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
3. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 (560 αρ. 5) ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κ.λπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κ.λπ., ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ’ ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 8/2015, ΑΠ 2234/2013, 644/2013). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησής της, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 5 Κ.Πολ.Δ, αποδίδει στο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι, κατά την απόρριψη του προβληθέντος από αυτή ισχυρισμού περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εργαζομένων αντιδίκων της όπως προβούν σε επίσχεση εργασίας , δεν έλαβε υπόψη αφενός την μη αξιόλογη χρονικά καθυστέρηση εκπλήρωσης της υποχρέωσής της προς αυτούς όπως τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, αφετέρου δε το ύψος των οφειλών τρίτων προσώπων (Δημοσίου και άλλων Δημοσίων Φορέων) προς αυτήν, ανερχομένων κατά το χρόνο της επίσχεσης της εργασίας σε 6.265.413,07 ευρώ . Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι , όπως προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα περιστατικά αυτά (που αποτελούσαν μέρος της επικαλούμενης κατάχρησης του δικαιώματος των εργαζομένων προς επίσχεση εργασίας), δεχόμενο, ως προς το πρώτο ότι η καθυστέρηση πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων, που είχε ως συνεπεία την άσκηση από αυτούς τον Δεκέμβριο του 2012 του δικαιώματός τους προς επίσχεση εργασίας, ήταν αξιόλογη, καθόσον από την καθυστέρηση αυτή υπήρχε κίνδυνος διαβίωσης των ιδίων και των οικογενειών τους, ως προς δε το δεύτερο ότι η αναιρεσείουσα δεν εκχώρησε, αν και μπορούσε, μέρος της ως άνω απαίτησής της προς τους εργαζόμενους προς κάλυψη των δικών τους απαιτήσεων προς αυτή , καθώς και ότι ήδη από τον Ιούλιο του 2012 είχε καταπέσει σε βάρος της αναιρεσείουσας ποινική ρήτρα συνεπεία δικής της υπαίτιας υπέρβασης τμηματικής προθεσμίας παράδοσης του δημοσίου έργου που είχε αναλάβει. Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-6-2017 αίτηση για αναίρεση της 73/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης,
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: Taxheaven